Η αφρικανική λογοτεχνία, η μαύρη συγγραφή, παραμένει η μεγάλη άγνωστος. Κλεισμένη στον κόσμο της, η ταλανισμένη ήπειρος των σκλάβων ζει εδώ και αιώνες, τον ξεριζωμό, τον εκτοπισμό και την προσφυγιά, κι όσες προσπάθειες κι αν έγιναν για την εθνική ανεξαρτησία της, -μετά την αποικιοκρατία- έπεσαν στο κενό.

Ακόμη και σήμερα, αντιμετωπίζεται από τον «πολιτισμένο» δυτικό κόσμο ως η ζητιάνος ή απόρριμμα της Ιστορίας, γι’ αυτό όταν η επιτροπή του Βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας την επιλέγει για να την τιμήσει, πρέπει να είμαστε αρκούντως καχύποπτοι. Δεν θέλω να υποστηρίξω ότι φετινός βραβευμένος 73χρονος Τανζανός Αμπντουλραζάκ Γκούρνα, πρέπει κατ’ ανάγκην να προσεγγιστεί ως δωρολήπτης των ενοχών της Σουηδικής Ακαδημίας.

Ωστόσο, η καταγωγή του από την νήσο Ζανζιβάρη, προτού ενωθεί το 1964 με την ηπειρωτική Τανγκανίκα, και δημιουργήσουν το νέο κράτος της Τανζανίας, είναι αυτή που χρωματίζει ή βαρύνει αν προτιμάτε, την φετινή επιλογή των Σουηδών ακαδημαϊκών. Άλλωστε, το όνομά του παραπέμπει στο μουσουλμανικό ονοματολόγιο, και ως διωκόμενος, αυτός και η οικογένειά του, καθώς ανήκε σ’ αυτό το πολιτισμικό περιβάλλον, αναγκάστηκε να εκτοπιστεί από τον γενέθλιο τόπο του.

Εκτοπισμός χωρίς αύριο

Χωρίς περιστροφές θέλω να υποστηρίξω: όταν ξημέρωσαν οι νέοι καιροί της εθνικής αυτοδιάθεσης, ο Γκούρνα, με ρίζες από την αραβική χερσόνησο, βρέθηκε το 1964 στον δρόμο, γιατί ανήκε στην μειονότητα. Οι επικυρίαρχοι της επόμενης μέρας, όσα δεινά κι αν είχαν επισυνάψει στο νησί της ανατολικής Αφρικής οι προηγούμενοι, λειτούργησαν κι αυτοί, όπως όλοι οι νικητές, εκδικητικά και τιμωρητικά. Θα επιστρέψει, μετά από είκοσι χρόνια, το 1984, όταν η διακινδύνευση στο καθόλου θαυμαστό νέο κόσμο, θα του έχει στοιχίσει την απώλεια της μητρικής γλώσσας του, των σουαχίλι.

Ενδεδυμένος την αγγλική γλώσσα, όταν βρήκε άσυλο στην Μεγάλη Βρετανία, ξέχασε τις ηχολαλιές του βρέφους, όταν βύζαινε το στήθος της μητέρας του. Μου θυμίζει τους δικούς Ζαν Μωρεάς (Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο) και Νικολά Σεγκίρ (Νικόλαος Επισκοπόπουλος), που έζησαν μία νέα λογοτεχνική ζωή στην δεύτερη πατρίδα τους. Μόνο που αυτοί προσάρμοσαν την γαλλοφωνία τους στο πνεύμα της εποχής τους, αναιρώντας ωστόσο τα δεδομένα της και ξεχώρισαν ως Γάλλοι δημιουργοί της πρωτοπορίας, αφού είχε προηγηθεί μία σύντομη ελληνόγλωσση κατάθεση τους.

Αγγλικά αντί σουαχίλι

Σε αντίθεση, ο Γκούρνα έγραψε κατευθείαν στ’ αγγλικά, και μιμούμενος το παράδειγμα του Πολωνού Γιόζεφ Κόνραντ, προσπάθησε να ρίξει την αφρικανική ματιά στην «Καρδιά του σκότους». Μόνο που δεν πρόλαβε να γράψει στα σουαχίλι και έτσι δεν πλούτισε την πρώτη γλώσσα του και δεν πλουτίστηκε αυτή από το ταλέντο του. Το Νομπέλ, όσο κι αν χαρίζει χρήματα και νέα (παγκόσμια) δημοσιότητα, δεν μπορεί να κλείσει το στόμα του Γκούρνα, γιατί δεν θέλει να εμφανίζεται ως ο καλός και αγαθός μαύρος.

Οι δημοσιογράφοι, μετά την βράβευσή του Αφρικανού φίλου, τον βομβαρδίζουν με ερωτήσεις κι αυτός αισθάνεται ότι βρίσκεται στριμωγμένος στην γωνία. Μήπως πρέπει να στρέψει νοερά το βλέμμα του προς τον πλατύ ορίζοντα του Ινδικού Ωκεανού και να νοιώσει ότι τα πέλματα των ποδιών του αρχίζουν βρέχονται από τα ωκεάνια ύδατα; Μάλλον, γιατί δεν προσπαθεί να φανεί αρεστός: Βρίσκει ότι στις κυβερνήσεις που φτιάχνουν το παγκόσμιο παιχνίδι απουσιάζει η συμπόνια και αντιμετωπίζουν τους ξένους, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες ως πρόβλημα ή ως απειλή.

Θεσμοί άθλιοι για μετανάστευση

Το σκεπτικό της επιτροπής του χρεώνει συμπονετική γνώση για τις συνέπειες της αποικιοκρατίας και τη μοίρα των προσφύγων στο χάσμα μεταξύ πολιτισμών και ηπείρων. Όμως, αυτός δεν θέλει να θαφτεί κάτω από το απαστράπτον χώμα της ανακοίνωσης. Συνεχίζει ν’ αντιδρά, παραδεχόμενος ότι το πάλαι ποτέ κραταιό Ηνωμένο Βασίλειο έχει ρίξει στο δημόσιο διάλογο τον παρελθόν της αποικιοκρατικής περιόδου του και τολμά να προβεί σε αναθεωρήσεις σχετικά με την κατίσχυση της αυτοκρατορικής ισχύος, όχι πάντα με τις πιο αναίμακτες μεθόδους.

Εν τούτοις οι θεσμοί, τολμά να υποστηρίζει, ότι δεν έχουν βελτιωθεί σε σχέση με την μετανάστευση, αλλά παραμένουν εξίσου άθλιοι κι αυταρχικοί.

Ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα δεν μπορεί να χαρεί το βραβείο, γιατί ο ξεριζωμός είναι ξεριζωμός. Κι αυτός ο ξεριζωμένος συγγραφέας τιμώρησε την χώρα υποδοχής με το βραβείο του. Γιατί εξαιτίας του μπορεί να ασκήσει κριτική στην μητριά πατρίδα, κάτι που δεν θα μπορούν άλλοι «άσημοι» ομοεθνείς του. Με κάποιο τρόπο, έγινε η φωνή όλων των ξεριζωμένων Τανζανών. Κι ας μην τον τίμησε η αγγλοφωνία με το κραταιό Βραβείο Μπούκερ της.