ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από το αληθινό πορτρέτο ενός ασυνήθιστου ράπερ στη συναρπαστική ταινία του Φατίχ Ακίν στην τραγωδία μιας ουκρανικής οικογένειας αγροτών στην ταινία του Σουκολίτσκι-Σομπτσιούκ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Το χρυσάφι του Ρήνου

Rheingold. Γερμανία/Ιταλία/Ολλανδία, 2022. Σκηνοθεσία: Φατίχ Ακίν. Σενάριο: Φατίχ Ακίν, από βιβλίο του Γκιβάρ Χατζάμπι. Ηθοποιοί: Εμίλιο Σαγκράγια, Ίλιες Μουταουκίλ, Τζέσε Άλμπερτ, Χοζέ Μπάρος, Σόγκολ Φαγκάνι, Τζούλια Γκόλντμπεργκ. 138´

Η νέα ταινία του τουρκικής καταγωγής Γερμανού σκηνοθέτη Χατίφ Ακίν (Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2004 για την ταινία «Μαζί ποτέ») αρχίζει μια σκηνή στην έρημο της Συρίας, το 2010, όπου ένας νέος αιχμάλωτος άντρας υπόκειται, μαζί με δυο φίλους του, σε φριχτά βσανιστήρια. Ο άντρας αυτός είναι ο κουρδικής καταγωγής μετανάστης, πρώην μικρογκάγκστερ και διακινητής κοκαϊνης, και νυν διάσημος Γερμανός ράπερ, Γκιβάρ Χατζάμπι, γνωστός ως Χατάρ (δηλαδή «ο επικίνδυνος»), που βασανίζεται για να αποκαλύψει πού έχει κρύψει το κλεμμένο χρυσάφι, αξίας ενάμισι εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο είχε κλέψει σε μια από τις πιο τολμηρές και εντυπωσιακές κλοπές των τελευταίων δεκαετιών.

Με βάση την αυτοβιογραφία του, που ο Χατζάμπι έχει εκδώσει με τον τίτλο «Όλα ή τίποτα, όπως λένε ο κόσμος είναι δικός σου», ο Ακίν αφηγείται την εκπληκτική, απίθανη, αν και αληθινή, ιστορία του μέσα από μια σειρά κεφάλαια (που αναφέρονται σε τόπους και ημερομηνίες), όπως τα θυμάται στο κελί του ο φυλακισμένος του ήρωας. Ξεκινώντας από τη γέννησή του, με τον μικρό Γκιβάρ – δηλαδή «γεννημένο στον πόνο» – να γεννιέται, από μια γενναία γυναίκα, σε μια σπηλιά γεμάτη νυχτερίδες (σε μια θαυμάσια δοσμένη ονειρική σκηνή), σ’ ένα χωριό Κούρδων στο Βόρειο Ιράν, ακολουθούμε τους Κούρδους μουσικούς γονείς του, να παίρνουν μέρος στην Αντίσταση ενάντια στον Χομεϊνί, να συλλαμβάνονται και, αφού καταφέρουν, με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, να δραπετεύσουν, να καταλήγουν στο Παρίσι, και στη συνέχεια στη Βόννη, όπου ο πατέρας του αναλαμβάνει διευθυντής ορχήστρας στην Όπερα.

Όταν ο πατέρας του τους εγκαταλείπει, ο νεαρός πια Χατάρ μπλέκεται με τον υπόκοσμο και αρχίζει να πουλάει χασίς και πορνοβίντεο, για να καταλήξει στο Άμστερνταμ, όπου αναμιγνύεται με τη νυχτερινή ζωή και την τουρκική μαφία, ενώ παράλληλα αρχίζει να ενδιαφέρεται για τη χιπ-χοπ μουσική. Όταν τελικά επιστρέφει στη Γερμανία, η μεγάλης αξίας τολμηρή ληστεία χρυσού από ένα φορτηγό που μεταφέρει χρυσά δόντια που τα γραφεία κηδειών από όλη τη Γερμανία κλέβουν από τους νεκρούς, ληστεία που ο Χατάρ αναλαμβάνει για να ξεχρεώσει από μια επικίνδυνη κατάσταση, τον οδηγεί στη φυλακή, όπου αρχίζει να εγγράφει κρυφά και το πρώτο του άλμπουμ, που τον κάνει διάσημο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ακίν καταπιάνεται με μια αληθινή ιστορία. Ήδη, το 2019, στην ταινία του «Το χρυσό γάντι» είχε καταπιαστεί με εκείνη του σίριαλ κίλερ Φριτς Χόνκα. Τη φορά αυτή, ο σκηνοθέτης αντλεί το μέγιστο τόσο από τη γλώσσα του κινηματογράφου όσο και από τις ταινίες του (από τον Χίτσκοκ των «Πουλιών» μέχρι εκείνες του Μάικλ Ρίτσι), δημιουργώντας τις κατάλληλες καταστάσεις, με ωραία στημένα πλάνα και εξαιρετική μουσική υπόκρουση (ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος).

