Σάββατο μεσημέρι  στο Μοναστηράκι.  Οσοι  έχουν γεμίσει  το πατάρι των εκδόσεων Γαβριηλίδη έχουν αφήσει πίσω τους την πολύβουη Αθήνα και μετέχουν στην ανατομία της ποίησης και της ψυχής της Χριστίνας Ντούβρη, μιας γυναίκας αφοσιωμένης με πάθος στις δύο μεγάλες της αγάπες: στην ποίηση και την τέχνη. 

Η συλλογή της με τον τίτλο «Συμφωνία κολάσεων»  και  εξώφυλλο μια μισάνοικτη πόρτα, είναι αφιερωμένη  -όπως και η ζωή της άλλωστε- στον εικαστικό Γιώργο Ξένο. Ενδεικτική της απόλυτης αφοσίωσής της στον ιδιαίτερο αυτό καλλιτέχνη και άνθρωπο είναι  η αφιέρωσή της: «στον Γιώργο Ξένο, γιατί υπάρχει».

Η εκδήλωση  ξεκίνησε με την  Τασούλα Καραγεωργίου που  συνυπηρέτησε με την  Χριστίνα Ντούβρη  ως φιλόλογος στο ελληνικό δημόσιο σχολείο. Με μεγάλη επιμέλεια η κ. Καραγεωργίου φιλοτέχνησε το πορτραίτο της φίλης και συναδέλφου της, τονίζοντας πως η συλλογή της φέρνει στην «επιφάνεια μιαν επιμελώς κρυμμένη ευαισθησία, ένα ευάλωτο στοιχείο του χαρακτήρα της  και κυρίως μια δοτικότητα που παίρνει τον χαρακτήρα αυταπάρνησης».

« (…) Η συλλογή της Χριστίνας, στο σύνολό της, έχει την έννοια μιας ψυχικής κατάθεσης με βασικούς αποδέκτες πρώτα  και κύρια τον σύντροφό της, ζωγράφο Γιώργο Ξένο, που σχολίασε εικαστικά τα ποιήματα και έβαλε τις εφιαλτικές Ερινύες του να συμμετέχουν με την αινιγματώδη όσο και απειλητική σιωπή τους στην  ενορχήστρωση αυτής της κολασμένης συμφωνίας.

Και έπειτα,  τον ποιητή Νίκο Καρούζο η σκιά του οποίου πλανάται συνεχώς και αδιαλείπτως στις σελίδες της συλλογής ικανοποιημένη που  βρίσκει δικαίωση μέσα στο κλίμα της ασίγαστης υπαρξιακής αναζήτησης που χαρακτηρίζει το βιβλίο.

Πρόκειται για δύο πόλους που έλκουν συνεχώς  την ποιητική της δημιουργία σαν τους μαγνήτες του πλατωνικού Ίωνα σφραγίζοντάς την με μιαν εικαστική οπτική που συνοδεύει πάντα την υπαρξιακή της κατάδυση. Πλείστες είναι οι χρωματικές  αναφορές: στο λυτρωτικό κίτρινο που όμως δεν έλυσε, όπως αναφέρει σε μότο, το πρόβλημα του Βαν Γκονγκ, στη μαγεία του μωβ, στο κόκκινο της παπαρούνας, στα πράσινα φύλλα και, βέβαια, στο πολλαπλώς εικαστικά κυρίαρχο, πολύσημο και αμφίσημο μαύρο».

Την σκυτάλη έπειτα πήρε ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης ο οποίος μίλησε  για «Τα ευγενή μέταλλα της κυρίας Ντούβρη», για τη χρωματική παλέτα των ποιημάτων της και την έννοια του σύμπαντος και του σκότους που ενυπάρχει στο έργο της. Ο κ. Μπαμπασάκης επεσήμανε:

