Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με κάθε ταινία του ο Βρετανός (βραβευμένος δυο φορές με το Χρυσο Φοίνικα) σκηνοθέτης Κεν Λόουτς γίνεται και πιο αγωνιστικός, χωρίς όμως ποτέ να χάσει την ανθρωπιά και τη δύναμη εκείνη που κάνουν τις ταινίες του να σου μιλάνε άμεσα, και να σε συγκινούν, με τα θέματα και τα προβλήματα (κοινωνικά και πολιτικά) που (μαζί με τον τακτικό και εκλεκτό συνεργάτη του στο σενάριο, Τομ Λάβερτι) θέτει μ’ αυτές.

Το ίδιο αισθάνεσαι και με τη νέα του ταινία, «Sorry We Missed You», που είδαμε σήμερα στο διαγωνιστικό τμήμα του 72ου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Κανών. Μια ταινία, συγγενική με τη βραβευμένη το 2016 με το Χρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ ταινία του, «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ», μια ταινία με πρόσωπα, καταστάσεις και πλοκή, δοσμένα με ξεχωριστή δύναμη, σιγουριά και μιαν αυθεντικότητα τόσο στην καταγραφή των χαρακτήρων και των προβλημάτων τους, όσο και στον τρόπο με τον οποίο η ομάδα των ηθοποιών του τα κάνει αυθεντικά στην κάθε τους λεπτομέρεια.

Αυτό που ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα τον Λόουτς είναι να δώσει μια εικόνα της καταστροφής της οικογένειας αλλά και του ίδιου του ατόμου που οφείλεται στον αδίστακτο ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς που όσο περνάει ο καιρός γίνεται και χειρότερη, οδηγώντας στη φτώχεια, στην έλλειψη εργασίας και οποιασδήποτε ασφάλειας, που μαζί με τα άλλα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας έχουν χτυπήσει όχι μόνο την Βρετανία αλλά, ακόμη περισσότερο την Ελλάδα και τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.

«Ξέρω πως η Ελλάδα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα, έχει πληρώσει για όλη αυτή την κατάσταση που έχει αποξενώσει το άτομο και την οικογένεια», απάντησε ο Λόουτς σε ερώτησή μου, πως βλέπει την κατάσταση αυτή να αναπτύσσεται στο μέλλον και να πιστεύει πως σύντομα τα πράγματα θ’ αλλάξουν. «Δυστυχώς δεν βλέπω καμιά αλλαγή στο εγγύς μέλλον», τόνισε, «αν και κάποια στιγμή σίγουρα τα πράγματα θ’ αλλάξουν.

Το κεφάλαιο και τα ακροδεξιά κόμματα χρησιμοποιούν τη μετανάστευση, την ίδια τη φτώχεια, τα fake news, για να πείσουν τον κόσμο πως άλλοι είναι υπεύθυνοι για την ανεργία και όλα τα κακά που τους συμβαίνουν. Εκείνο που χρειάζεται είναι μια δομική αλλαγή και είναι ευχάριστο πως αυτή τη στιγμή στην Αγγλία το αριστερό κόμμα (σ.σ.: των Εργατικών) έχει αποκτήσει έναν πολύ καλό αρχηγό τον Τζέρεμι Κόρμπιν, και είναι σίγουρος πως μαζί του θα μπορέσουμε να επιφέρουμε τις αλλαγές που χρειάζονται: μια σωστά εξασφαλισμένη ανθρώπινη εργασία, τη σωστή κατανομή του πλούτου, τη λήψη μέτγρων για την κλιματική αλλαγή, αλλιώτικα δεν κινδυνεύουν μόνο η οικογένειες με διάλυση αλλά και ο πλανήτης μας».

Στο «Sorry We Missed You» («Λυπούμαστε που δεν σας προλάβαμε», τίτλος που αναφέρεται στο σημείωμα που αφήνει ο πρωταγωνιστής, διανομέας πακέτων, όταν δεν βρει τα πρόσωπα στα οποία στέλνονται τα πακέτα), ο Λόουτς μας οδηγεί, για μια ακόμη φορά, στο Νιούκασλ, την αγγλική πόλη του Ντάνιελ Μπλέικ, του ήρωα της προηγούμενης ταινίας του, μια πόλη είδος μικρόκοσμου της ίδιας της Βρετανίας, για να μας γνωρίσει με μια συνηθισμένη οικογένεια, αυτή των Τέρνερ.

