Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η τελευταία μου συνάντηση με τον Λευτέρη Ξανθόπουλο ήταν μερικούς μήνες πριν από την πανδημία του κορονοϊού, στη διάρκεια της παρουσίασης ενός βιβλίου του αγαπητού φίλου Γιάννη Κιουρτσάκη. Ο Λευτέρης φαινόταν κάπως κουρασμένος, δεν φανταζόμουν όμως πως θα τον χάναμε έτσι γρήγορα.

Ας μου επιτραπεί να τον αποκαλώ «σύντροφο», τον γλυκό αυτό ευγενικό σκηνοθέτη (ακόμη κ όταν διαφωνούσες μαζί του, σε αντιμετώπιζε με ευγένεια), που χάσαμε ξαφνικά χτες, σε ηλικία 75 χρονών, όπως θα αποκαλούσα όλους εκείνους τους εργάτες της τέχνης αυτής που όλοι μας αγαπήσαμε ιδιαίτερα, όλους εκείνους τους εργάτες που αγάπησαν τον κινηματογράφο, τον ελληνικό, πάνω απ’ όλα, αλλά και τον ευρωπαϊκό και όλο τον υπόλοιπο κινηματογράφο.

Δημιουργούς όπως η Τώνια Μαρκετάκη, η Φρίντα Λιάπα, ο Σταύρος Τορνές, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Αλέξης Δαμιανός, ο Κώστας Σφήκας, ο Τάκης Κανελλόπουλος, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Σταύρος Τσιώλης, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Νίκος Κούνδουρος (σ’ αυτούς μπορείτε ο κάθε αναγνώστης να προσθέσει κι όποιον άλλο που χάσαμε και που με το έργο του τον έκανε ν’ αγαπήσει τον κινηματογράφο), για ν’ αναφέρω μερικούς μονάχα από όλους εκείνους τους εργάτες που χάσαμε τις τελευταίες δεκαετίες και οι οποίοι έφτιαξαν ταινίες που εξακολουθούν να μας συγκινούν, να μας ενθουσιάζουν, αλλά και να μας βάζουν σε σκέψη και προβληματισμούς – κι ας ελπίσουμε πως μια αληθινή Ταινιοθήκη (πότε αλήθεια θα δημιουργηθεί;) θα μπορέσει να παρουσιάσει, όπως κι έχει καθήκον της, να συνεχίζει να παρουσιάζει, το έργο τους για τις γενιές εκείνες που δεν είχαν την τύχη να το δουν όταν αυτό προβαλλόταν για πρώτη φορά.

Το έργο του Ξανθόπουλου το πρωτογνωρίσαμε το 1976 όταν, στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, παρουσίαζε το πρώτο του, μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ, «Ελληνική κοινότητα Χαϊδελβέργης» (ταινία που κέρδισε και το βραβείο των Ελλήνων κριτικών). Ντοκιμαντέρ που έδειχνε την τάση του προς μια νεορεαλιστική προσέγγιση του θέματός του, όπως, με τον ίδιο τρόπο, θα συνεχίσει και στο επόμενο ντοκιμαντέρ του, «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα» (1978, βραβείο και πάλι, στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, των Ελλήνων κριτικών). Την ίδια προσέγγιση χαρακτηρίζει και η μικρού μήκους κωμωδία του, «Επί Κολωνώ» (1983), όπου ο Ξανθόπουλος καταφέρνει, με λιτότητα, χιούμορ αλλά και διεισδυτικότητα, να μας δώσει το αληθινό πρόσωπο μιας συγκεκριμένης συνοικίας.

Καλή πατρίδα, σύντροφε

Το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ θ’ αποτελέσει τμήμα την επόμενης, μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας, «Καλή πατρίδα, σύντροφε» (1986), που θα προβληθεί στα φεστιβάλ του Λοκάρνο και της Θεσσαλονίκης (όπου και θα κερδίσει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη). Ταινία γύρω από τα προβλήματα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, κατοίκων ενός ελληνικού χωριού της Ουγγαρίας, που, ύστερα από τις τότε ευνοϊκές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, μπορούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ο Ξανθόπουλος αντλεί από τα διδάγματα του ιταλικού νεορεαλισμού για να καταγράψει με λεπτομέρεια και ξεχωριστή αγάπη τις διάφορες περιπτώσεις μιας ομάδας ανθρώπων του χωριού, ορισμένους που σχεδιάζουν να επιστρέψουν και άλλους, που, εξαιτίας των παιδιών τους, αδυνατούν.

Με την ίδια λεπτομέρεια και αγάπη, μαζί με χιούμορ, φρεσκάδα και ευρηματικότητα, αντιμετωπίζει, στην επόμενη ταινία του, «Ο δραπέτης» (1991) την ιστορία ενός καραγκιοζοπαίχτη, στην Αθήνα του 1950, που βλέπει την τέχνη του να σβήνει δίνοντας τη θέση της στον κινηματογράφο, παραλληλίζοντάς την με τον κινηματογράφο που σήμερα δίνει τη θέση του στην τηλεόραση.

Ο Λευτέρης, εκτός από τον κινηματογράφο, θα γυρίσει ντοκιμαντέρ και σειρές για την τηλεόραση, και θ’ ασχοληθεί με τη διδασκαλία σε σχολές Δραματικής Τέχνης, καθώς και με την ποίηση (με τη συλλογή του «Αντίψυχα» να βραβεύεται). Πάνω όμως απ’ όλα θα τον θυμόμαστε για τις λιγοστές, δυστυχώς, ταινίες του που γύρισε για τη μεγάλη οθόνη, ταινίες που συνέβαλαν στην εξέλιξη και την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.