ΚΑΝΕΣ 2018

Από τις προκλητικές εικόνες του Γκοντάρ στην υπό ανοικοδόμηση Κίνα του Τζιανγκ-Κε

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Για πέμπτη μέρα συνεχίζεται το 71ο φεστιβάλ των Κανών, μέσα σ’ ένα κλίμα ιδιαίτερα αυστηρών ελέγχων (χτές, με την προβολή της πολυαναμενόμενης ταινίας του Ζαν-Λικ Γκοντάρ έφτασε στο έπακρο, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να διανύσουμε περισσότερο από μισό χιλιόμετρο από την κεντρική είσοδο του Μεγάρου του φεστιβάλ για να μπορέσουμε να φτάσουμε στο σημείο ελέγχου και εισόδου στην αίθουσα για να δούμε την ταινία), ενώ η διεύθυνση του φεστιβάλ, όπως επαναλαμβάνει σε e-mail, παρέχει ειδική τηλεφωνική γραμμή για την καταγγελία τυχόν σεξουαλικής ή άλλης παρενόχλησης (όπως γράφτηκε στα διάφορα έντυπα του χώρου, Screen International, Variety, Film Francais, οι γυναίκες άρχισαν φέτος να αποφεύγουν τις επισκέψεις σε παραγωγούς και διανομείς στα δωμάτιά τους στα ξενοδοχεία των Κανών).

Κι ακόμη, αν δεν είσαι διαπιστευμένος του φεστιβάλ πρέπει να σταθείς, όπως κάνουν πολλοί αυτές τις μέρες, με τους περισσότερους μάλιστα να είναι ντυμένοι επίσημα, κρατώντας πινακίδα ή και απλό χαρτί, ζητώντας από τους εξερχόμενους του Μεγάρου κάποια τυχόν έξτρα πρόσκληση για να μπορέσουν να δουν την ταινία της προτίμησής τους.

Τις ταινίες του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ιδιαίτερα αυτές των τελευταίων χρόνων, είτε κάθεσαι στη θέση σου και τις απολαμβάνεις είτε εξοργίζεσαι καυ φεύγεις. Αρκετοί πρέπει να πω, από τους δημοσιογράφους, που στάθηκαν για ώρα στην ουρά για να βρουν θέση στις τρεις υπερπλήρεις προβολές (με δημοσιογράφους, άλλα μέλη του κινηματογραφικού χώρου καθώς και μέρος του κοινού με προσκλήσεις) προβολές, σηκώθηκαν, μάλιστα πολύ νωρίς και βγήκαν από την αίθουσα, αρνούμενοι να δεχτούν τους πειραματισμούς του «τρομερού παιδιού» («παππού» τον αποκαλούν σήμερα μερικοί) της γαλλικής νουβέλ βαγκ, όπως τις παρουσιάζει στη νέα του, απολαυστική όπως πάντα, ταινία του, «Το βιβλίο της εικόνας» (Le livre d’image).

Η «πειραματική» αυτή στάση του Γκοντάρ δεν είναι κάτι το πρόσφατο αλλά κάτι που όλοι περιμένουμε από την εποχή που ο 88χρονος σήμερα σκηνοθέτης μας έδωσε τις αποκαλυπτικές «Ιστορίες του σινεμά» (1989-99), για να συνεχίζει με ταινίες όπως η «Ελεγεία του έρωτα» και «Η μουσική μας», και φτάνοντας ως τις πιο πρόσφατες ταινίες του, «Φιλμ σοσιαλισμός» και «Αντίο γλώσσα» (2014).

Προασωπικά βρίσκω την ταινία του να αποτελεί την άλλη όψη της εμβληματικής, με ειρωνικό τίτλο ταινίας του «Tout va bien» (1972), όπου τίποτα δεν πήγαινε καλά, κι όπου, μέσα από ένα διάσημο ζευγάρι (εκείνος κινηματογραφιστής, εκείνη Αμερικανίδα δημοσιογράφος), που επισκέπτονται ένα εργοστάσιο και μιλούν με τους σε απεργία εργάτες, ταινία που μιλούσε για τα επακόλουθα του Μάη του ’68 και το μέλλον της Γαλλίας καθώς και γενικότερα της ανθρωπότητας.

