ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Η αναζήτηση συγχώρεσης σ’ ένα συναρπαστικό κοινωνικό ιρανικό θρίλερ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Γιάλντα, η νύχτα της συγχώρεσης

Yalda. Ιράν, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μασούντ Μπάκσι. Ηθοποιοί: Σαντάφ Ασσγκάρι, Μπεχνάζ Τζαφάρι, Μπαμπάκ Καρίμι. 89΄

Από το φεστιβάλ του Σάντανς (όπου κέρδισε και το Μέγα Ειδικό Βραβείο της επιτροπής) μας έρχεται αυτή η δεύτερη αυτή συγκινητική, δραματική ταινία του Μασούντ Μπάκσι, που το 2012 μας είχε εντυπωσιάσει με την πρώτη ταινία του «Μια αξιοπρεπής οικογένεια».

Θέμα της είναι η συγχώρεση, που δίνει η οικογένεια του θύματος στο θύτη, μέσα από ένα εξαντλητικό, αποκαλυπτικό, δοσμένη με στοιχεία θρίλερ, reality show πρόγραμμα της ιρανικής τηλεόρασης – ιδέα βασισμένη στη Γιάλντα, την ιρανική γιορτή του χειμερινού ηλιοστασίου, σ’ ένα μεγάλης θέασης talk show που προβαλλόταν στη διάρκεια του Ραμαζανίου (από το 2007 ως το 2018).

Σόου που, με βάση το εθιμικό δίκαιο, έδινε στην οικογένεια ενός θύματος δολοφονίας να συγχωρέσει τον δράστη, που γλύτωνε τη θανατική ποινή (με αντίτιμο μια μειωμένη περίοδο φυλάκισης), ενώ, ταυτόχρονα, η οικογένεια αποζημιωνόταν (και μάλιστα σημαντικά) οικονομικά.

Στην ταινία, παρακολουθούμε σε αντιπαράθεση δυο γυναίκες, τη νεαρή και φτωχή Μίριαμ (Σαντάφ Ασγκάρι), καταδικασμένη σε θάνατο για τη δολοφονία του πλούσιου, 65χρονου συζύγου της και την Μόνα, μοναχοκόρη του θύματος από άλλη σύζυγο, η οποία και πρέπει ν’ αποφασίσει αν θα συγχωρέσει τη δολοφόνο μητριά της.

Σταδιακά, μέσα από τον περιορισμένο χώρο του τηλεοπτικού πλατό, που δημιουργεί ένα κλειστοφοβικό κλίμα, με ένα γρήγορο όταν χρειάζεται ρυθμό (η ταινία διαρκεί μόλις 89 λεπτά), με ένα εξαίρετο, σφιχτοδεμένο σενάριο και με το σασπένς που πετυχαίνει να δημιουργήσει ο Μπάκσι μέσα από την όλη εξέλιξη του ασυνήθιστου αυτού «δικαστικού» (μελο)δράματος, σε αντίθεση με τις προσπάθειες του τηλεπαρουσιαστή να δημιουργήσει την ευχάριστη, εορταστική ατμόσφαιρα που απαιτεί η γιορτινή ημέρα, ανακαλύπτουμε πως η αντιπαράθεση αυτή δεν είναι και τόσο απλή όσο θέλουν να την παρουσιάσουν οι υπεύθυνοι της εκπομπής.

Η φοβισμένη Μίριαμ, αναστατωμένη από το βίντεο του ρεπορτάζ της δολοφονίας του συζύγου που παρουσιάζει η εκπομπή, και η οποία αρχικά φωνάζει «με ταπεινώνετε», αρχίζει τελικά να ξεθαρρεύει και να υπερασπίζεται τον εαυτό της, επιμένοντας στο ατύχημα, στην πραγματικότητα, που οδήγησε στο θάνατο τον σύζυγο και όχι σε προμελετημένη δολοφονία, προσπαθώντας να πείσει τα 30 εκατομμύρια θεατές που παρακολουθούν την εκπομπή και που τελικά θα ψηφίσουν αν την συγχωρούν ή όχι.