«Η Ντούβρη αποφαίνεται: ῾῾Στο κίτρινο βρίσκεται/ όλη η χρωματική συμμετρία/ και η συνθετική αναρχία του σύμπαντος᾽᾽. Μας έχει προειδοποιήσει άλλωστε: ῾῾Το κίτρινο δεν έλυσε το πρόβλημα στον Van Gogh᾽᾽. Ενώ ένα άλλο ποίημα, φέρει τον τίτλο ῾῾Κίτρινο στεφάνι᾽᾽ και κλείνει με μια σφαδάζουσα αναφορά στον άλλο ταραχώδη και συνταρακτικό ζωγράφο, τον Έντβαρτ Μουνκ. Ακόμα και η μουσική μοιάζει να οιμώζει σε κίτρινο, ακόμα κι ένα βαλς, ένας οιωνεί ειδυλλιακός χορός, διαλύεται διαγράφεται διασύρεται, όπως το σύμπαν όλο που η Ντούβρη το κομματιάζει μεθοδικά, το βαλς γίνεται βαλς της απόγνωσης, και η ποιήτρια το χορεύει ῾῾αγκαλιά με το κίτρινο᾽᾽.

Σε άλλο σημείο, τόνισε: «Βαδίζει στο σύμπαν η ποιήτρια, σε ένα σύμπαν που πάσχει, δεκαετίες τώρα, από ῾῾τη μόλυνση του νοήματος᾽᾽. Βαστάει στα χέρια μια παλέτα χρώματα που κατατείνουν στο κίτρινο, και στους ώμους κουβαλάει ῾῾ένα σακίδιο ερωτηματικά᾽᾽, όπως εκείνοι οι κολασμένοι νόες, εκείνοι οι πυρπολημένοι ήρωές μας, η Τζάνις, ο Τζίμι, και ο Τζιμ, που έζησαν σαν πυραυλοκίνητα προσωκρατικά τσογλάνια κι αγγελούδια. Στο ποίημα ῾῾Κολασμένα Μυαλά᾽᾽, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζίμι Χέντριξ, και ο Τζιμ Μόρισον, σμίγουν με τον Τζακ Κέρουακ, άλλον έναν κρυφό πρωταγωνιστή της ποίησης της Ντούβρη, ναι, η Τζόπλιν, ο Χέντριξ, και ο Μόρισον περιφρονούν τις κοινωνικές εξισώσεις, ακροβατούν στην κόψη της αλήθειας, λιώνουν χορδές στον πάγκο της απελπισίας, μας θυμίζουν να μην λησμονούμε ότι μονάχα τεμαχίζοντας το ωραίο μπορούμε, ίσως, να περάσουμε στην επικράτεια της αληθείας».

Την εκδήλωση έκλεισε ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης, εστιάζοντας στο πάθος της ποιήτριας. «Το πάθος είναι η μεγαλύτερη έκφανση της ζωής και όποιος το προσβάλλει, προσβάλλει την ίδια τη ζωή. Αυτό το πάθος υπερασπίζεται η Χριστίνα Ντούβρη στο βιβλίο της «Συμφωνία κολάσεων».

Το ταλέντο της δρα ακαριαία στο χαρτί. Δεν αφέθηκε σε έναν θεό ούτε δεν στράφηκε στις ουράνιες δυνάμεις για να αναζητήσει την πρώτη ύλη της ζωής, αλλά χάθηκε, περιπλανήθηκε μέσα της, ώσπου βρέθηκε καταπρόσωπο με αυτό που την καίει.

Η απόλυτη προσήλωση στον αγαπημένο, ο θαυμασμός που της προκαλεί την κάνει να μην μπορεί να στραφεί αλλού: «Θα ήθελα να ήμουν μια φλέβα σου» ψιθυρίζει αναστατωμένη. Το πάθος της προσεγγίζει τη στιγμή που θα μπορεί να αφήσει τον εαυτό της, και τα ποιήματα τη βοηθούν να αποκτήσει αυτή την αυταπάρνηση. Φανερώνουν τη βαθύτερη επιθυμία της να γίνει η ίδια ο αγαπημένος. Και το καταφέρνει. Ο αγαπημένος, η Χριστίνα, βαδίζει μέσα στη νύχτα ήρεμη, ενώ τη φωτίζουν τρία άστρα: του Τζελαλεντίν ελ Ρουμί, του Σααντί κα της Αγίας Θηρεσίας της Άβιλα. Και οι τρεις έμπλεοι πάθους και οι τρεις αφοσιωμένοι στους αγαπημένους τους».