Ο Τζίγκα Βέρτοβ δεν βρισκόταν μακριά από την προσέγγιση αυτή του Γκοντάρ σ’ εκείνη την (εμπορικά δυστυχώς αποτυχημένη, παρά την παρουσία της Τζέιν  Φόντα και του Ιβ Μοντάν) ταινία και είναι και πάλιν στον Βέρτοβ (και όχι μόνο) που παραπέμπει η νέα του αυτή ταινία, τη φορά αυτή χωρίς ηθοποιούς αλλά απλά εικόνες, για να μας πει, για μια ακόμη φορά και με ένα ακόμη πιο προκλητικό τρόπο, πως «Rien va bien» («τίποτα δεν πάει καλά»).

Images extraites du film ” Le livre d’images” rŽalisŽ par Jean-Luc Godard.

Εικόνες κατακερματισμένες, διαστρεβλωμένες, χρωματισμένες, με το κόκκινο να κυριαρχεί, εικόνες από ταινίες, με το φιλμ να ξετυλίγεται, εικόνες από τηλεοπτικά επίκαιρα και βίντεο, από σχέδια, να συνοδεύονται από διάφορες κερματισμένες αφηγήσεις, συχνά με τον ίδιο τον Γκοντάρ, να αφηγείται αποσπασματικά, με μια συρτή φωνή που μοιάζει να βγαίνει από τον τάφο (ίσως κάποιας ταινίας του Ρότζερ Κόρμαν). Εικόνες που μας μιλάνε γι’ αυτό που πάντα τον ενδιέφερε κι εξακολουθεί να τον ενδιαφέρει: την κατάσταση στον πλανήτη μας και το πώς αυτό αποτυπώθηκε και μας στοιχειώνει μέσα από τις εικόνες.

Η σημερινή πολιτική κατάσταση, τα ριμέικ (με ειρωνική αναφορά), η κατάσταση στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα στα αραβικά κράτη («Η χαρούμενη Αραβία» είναι ο τίτλος ενός κεφαλαίου, αναφορά σε βιβλίο του Αλέξανδρου Δουμά) και η αδυναμία της Δύσης να καταλάβει το πνεύμα και τον πολιτισμό τους, όλα περνάνε μέσα από ατέλειωτα πλάνα, τα περισσότερα από ταινίες κλασικές και μη, ταινίες που αγαπά ο σκηνοθέτης.

Από την «Απεργία» και τον «Ιβάν τον τρομερό» του Αϊζενστάιν, τις ταινίες του Ντζίγκα Βέρτοβ και του Ντοβζένκο μέχρι το «Vertigo» του Χίτσκοκ, τον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς, τις ταινίες του Παραντζάνοφ («Το χρώμα του ροδιού»), του Μούρναου («Ο τελευταίος των ανθρώπων»), του Παζολίνι («Σαλό»), του Φριτς Λανγκ («Μητρόπολις»), του Ζαν Κοκτό («το αίμα του ποιητή»), του Μπάστερ Κίτον («Ο στρατηγός»), του Ζαν Βιγκό («Aταλάντη»), του Τζον Φορντ («Ο νεαρός κύριος Λίνκολν» και «Τα σταφύλια της οργής»), του Μαξ Οφίλς (Le Plaisir»), του Νίκολας Ρέι («Τζόνι Γκιτάρ»), του Κινγκ Βίντορ («Ruby Gentry»), του Ρομπέρ Μπρεσόν («Η δίκη της Ζαν Ντ’ Αρκ»), του Κέντζι Μιζογκούτσι, του Λουίς Μπουνιουέλ («Χρυσή εποχή»), κ.ά.

Πλάνα που δεν προφτάνεις να απολαύσεις (και να ξεδιαλύνεις), σε ένα είδος εικαστικής διάρροιας που σε προκαλεί, σε βάζει σε διαλογισμό με τον εαυτό σου και που σου ανατρέπει την ιδέα που είχες για τον κινηματογράφο. Αυτό που προσπαθούσε από την πρώτη κιόλας ταινία του να κάνει ο Γκοντάρ. Καταφέρνοντας ταυτόχρονα να σε συναρπάζει!