Με την Μόνα να ξεσκεπάζει την υποκρισία, τα ψέματα και το εκδικητικό μένος πίσω από τη δική της συγχώρεση που, όπως πιστεύουν όλοι, προτίθεται να απονείμει, με στόχο να πάρει τα λεφτά της αποζημίωσης και να εγκαταλείψει τη χώρα, και με ένα τρίτο πρόσωπο, τη μητέρα της Μίριαμ, να προσπαθεί να πείσει την κόρη της να περιοριστεί σε μια αναμενόμενη από όλους υποταγή. Καταστάσεις, μαζί και μια αναπάντεχη ανατροπή, που δίνουν στον σκηνοθέτη την ευκαιρία να επεκταθεί και στα κοινωνικοπολιτικά, θρησκευτικά και άλλα προβλήματα της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας, από το γάμο και την οικογένεια μέχρι τις διάφορες ταξικές συγκρούσεις, μιας κοινωνίας ουσιαστικά μεταβατικής ανάμεσα στη θρησκευτική παράδοση και τον επικείμενο εκσυγχρονισμό της, αποσπώντας ταυτόχρονα, θαυμάσιες, ρεαλιστικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς του, ιδιαίτερα τις τρεις γυναίκες του.

*** ½ – Digger

Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία: Τζώρτζης Γρηγοράκης. Σενάριο: Τζώρτζης Γρηγοράκης, Μαρία Βόττη. Ηθοποιοί: Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας, Σοφία Κόκκαλη, Θεό Αλεξάντερ. 101΄

Με τη σχέση ανάμεσα σ’ ένα πατέρα και τον αποξενωμένο γιο του, με φόντο την περιβαλλοντική καταστροφή, καταπιάνεται ο Τζώρτζης Γρηγοράκης στην πρώτη του ταινία «Digger» (βραβείο CICAE στο φετινό φεστιβάλ Βερολίνου), που πρωτοπροβλήθηκε στο 61ο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Τον μεσήλικα Νικήτα (Βαγγέλης Μουρίκης) τον συναντάμε, στα πρώτα πλάνα της ταινίας, να στέκεται και να βγάζει δυνατές κραυγές στην άκρη ενός βράχου, στη δασώδη, βουνίσια περιοχή όπου ζει, καλλιεργώντας κάστανα, καρύδια και διάφορα φρούτα, και φροντίζοντας τα ζώα του (κότες, ένα άλογο και το σκύλο του). Κραυγές, όπως θα καταλάβουμε αργότερα, ενάντια στη μεγάλη εταιρία εξόρυξης που έχει κιόλας αρχίσει να καταστρέφει, για κερδοσκοπικούς λόγους, το δάσος και την περιοχή, ενώ του προσφέρει ένα σημαντικό ποσό για να τους παραχωρήσει και τη δική του γη.

Η εταιρία εξόρυξης δεν είναι ο μόνος εχθρός του Νικήτα, όπως ανακαλύπτουμε μετά από λίγο, όταν, στην απομονωμένη στην καλύβα του στην κορφή του δάσους, καταφτάνει, ένα βράδυ, στη μοτοσυκλέτα του, ο αποξενωμένος γιος του, Γιάννης (Αργύρης Πανταζάρας), που τον πληροφορεί πως η μητέρα του (που είχε εγκαταλείψει τον Νικήτα εδώ και 20 χρόνια) έχει πεθάνει και πως ο ίδιος έχει έρθει για να απαιτήσει την κληρονομιά του – το μισό δηλαδή οικόπεδο στο οποίο ζει ο Νικήτας. Για να ξεκινήσει ένας αγώνας ανάμεσα στους δυο, με τον Νικήτα, που θέλει να κρατήσει το σπίτι και το οικόπεδό του («το κρατάω και το αγαπάω διπλά» (εννοώντας από τότε που τον εγκατέλειψε η σύζυγος), θα πει στο γιο του, ο Νικήτας, και με τον Γιάννη να προσπαθεί να τον πείσει να την πουλήσει.

Ανάμεσα στην πασαρέλα που κάνει καθημερινά με τη μηχανή του ο Γιάννης, μαζί και τις σχέσεις του με τους άλλους συνομήλικούς του στο χωριό της περιοχής (ανάμεσά τους και τη Μαρία – Σοφία Κόκκαλη – μπαργούμαν του μοναδικού κέντρου του χωριού, με την οποία αρχίζει και μια ερωτική σχέση) και τη σύγκρουσή του με τον πατέρα του (σύγκρουση που κάποια στιγμή φτάνει σε δραματικό αποκορύφωμα) με τον Νικήτα να προσπαθεί να φροντίσει την περιουσία του από τις κατολισθήσεις που με κάθε βροχή βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή του και να σώσει το δάσος που με την παρουσία της εταιρίας εξόρυξης έχει αρχίζει να αποψιλώνεται επικίνδυνα, παρακολουθούμε και τις ατέλειωτες συγκρούσεις ανάμεσα στους κατοίκους, από τη μια, εκείνους που δέχονται την προσφορά της εταιρίας για να πουλήσουν τα κτήματά τους κι από την άλλη, εκείνους που εξακολουθούν να μάχονται για τη διάσωση του δάσους και του περιβάλλοντος – «το τελευταίο οχυρό», όπως λέει η Μαρία στον Γιάννη, που εξακολουθεί να υπερασπίζεται την πώληση του δικού τους κτήματος.

