Η γνώμη μου πάνω στο θεατρικό έργο «Τέλος του παιχνιδιού», του πεζογράφου, ποιητή και δραματουργού Samuel Barclay Beckett, σε μετάφραση της Θάλειας Μελή – Χωλλ και σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα.

Πρόκειται για μια δραματική παράσταση με κωμικοτραγικό υπόβαθρο που πραγματεύεται τη ματαιότητα της ανθρώπινης οντότητας και το θάνατο που παραμονεύει από την αρχή της ζωής. Το ότι οι ήρωες δεν επιθυμούν να συμβιβαστούν με την ψυχική φθορά, την απελπισία, το γήρας, την απώλεια, την απομόνωση, ενώ έχουν επίγνωση του τέλους, αναδεικνύει τη δύναμη του χρόνου, ως εξέχοντα συντελεστή της φθαρτότητας και της παρακμής και επιτείνει περισσότερο την ανάγκη να ξεφύγουν από την ατομική τους φυλακή.

Ο νομπελίστας Σάμουελ Μπέκετ (Ιρλανδία 1906 – Παρίσι 1989 ), παίζει με το δίπολο ζωή – θάνατος, αναγνωρίσιμο στοιχείο στη συγγραφή του. Η αναμονή και η παρουσία του θανάτου τον σπρώχνουν στη μελέτη αυτού του σημαντικού θέματος, της υπαρξιακής αγωνίας. Το έργο γράφτηκε το 1957 στο Παρίσι, μετά από τον καταστροφικό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν το αίτημα για ειρήνη ήταν επιτακτικό.

Στο «Τέλος του παιχνιδιού», οι χαρακτήρες του έργου, βιώνουν το άφατο κενό, καθώς ο εγκλεισμός τους είναι μη αναστρέψιμος και η προσδοκία για παράταση της ζωής γίνεται ανώφελη. Το θλιβερό είναι ότι όλοι γνωρίζουν πως το τέλος δεν αργεί και όποιο παιχνίδι κι αν σκαρφιστούν ο «τοίχος» δεν θα πέσει.

Το επικείμενο τέλος είναι μια αναπόφευκτη συνθήκη, άκαμπτη και ολοκληρωτικά οδυνηρή. Προσπαθούν να βρουν νόημα με γλωσσικά / νοητικά παιχνίδια, ενεργοποιώντας και το σώμα, υποδυόμενοι ρόλους, ώστε να ξεγελάσουν προσωρινά το φόβο, την ερήμωση, το μάταιο της ελπίδας. Αναμνήσεις, εξυπνακίστικα ευρήματα, διάλογοι, επαναλήψεις, ένα διάχυτο αίσθημα παράδοξου ελέους, επιστρατεύονται μπροστά στη σκιά που τους βαραίνει, ενάντια στον προαναγγελθέντα θάνατο και στο αμετάκλητο του αφανισμού.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας, με εργαλείο την πολύ καλή μετάφραση της Θάλειας Μελή – Χωλλ, στήνει μια κατασκευή, στην οποία τα αλληγορικά νοήματα εκφράζονται επαρκώς, σε ένα χώρο άκρως μινιμαλιστικό, σκοτεινό, κλειστό, γεμάτο τρόμο και θανατερή σιωπή. Παράλληλα με τον πλούτο των ορατών και μη συμβολισμών και την ποικιλία των εικόνων, των εντυπώσεων και των σημαντικών θεμάτων που θίγονται, γίνεται συνείδηση στο κοινό πως ο απεγκλωβισμός από το πολύπτυχο οντολογικό αδιέξοδο, στον τρέχοντα και όχι μόνο χρόνο, είναι καθαρά ανθρώπινη ευθύνη, σε οικουμενική βάση.

Λόγος, έκφραση, κίνηση, άρτια επιμελημένα, στηρίζουν την πρόθεση του σκηνοθέτη να φανεί, αφενός το χιούμορ και ο σαρκασμός μέσα από την αντίφαση και τη σκηνική ακρίβεια, αφετέρου η αίσθηση του αναπότρεπτου, ως ανεπανόρθωτη τελεσίδικη έκβαση. Η τραγικότητα της πλοκής και η χαοτική / πεσιμιστική αύρα συνηγορούν σε αυτή την ψυχολογικοθριλερική διάθεση που αποπνέει όλο το έργο, με την καυστική και αιχμηρή γλώσσα και το ερεβώδες ύφος.

Παίζουν οι Δημήτρης Καταλειφός (Χαμ), Άρης Μπαλής (Κλoβ), Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη (Νελ) και Γιώργος Ζιόβας (Ναγκ).