Ο κώδικας τιμής, η φιλία, οι πολιτικές και άλλες αλλαγές, αλλά και το πέρασμα του χρόνου, μέσα από τον έρωτα μιας γυναίκας από μια περιοχή ανθρακωρύχων για ένα τοπικό γκάνγκστερ, είναι στο επίκεντρο της εξαιρετικής ταινίας «Η στάχτη είναι το πιο αγνό λευκό» του Τζία Ζανγκ-Κε.

Αντλώντας από δυο προηγούμενες ταινίες του, τις «Αγνωστες απολαύσεις» και τη «Νεκρή φύση», ο Ζανγκ-Κε χρησιμοποιεί το χαρακτήρα που ερμήνευε η πρωταγωνίστρια και γυναίκα του, Ζάο Τάο, για να δώσει μιαν άλλη, όπως ανάφερε ο ίδιος, πλευρά της ζωής της, πλευρά που αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου, «για να δώσω», όπως εξηγεί, «μια ερωτική ιστορία τοποθετημένη σε μια σύγχρονη Κίνα που έχει περάσει επικές και δραματικές αλλαγές.»

Ο κινέζικος τίτλος της ταινίας «Οι γιοι και οι κόρες του τζιανγκού» (Jianghu Ernu) εκφράζει καλύτερα την ιστορία αυτή του γκάνγκστερ, μέλους της «αδελφότητας» των τζιανγκού, αδελφότητας που πιστεύει σε κώδικα τιμής (σε μια χαρακτηριστική σκηνή τα μέλη της ανακατεύουν σε μια μεγάλη γαβάθα διάφορα οινοπνευματώδη ποτά πριν πιουν στην υγεία των μελών της), όπου η ηρωίδα, η Τσιάο, χρησιμοποιεί ένα όπλο, για να δείξει την πίστη της στην αδελφότητα και να σώσει  τον αγαπημένο της, Μπιν, από άγρια δολοφονική επίθεση από ομάδα νεαρών, επεισόδιο που την οδηγεί σε πενταετή φυλάκιση.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στη διάρκεια 18 χρόνων, ξεκινώντας από τις αρχές του 21ου πρώτου αιώνα για να φτάσει ως τις μέρες μας, χρονική περίοδο που ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται για να δείξει τα αποτελέσματα του περάσματος του χρόνου τόσο στις σχέσεις του ζευγαριού (ενώ η Τσιάο βρίσκεται στη φυλακή, ο Μπιν θα παντρευτεί άλλη γυναίκα και θα μετακομίσει στα Τρία Φαράγγια, μια άλλη, υπό ανοικοδόμηση περιοχή της Κίνας), σχέσεις που διαρκώς αλλάζουν, όσο και σε μια υπό συνεχείς, έντονες αλλαγές, Κίνα – στοιχείο που συναντάμε και σε άλλες πρόσφατες ταινίες  του, όπως «Τα βουνά μπορεί να χωριστούν» και «Μια γεύση αμαρτίας».

Πολύ σωστά, ο Ζανγκ-Κε στηρίζει την ταινία του στο χαρακτήρα της Τσιάο, χαρακτήρα δυναμικό, που προκαλεί την αποδεκτή κοινωνική τάξη, αλλά και που ξέρει να εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις (παράδειγμα ο τρόπος που χειρίζεται τους ανθρώπους, όταν, μετά την αποφυλάκισή της, φτάνει στα Τρία Φαράγγια) για να πετύχει αυτό που θέλει και να μπορέσει να επιβιώσει – χαρακτήρα που η Ζάο Τάο ερμηνεύει με το πείσμα, την επιθετικότητα και γενικά τη δύναμη που απαιτεί ο τόσο δύσκολος ρόλος της και που σίγουρα θα την τοποθετήσει ανάμεσα στα φαβορί για το βραβείο ερμηνείας του φεστιβάλ. Χωρίς να παραγνωρίζεται και η εξίσου δυνατή ερμηνεία του Λιάο Φαν στο ρόλο του Μπιν.