«Σύγχρονο γουέστερν» χαρακτηρίζει ο σκηνοθέτης την ταινία του. Με τη σύγκρουση ανάμεσα στο γιο και τον πατέρα να θυμίζει αντίστοιχους πεισματάρηδες άντρες της αμερικανικής εποποιίας, όπως και τη σύγκρουση ανάμεσα στους κατοίκους του χωριού και την εταιρία εξόρυξης να θυμίζουν τους αγώνες των πιονιέρων της αμερικανικής Δύσης ενάντια στους αγελαδοτρόφους που κατέστρεφαν τους ελεύθερους ανοιχτούς ορίζοντες.

Σύγκρουση που ο Γρηγοράκης αντιπαραθέτει με τη φύση και την ομορφιά της – με τα δέντρα, τη βροχή και το κτήμα του Νικήτα, περικυκλωμένο με άγρια βλάστηση, βουτηγμένο στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα του φθινοπώρου, όλα δοσμένα με μια φωτογραφία (του Γιώργου Καρβελά) που δίνει μια ελεγειακή, ποιητική ομορφιά στους χώρους. Και με τον, με λεπτομέρεια και πειστικότητα, αναπτυγμένο χαρακτήρα του Νικήτα, που ερμηνεύει με πάθος και δύναμη ο Βαγγέλης Μουρίκης.

*** Υποσχόμενη νέα γυναίκα

Promising Young Woman. Βρετανία/ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Έμεραλντ Φένερ. Ηθοποιοί: , Κάρεϊ Μάλιγκαν, Μπο Μπέρνχαμ, Άλισον Μπρι, Κλάνσι Μπράουν. 113΄

Το δράμα με το σασπένς και το θρίλερ, ανάμιχτο με μαύρο συχνά χιούμορ, χρησιμοποιεί η ηθοποιός («Ο έρωτας της Βιρτζίνια Γουλφ», το τηλεοπτικό «Το στέμμα», κ.ά.) και πρόσφατα σκηνοθέτρια, Έμεραλτν Φένερ, στην πρώτη αυτή σκηνοθεσία της, μια τολμηρή συνολικά ταινία, που την οδήγησε σε 5 υποψηφιότητες για Όσκαρ (ανάμεσά τους και καλύτερης ταινίας) για να κερδίσει τελικά το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου, καθώς και διάφορα άλλα βραβεία (BAFTA, κ.ά.).

Πρόκειται για μια #MeToo ματιά πάνω σε επίκαιρα προβλήματα της σύγχρονης, που εξακολουθεί να παραμένει macho κοινωνίας μας, μέσα από την ιστορία μιας 30χρονης γυναίκας, με τραυματική από τα σπουδαστικά της χρόνια εμπειρία (την αυτοκτονία της πιο στενής της φίλης εξαιτίας του ομαδικού βιασμού της σ’ ένα κολεγιακό πάρτι), αποφασισμένη να εκδικηθεί τους άντρες που στόχο έχουν το βιασμό ανυπεράσπιστων γυναικών, με την Φένερ να επιλέγει ένα κωμικό, φανταχτερό, διασκεδαστικό, με ωραίο διάλογο και φόντο έξυπνα επιλεγμένα τραγούδια (που συχνά μοιάζουν με nursery rhymes), στιλ.

Η Κάσι της ταινίας (εξαιρετική στο ρόλο η Κάρεϊ Μάλιγκαν) είναι μια ελκυστική, φαινομενικά γλυκιά (κάτι σαν κούκλα Μπάρμπι) 30χρονη γυναίκα, που η τραυματική της εμπειρία την οδήγησε να εγκαταλείψει τις ιατρικές σπουδές της, να εξακολουθεί να ζει με τη μητέρα της και να εργάζεται σερβιτόρα σε καφετέρια. Πίσω όμως από αυτή την απατηλή αυτή κρύβεται μια γυναίκα εκδικητική γυναίκα που θέλει να επιβάλει τη δική της, προσωπική εκδίκηση.