Ο Δημήτρης Καταλειφός ενσαρκώνει τον τυφλό «ήρωα» Χαμ, που τώρα έχει ξεπέσει, με τέτοια υποκριτική ευρύτητα, ευκαμψία και επιμέλεια που μεταφέρει άμεσα το θεατή μέσα στον πυρήνα του έργου. Ο εστιασμός στο ερμηνευτικό του κέντρο, αγγίζει το τέλειο. Η συναισθηματική εναλλαγή που αφορά στις άλλοτε ωμές αποκρίσεις του και στις άλλοτε ευαίσθητες στιγμές, είναι αφοπλιστική και απογειώνει τη δραματική ένταση.

Το ότι προσπαθεί να βρει κάποιο νόημα, ενώ τα έχει εξαντλήσει όλα, όσα μέχρι τώρα επινοούσε για να ξορκίζει το αναπόδραστο τέρμα της ζωής, «προδίδει» ολοφάνερα την εκκεντρική εκφραστική ευωχία, ενός απελπισμένου ανθρώπου. Και αυτό από μόνο του είναι αληθινά καλαίσθητο και καλλιτεχνικά χυμώδες.

Η μέθεξη είναι το προϊόν που αποκομίζει ο «ανύποπτος» θεατής από την επαφή του με τη συμπεριφορά αυτού του προσώπου. Και αυτό μόνο ως ασήμαντο δεν μπορεί να οριστεί, αφού είναι το όφελος μιας σπουδαίας θεατρικής πράξης.

Τον Κλοβ παίζει ο Άρης Μπαλής, ένας αξιόλογος ηθοποιός που αποδίδει με συνέπεια την αγάπη που ένοιωθε κάποτε, αλλά τώρα προς το τέλος, δείχνει με ευστοχία το μίσος για τον Χαμ, το τυραννικό αφεντικό του, με ανάλογο προς εκείνον κυνικό τρόπο. Η συμβιωτική σχέση τους παράγει το αλατοπίπερο, έτσι ώστε οι ατάκες που διαμείβονται να προκαλούν τόσο το γέλιο, όσο και τη θλίψη.

Χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ τους.

Χαμ: τι κάνεις στην κουζίνα, αναρωτιέμαι.
Κλοβ: κοιτάζω τον τοίχο
Χαμ: και τι βλέπεις;
Κλοβ: βλέπω το φως μου να σβήνει.

Δεν αντέχει ο ένας τον άλλο, αλλά την ελεεινή κατάσταση που βιώνουν, δεν μπορεί με τίποτα να τη διαχειριστεί ο καθένας από μόνος του. Ο Κλοβ είναι τα μάτια και η κίνηση του ανήμπορου Χαμ, ο οποίος με τη σειρά τόσα χρόνια του παρέχει στέγη και τροφή.

Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη και ο Γιώργος Ζιόβας, εξαιρετικοί, συμπράττουν στην όλη ατμόσφαιρα της δυστυχίας, του γκροτέσκ και του παραλόγου. Είναι οι ανάπηροι γονείς του Χαμ που έχασαν τα πόδια τους σε δυστύχημα. Το ότι βρίσκονται μέσα σε σκουπιδοτενεκέδες, ερμηνεύεται με ποικίλους τρόπους, μέσα στο όλο χάος και τη μάστιγα της μόλυνσης και της αποξένωσης.

Ενδεικτική η πρόταση της Νελ, «δεν υπάρχει αστειότερο πράγμα από τη δυστυχία».

Τα σκηνικά αποτελούν η πολυθρόνα του Χαμ, η σκάλα, ένας τοίχος, δύο μικρά παράθυρα και οι σκουπιδοτενεκέδες. Ένα σκηνικό μίνιμαλ που μαζί με τα φθαρμένα ενδύματα ολοκληρώνουν την εικόνα της αλλοτρίωσης και της σύγχυσης πριν από το τέλος.

Τη μουσική και τη σύνθεση των ήχων υπογράφει o Σήμης Τσιλαλής, συνηγορώντας στο αλλόκοτο ύφος και στο μεταφυσικό σύμπαν. Διεύθυνση παραγωγής Κατερίνα Μπερδέκα, παραγωγή ομάδα Νάμα – Λυκόφως.

Ενδεικτικές ατάκες του έργου:

«Όσο πιο μεγάλος είναι κανείς τόσο πιο γεμάτος είναι και τόσο πιο άδειος».
«Στη γη βρισκόμαστε, σωτηρία δεν υπάρχει».

Το «Τέλος του παιχνιδιού», στο Σύγχρονο θέατρο, είναι μια παράσταση βαθιά δραματική, συμπαγής, με εύγλωττη απλότητα, ρωμαλέα εσωτερικότητα, ευέλικτη / εμπνευσμένη σκηνοθεσία και εντυπωσιακές ερμηνείες.