Μια οικογένεια, με τους γονείς, τον Κρις και την Ντέμπι, με τα δυο παιδιά τους, τον 15χρονο Σεμπ και την 11χρονη Λίζα, που ξεκίνησε τη ζωή της με ελπίδες και όνειρα, αγόρασε με δόσεις το πρώτο της σπίτι, που, με την καταστροφική οικονομική πορεία της χώρας και τον Κρις χωρίς συγκεκριμένη δουλειά, τους το πήρε η τράπεζα, μαζί με την προκαταβολή τους.

Με αποτέλεσμα, ο Κρις, που ενδιάμεσα έκανε διάφορες προσωρινές δουλειές, να αναγκαστεί να δεχτεί εργασία σε μια εταιρίας γρήγορων μεταφορών πακέτων, που, στην πραγματικότητα, όπως θα ανακαλύψει στην πορεία, δεν του εξασφαλίζει καμιά σιγουριά ή ασφάλεια για το μέλλον του, μιας και ο ίδιος θεωρείται αυτοαπασχολούμενος (franchisee, όπως τον αποκαλούν):

Ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να αγοράσει το βανάκι για τις παραδόσεις, δίνοντας προκαταβολή 1000 λίρες (που αποκτά έχοντας πουλήσει το αυτοκίνητο της γυναίκας του, με το οποίο ο Ντέμπι κάνει τις δικές της δουλειές), να ακολουθεί ένα σκληρό πρόγραμμα ταχείας παράδοσης, με πρόστιμα όταν δεν το πετυχαίνει και σε περίπτωση που μια μέρα δεν μπορεί να πάει στη δουλειά του είναι αναγκασμένος να βρει αντικαταστάτη, πληρώνοντάς τον 100 λίρες για την κάθε μέρα.

Τόσο η εξαντλητική, σκληρή δουλειά του Κρις όσο και εκείνη της Ντέμπι (ένα είδος νοσοκόμας που φροντίζει ηλικιωμένα ή και ανάπηρα πρόσωπα στα σπίτια τους) δεν αφήνουν περιθώριο για μια οικογενειακή ζωή, έτσι που κάποια στιγμή τα πράγματα αρχίζουν να χειροτερεύουν και οι οικογενειακές σχέσεις να βρίσκονται στα πρόθυρα της διάλυσης.

Το γύρισμα σύμφωνα με τη χρονολογική ακολουθία των ταινιών του (κάτι που οι πιο πολλοί σκηνοθέτες αποφεύγουν) βοηθά τον Λόουτς να δημιουργήσει τη σωστή ατμόσφαιρα και να δώσει στους ηθοποιούς του την άνεση να αναπτύξουν όσο καλύτερα και πιο πειστικά τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ρόλου τους.

Αυτό που πετυχαίνει ακόμη ο σκηνοθέτης είναι, εκτός από την καταγραφή της καταστροφικής πορείας της οικογένειας, να στήσει ενδιάμεσα και κάποιες διαφορετικές, πιο ρόδινες, δοσμένες με ανθρωπιά και στοργή για τα πρόσωπα, σκηνές όπως αυτή όπου, μετά από τις διάφορες συγκρούσεις (ιδιαίτερα πατέρα και γιου), να δούμε όλα τα μέλη της οικογένειας να τρώνε και να κάνουν αστεία όλοι μαζί ή σε μιαν άλλη, το γιο να ζητά να βοηθήσει τον τραυματισμένο πατέρα του, δείχνοντας, με το δικό του τρόπο, το μεταμέλειά του.

Στη δημιουργία της ατμόσφαραςι συμβάλλει και η φωτογραφία του Ρόμπι Ράιαν, ιδιαίτερα στην καταγραφή των χώρων όπου κινούνται ο Κρις και η οικογένειά του, τα θλιβερά, πνιγμένα στο τσιμέντο εργατικά διαμερίσματα, τους άδειους, εγκαταλειμμένους χώρους και γενικά την όψη μιας πόλης που ενώ έχει τόσα να προσφέρει, μετατρέπει τη ζωή, εξαιτίας της κατάστασης, σε αληθινή κόλαση.