Προσποιούμενη τη μεθυσμένη, σε σκηνές βουτηγμένες σε neon χρώματα και με τα πιασάρικα τραγούδια που ανάφερα, η Κάσι αφήνεται να παρασυρθεί από άντρες υποψήφιους βιαστές για να τους ταπεινώσει με το δικό της τρόπο, όταν την τελευταία στιγμή πετάγεται για να τους παρουσιαστεί εντελώς ξεμέθυστη, και με την Φένερ να χρησιμοποιεί το χιούμορ και το γκροτέσκο για να ξεσκεπάσει τον τρόμο και τελικά την ανικανότητά τους αλλά και γενικά μια «ομαλή» κατάσταση που δέχεται αναντίρρητα μια σύγχρονη ανδροκρατούμενη κοινωνία.

Η εμφάνιση του Ράιαν, ενός με κατανόηση, από το σπουδαστικό παρελθόν της, νέου θα οδηγήσει σε ένα ερωτικό διάλειμμα και θα αλλάξει εν μέρει τη στάση της Κάσι, αν και τα πράγματα δεν παραμένουν όπως αρχικά παρουσιάζονται, οδηγώντας σε μια σειρά ανατροπές πριν από το τελικό φινάλε.

*½ – Μαχητές των δρόμων 9

Fast & Furious 9. ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Τζάστιν Λιν. Σενάριο: Ντάνιελ Κέισι, Τζάστιν Λιν, Αλφρέντο Μποτέλο. Ηθοποιοί: Βαν Ντίζελ. Μισέλ Ροντρίγκεζ, Τζορντάνα Μπρούστερ. 145΄

Μετά από τόσες «συνέχειες» του διάσημου franchise, φτάνουμε στο νούμερο 9 με ακόμη περισσότερες μπερδεμένες, παράλογες (αν προτιμάτε, ηλίθιες) ιστορίες που δίνουν στον σκηνοθέτη Τζάστιν Λιν (έλειψε για ένα διάστημα σε κάποιες ταινίες τις σειράς) αν στήσει ατέλειωτες, τρελές καταδιώξεις, με αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες και ότι άλλο κινείται, απίθανες καταστροφές (μπράβο στους stunt men και τους υπεύθυνους των ειδικών εφέ) και, ένα με εκκωφαντικούς ήχους γρήγορο ρυθμό. Με τον Βαν Ντίζελ στο ρόλο του Ντομ να τα βάζει με τον μικρότερο, κακό αδερφό του και την πολύ καλή Σάιφερ (Σαρλίν Θέρον) για να σώσει την ανθρωπότητα! Δράση: 10 βαθμούς! Μυαλό: 0!

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Ερωτική επιθυμία

In the Mood For Love. Χονγκ Κονγκ/Κίνα, 2000. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γουόνγκ Καρ-Γουάι. Ηθοποιοί: Τόνι Λέουνγκ, Μάγκι Τσέουνγκ, Πινγκ Λαμ Σίου. 98΄

«Ο κινηματογράφος είναι σαν τον καμβά του ζωγράφου. Βάζεις εκεί αυτά που αισθάνεσαι, αυτά που φαντάζεσαι, αυτά που σε συγκινούν. Η ιστορία είναι η δικαιολογία για να χρησιμοποιήσεις χρώματα, διάφορες οπτικές, προοπτικές, ό,τι θέλεις», μου είχε πει σε μια παλιά του συνέντευξη ο Κινέζος σκηνοθέτης Γουόνγκ Καρ Γουάι. Ακριβώς αυτά τα αισθήματα και οι συγκινήσεις, με τα πλούσια, εντυπωσιακά, ασυνήθιστα χρώματα, κυριαρχούν στις καλύτερες ταινίες του πρωτοπόρου αυτού σκηνοθέτη του Χονγκ Κονγκ («Chungking Express», «Έκπτωτοι άγγελοι», «Ευτυχισμένοι μαζί», «ερωτική επιθυμία»), που τον επέβαλαν ως έναν από τους πιο πρωτότυπους και συναρπαστικούς σκηνοθέτες του σύγχρονου ασιατικού κινηματογράφου.