Έτσι φτιάχνει ένα γρήγορο ρυθμό (με το μοντάζ και τα «παγωμένα πλάνα»), συνδυάζοντας με αρκετή επιτυχία τα διάφορα είδη (θρίλερ, γκανγκστερική περιπέτεια, κοινωνικό δράμα, κωμωδία και ρομάντζο), και κινώντας τα πρόσωπά του σε μια ατμόσφαιρα που δεν απέχει και πολύ από εκείνη του φιλμ νουάρ, και να αναπτύξει με σιγουριά και έλεγχο την προσωπικότητα του ράπερ ήρωά του (εξαιρετικός στο ρόλο του ώριμου ράπερ ο Εμίλιο Σακράγια), ένα αρχικά περιθωριακό, έξυπνο, ευρηματικό, αποφασιστικό, έτοιμο για ανατροπές και ρομαντική περιπέτεια, τελικά συμπαθητικό αν και κακό, άτομο, που προσπαθεί να επιβιώσει σε μια όχι ιδιαίτερα φιλική κοινωνία.

Όπου το «χρυσάφι του Ρήνου», όπως και η ομότιτλη, όχι ιδιαίτερα γνωστή, όπερα του Βάγκνερ, εμπνευσμένη από τη σκανδιναβική μυθολογία, είναι μια επικίνδυνη αναζήτηση, που μόνο ένα ασυνήθιστο ον (στην όπερα αυτό είναι νάνος) μπορεί να κλέψει από τις νεράιδες που το φυλάνε, όπως υποβάλλει στο όμορφο, υπερρεαλιστικό φινάλε του, ο Ακίν.

*** ½ – Ο όρκος του Παμφίρ

Pamfir. Ουκρανία/Γαλλία/Πολωνία/Χιλή/Λουξεμβούργο, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ντμίτρο Σουκολίτκι-Σομπτσιούκ. Ηθοποιοί: Ρίμα Ζιουμπίνα, Ολεξάντρ Γιατσέντιουκ, Μιροσλάβ Μακοβίτσιουκ. 100΄

Στο χωριό του στην Ουκρανία, στα σύνορα με τη Ρουμανία, επιστρέφει ο Λεονίντ, θρύλος στην περιοχή με το όνομα Παμφίρ (σύμβολο εξουσίας και ανδρισμού), εξαιτίας τoυ λαθρεμπορίου ναρκωτικών που σύμφωνα με τη «λαϊκή παράδοση» εκτελούσε ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρουμανία, χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιχείρηση που ο Λεονίντ θυσίασε για χάρη της γυναίκας και του παιδιού του, που τώρα επισκέπτεται για να παραμείνει, όπως σχεδιάζει, κοντά τους. Μόνο που μια παρανομία του έφηβου γιου (βάζει φωτιά για την οποία πρέπει να πληρώσει) τον αναγκάζει να στραφεί σ’ ένα τελευταίο λαθρεμπόριο.

Στην πρώτη του αυτή μεγάλου μήκους ταινία, που πρωτοπροβλήθηκε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» των Καννών, ο Ντμίτρο Σουκολίτκι-Σομπτσιούκ δείχνει να γνωρίζει πλήρως τα εκφραστικά του μέσα, με την ταινία του να παραμένει δείγμα ενός σκηνοθέτη με αξιόλογο ταλέντο. Με την περιγραφή της βίας σταδιακά να αναπτύσσεται, η ταινία αρχίζει να αποκτά τη μαύρη ατμόσφαιρα του φιλμ νουάρ, (με την αρχαία τραγωδία να βρίσκεται πολύ κοντά), με τους χαρακτήρες, έρμαια μιας κοινωνίας στραμμένης σ’ ένα άπληστο καπιταλισμό, να συνθλίβονται κάτω από τις καθημερινές απαιτήσεις μιας χωρίς διέξοδο ή μέλλον ζωής.

Υπάρχουν στοιχεία όπως εκείνες του καρναβαλιού, που ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί περισσότερο για να συμβάλει ακόμη καλύτερα στη δημιουργία μιας απειλητικής ατμόσφαιρας και να αυξήσει το σασπένς, ενώ οι πολλοί, συχνά άνισοι, μη αναγκαίοι διάλογοι, βάζουν σε κίνδυνο το ρυθμό της ταινίας. Παρόλα αυτά, και τις επιδράσεις από άλλες ταινίες, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δημιουργήσει τον κατάλληλο ρυθμό και να συνδυάσει την αφήγηση με ενδιαφέρουσες φολκλορικές παραδόσεις, φτιάχνοντας εικαστικά θαυμάσιες εικόνες, με τις χορογραφικές σχεδόν κινήσεις της κάμερας (και όχι μόνο στις σκηνές του καρναβαλιού), και δίνοντας ένα συγκεκριμένο στιλιζάρισμα στην όλη ταινία.