Έμμεση αναφορά στους αγώνες των «κίτρινων γιλέκων» αλλά κι όλων των άλλων πρόσφατων εξεγέρσεων κάνει ο αφρικανικής καταγωγής Γάλλος σκηνοθέτης Λατζί Λι, στην ταινία του «Οι άθλιοι», ένα άμεσο, δυνατό, πολιτικό μύνημα, που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα.

Σκηνοθέτης αγωνιστικών, με πολιτικά θέματα, ντοκιμαντέρ, σκηνοθέτης της μικρού μήκους ταινίας με τον ίδιο τίτλο και θέμα («Οι άθλιοι»), ο γεννημένος στο Μονφερμέιγ, μια υποβαθμισμένη, σκληρή περιοχή στα περίχωρα του Παρισιού, εκεί που ο Βίκτωρ Ουγκό τοποθέτησε την ιστορία των δικών του «Αθλίων», ο Λατζί Λι άντλησε από την πραγματικότητα που ο ίδιος έζησε ως έφηβος το 1997, για να γράψει και να σκηνοθέτησει τη νέα του αυτή, συγκλονιστική πρέπει να πω ταινία του, που, αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη να προβλέψουμε, έχει μεγάλες πιθανότητες να είναι ανάμεσα στα φαβορί για κάποιο από τα βραβεία του φετινού φεστιβάλ.

Ο Λατζί Λι αρχίζει την ιστορία του με τους αφρικανικής καταγωγής νέους και νέες, από την περιοχή αυτή, να φτάνουν στο Παρίσι για να υποστηρίξουν τη Γαλλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο και να συμμετάσχουν στη γιορτή της νίκης, τραγουδώντας μαζί με την υπόλοιπη Γαλλία τη «Μασσαλιώτιδα». Πίσω όμως από τις γιορτές και την επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας, κρύβεται μια Γαλλία κι ένα Μονφερμέιγ που δεν έχει αλλάξει και πολύ από την εποχή του Ουγκό.

Όπως μας είχε δείξει παλιότερα και ο Ματιέ Κασοβίτς στην ταινία του «Το μίσος» (1995), περιοχές σαν κι αυτή του Μονφερμέιγ εξακολουθούν να παραμένουν υποβαθμισμένες και να κατοικούνται από ανθρώπους φτωχούς, συχνά άνεργους, από συμμορίες που εκμεταλλεύονται (μιας και δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς) και διακινούν ότι πιο αποδοτικό γι’ αυτούς (ναρκωτικά, πορνεία, και άλλα παρόμοια). Για τον έλεγχο τους, το κράτος χρησιμοποιεί μια ειδική ομάδα καταστολής του εγκλήματος που, για να μπορεί να ελέγχει (και να δημιουργεί, όπως πιστεύει) κάποια ισορροπία, στρέφεται στη χρήση βίας και εκφοβισμού.

Η πλοκή, που καλύπτει δυο μέρες, ξεκινάει με έναν αστυνομικό, τον Στεφάν, που φτάνει από άλλη περιοχή, για να συμμετάσχει στην ειδική αυτή ομάδα, που για συντρόφους έχει τον αφρικανικής καταγωγής Γκαντά και τον ρατσιστή Κρις. Από την πρώτη κιόλας περιπολία τους, με τους δυο αστυνομικούς να τρομοκρατούν και να φέρονται με βία στα νέα παιδιά της περιοχής, ο Στεφάν, παρόλο που δείχνει την δυσφορία του, συνεχίζει να συμμετέχει μαζί τους στις διάφορες «επιχειρήσεις τους: στη σιωπηλή συμφωνία που έχουν με τον μαύρο «Δήμαρχο» της περιοχής αλλά και τον αρχηγό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που επιβάλλει στα παιδιά διάφορους ηθικούς κανόνες συμπεριφοράς.

Ύστερα από ένα πρώτο, ομαλό, μέρος, όπου γνωρίζουμε τα διάφορα πρόσωπα, μαζί και μερικά από τα παιδιά που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη συνέχεια, τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν δραματικά. Μια βίαιη αντιπαράθεση με τα έφηβα παιδιά, που καταλήγει στο σοβαρό τραυματισμό ενός από αυτά, του Ίσσα, που έχει κλέψει ένα μικρό λιοντάρι από ένα τσίρκο τσιγγάνων της περιοχής, και η καταγραφή του γεγονότος από drone που κατευθύνει ένα άλλο παιδί, ο Μπαζ, θα είναι η αρχή για μια σειρά βίαιων επεισοδίων που σταδιακά θα οδηγήσουν στο πιο ανεξέλεγκτο, με απρόβλεπτες συνέπειες, ξέσπασμα.

Ο Λι αντιμετωπίζει το θέμα του με έκπληκτικό έλεγχο, καταγράφοντας, με αυθεντικότητα (εκτός από τους βασικούς ηθοποιούς πολλοί άλλοι είναι ερασιτέχνες), δίνοντας χώρο στον καθένα από τα βασικά του πρόσωπα για να μπορέσουμε να δούμε τις διάφορες πλευρές (καλές και κακές) του χαρακτήρα τους, στήνοντας τις σκηνές του (η πολύ ωραία, ρεαλιστική φωτογραφία είναι του Ζιλιέν Πουπάρ) με εξαιρετική αίσθηση του μοντάζ και του ρυθμού και αναπτύσσοντας, από ένα σημείο και μετά, το σασπένς, χωρίς όμως ποτέ να κριτικάρει τα πρόσωπά του (είτε τους αστυνομικούς είτε τους νέους), για να καταλήξει στην εκπλήκτική εξέγερση των νεαρών – εξέγερση που θα υποστήριζε και ο Ουγκό, δημιουργώντας ταυτόχρονα αναγκαία ερωτήματα για τον καθένα μας.

Η πολιτική είναι στο επίκεντρο και της άλλης ταινίας του διαγωνιστικού, της βραζιλιάνικης «Μπακουράου» των Κλέμπερ Μεντόνζα Φίλιο και Χουλιάνο Ντορνέλες, μιας πολύ επίκαιρης ταινίας σε μια περίοδο που τη χώρα κυβερνά o ακροδεξιός Μπολσονάρο. Κάποια στιγμή, στο Μπακουράου, ένα πολύ μικρό χωριό στα μακρινά «σερτάο» της βορειοανατολικής Βραζιλίας, οι λιγοστοί κάτοικοί του ανακαλύπτουν πως το χωριό τους έχει σβηστεί από τους χάρτες και τα κινητά τους έχουν πάψει να λειτουργούν. Κάποια στιγμή θ’ αρχίσουν και οι δολοφονίες ενώ το χωριό βρίσκεται εντελώς αποκλεισμένο από τον έξω κόσμο.

Αν τα πρώτα πλάνα θυμίζουν κάπως το «τσίνεμα νόβο» (ένας μάλιστα από τους σκηνοθέτες του, ο Κάρλος Ντιέγκες, είναι συμπαραγωγός στην ταινία), η συνέχεια θυμίζει τις παλιότερες βραζιλιάνικες ταινίες με καγκασέιρο και τις γκανγκστερικές αμερικανικές ταινίες. Μόνο που εδώ, δεν έχουμε τον κεντρικό ήρωα των αμερικανικών θρίλερ αλλά ένα ολόκληρο το χωριό που ξεχνάει τις; διαφορές του και ομαδικά αρχίζει να αγωνίζεται ενάντια στους εξωτερικούς, όπως ανακαλύπτουμε σταδιακά, κινδύνους (με τον ηθοποιό Ούντο Κιρ να ερμηνεύει ένα μυστηριώδη Αμερικανό πράκτορα;). Οι δυο σκηνοθέτες χρησιμοποιούν τον αγώνα αυτό των χωρικών ως είδος αλληγορίας πάνω στους οποιουσδήποτε άνισους αγώνες ή εξεγέρσεις των μικρών Δαβίδ ενάντια σε τεράσατιους Γολιάθ όπως η Αμερική του Τραμπ.

Στις εξαιρετικές ταινίες του φετινού προγράμματος και η ρωσική «Ένα μεγάλο κορίτσι» («Beanpole»), δεύτερη ταινία του 27χρονου σκηνοθέτη Καντεμίρ Μπαλάγκοβ, που είδαμε στο τμήμα «Ένα κάποπιο βλέμμα». Ηρωίδες δυο νεαρές γυναίκες, που ζουν σ’ ένα καταστρεμμένο Λένινγκραντ (τη σημερινή Αγία Πετρούπολη), το 1945, λίγο μετά τη λήξη του β’ παγκόσμιου πολέμου. Στόχος του Μπαλάγκοβ είναι να δείξει τα καταστροφικά αποτελέσματα στις δυο γυναίκες που έζησαν την πολιορκία της πόλης – με άλλα λόγια τα τραύματα ενός πολέμου που, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη εξακολουθούν να έχουν τον αντίκτυπό τους και στη σημερινή Αγία Πετρούπολη.

Η ταινία αρχίζει με τη μια γυναίκα, την ξανθή Ίγια, το «μεγάλο κορίτσι» του τίτλου, μια πανύψηλη γυναίκα, και που εργάζεται σε νοσοκομείο, να παγώνει ξαφνικά, τραύμα του πολέμου που κάθε τόσο την αφήνει ακίνητη να τρέμει. Η Ίγια εκτός από τους ασθενείς φροντίζει κι ένα μικρό αγοράκι, που η πραγματική του μητέρα είναι η στενή φίλη της Μάσια. Η αρρώστια της Ίγια θα οδηγήσει πολύ γρήγορα στο θάνατο του παιδιού, ενώ η Μάσια, που, όπως μαθαίνουμε, δεν μπορεί πια να κυοφορήσει, προσπαθεί να πείσει την Ίγια να γεννήσει γι’ αυτήν ένα άλλο παιδί.

Για τον Μπαλάγκοβ το Λένινγκραντ περιορίζεται στον ψυχικό κόσμο των δυο γυναικών και στους λιγοστούς κλειστούς χώρους όπου κινούνται (τα μίζερα δωμάτια που μοιράζονται σε άθλιες πολυκατοικίες με άλλους ένοικους και το νοσοκομείο όπου αυτές εργάζονται. Πρώην μαθητής του Αλεξάντερ Σοκούροβ, ο Μπαλάγκοβ δείχνει να έχει επηρεαστεί από το στιλ του μεγάλου αυτού «μετρ», καταφέρνοντας πάντως να δώσει τη δική του σφραγίδα στην ταινία του.

Με μεγάλης διάρκειας πλάνα, και μια κάμερα που επιμένει στα πρόσωπα και τις λεπτομέρειές τους, ο σκηνοθέτης καταγράφει τη ψυχολογική κατάσταση που περνάνε τα πρόσωπά του (είτε αυτή είναι η ηρωίδα του, είτε η Μάσια, είτε οι αθενείς στο θάλαμο όπου κινούνται και βοηθάνε οι δυο γυναίκες). Δεν είναι όμως μόνο η κάμερα και η εξαιρετική σύνθεση των πλάνων που κάνουν την ταινία του συναρπαστική, μαζί και οδυνηρή εξαιτίας των καταστάσεων που καταγράφει.

Σ’ αυτή σημαντικό ρόλο παίζουν και οι ήχοι, παράδειγμα αυτοί που ακούγονται όταν η Ίγια «παγώνει» (βαρειές, αγχώδεις αναπνοές, αλλόκοτοι ήχοι που μοιάζουν να βγαίνουν από πολύ βαθιά μέσα της), που εκφράζουν την αγωνία και την απόγνωσή της, μαζί με σκηνές ωμές, που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο τη φρίκη και τα δεινά του πολέμου. Με τις δυο πρωταγωνίστριές του, τη Βικτόρια Μιροσνιτσένκο (Ίγια) και την Βασίλισα Περελιγκίνα (Μάσια), να δίνουν εκπληκτικές ερμηνείες. Αποτέλεσμα: μαζί με την ταινία του Λόουτς να είναι μια από τις καλύτερες ταινίες του φετινού φεστιβάλ.