Μεταμοντέρνος δημιουργός, που ξέφυγε από το πλαίσιο του συνηθισμένου, για «pulp» κατανάλωση, κινηματογράφου του Χονγκ Κονγκ αλλά και από τα διάφορα εξωτικά στοιχεία που συνδυάζονται με τον ασιατικό κινηματογράφο, χρησιμοποιώντας και ανατρέποντας στοιχεία από τις παραδοσιακές ταινίες του Χονγκ Κονγκ, αλλά και επιδράσεις από ένα γενικότερο χώρο (μαζί και της λογοτεχνίας), ο Γουόνγκ Καρ Γουάι κατάφερε να φτιάξει ταινίες ενάντια στην παράδοση, έρ4γα που είχαν, και που εξακολουθούν να έχουν, διεθνή απήχηση.

Στην ταινία του «Ερωτική επιθυμία», και μια από τις καλύτερές του, ο Γουόνγκ Καρ Γουάι αφηγείται μια όμορφη, υποβλητική, μινιμαλιστική ερωτική ιστορία εποχής, στο Χονγκ Κονγκ του 1962, με τους δυο γείτονες εραστές (στους ρόλους, οι τακτικοί πρωταγωνιστές του, Τόνι Λέουνγκ και Μάγκι Τσέουνγκ), παντρεμένους με αδιάφορους, που συχνά λείπουν από το σπίτι τους συντρόφους(θα μάθουν στη συνέχεια πως έχουν ερωτικό δεσμό μεταξύ τους), να καταπιέζουν τα αισθήματά τους και να αποφεύγουν να τα ολοκληρώσουν.

«Αν κάνουμε κι εμείς το ίδιο, δεν θα είμαστε καλύτεροι από αυτούς», λένε και αποφεύγουν την οποιαδήποτε επαφή. Μπορεί να τους θεωρήσουμε αδύναμους, στην πραγματικότητα όμως, πίσω από τους δισταγμούς και τις αποφάσεις τους κρύβεται μια ηθική στάση, Αυτή που τους κάνε4ι να ξεχωρίζουν αλλά και που θα τους βασανίζει ολόκληρη τη ζωή τους. Μπορεί η ερωτική ατμόσφαιρα (the mood for love, όπως πολύ πετυχημένα λέει και ο αγγλικός τίτλος της ταινίας) να κυριαρχεί (και στην οποία συμβάλλουν και τα τραγούδια, με επικεφαλής εκείνα του Νατ Κινγκ Κόουλ), να αγγίζει και να βασανίζει το σώμα και τις ψυχές τους.

Εκείνο που πετυχαίνει πάνω απ’ όλα ο σκηνοθέτης είναι να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα, με τον άλλο τακτικό συνεργάτη του, Κρίστοφερ Ντόιλ να δημιουργεί, με την βαθιά κόκκινα και κίτρινα χρώματα της φωτογραφίας του, το φως, τις αναλαμπές αλλά και τις σκοτεινές εκείνες πτυχές που παραπέμπουν στο φιλμ νουάρ, αλλά και όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που εκφράζουν με το παίξιμό τους τους οι δυο πρωταγωνιστές, με τις εκφράσεις, τις κινήσεις, το βλέμμα (ναι, το βλέμμα που κυριαρχεί!), καθώς και τα παιχνίδια τους (όταν παριστάνουν τους άπιστους συζύγους) και τις καθημερινές ασχολίες τους (παράδειγμα οι εξαιρετικές σκηνές με την Τσέουνγκ να πηγαίνει στο μαγαζί με τα νουντλς για ν’ αγοράσει το φαγητό της). Ίσως σε μια άλλη ιστορία ο έρωτας αυτός να οδηγούσε στη λύτρωση, σε ένα άλλο ανώτερο επίπεδο. Σ’ αυτήν όμως ο έρωτας παραμένει ανολοκλήρωτος. Και παρόλο που δεν υπάρχει το χάπι-εντ, η αίσθησή του όμως είναι ζωντανή και σε αγγίζει και σε γοητεύει.

**** Το δυστύχημα

Accident. Βρετανία, 1967. Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Λόουζι. Σενάριο: Χάρολντ Πίντερ, από βιβλίο Νίκολας Μόσλι. Ηθοποιοί: Ντερκ Μπόγκαρντ, Στάνλεϊ Μπέικερ, Ζακλίν Σασάρντ, Μάικλ Γιορκ, Βίβιαν Μέρτσαντ, Ντελφίν Σερίγκ, Αλεξάντερ Νοξ, Χάρολντ Πίντερ. 105΄

Ο Χάρολντ Πίντερ συναντά τον Χίτσκοκ στο δραματικό αυτό θρίλερ γύρω από την απιστία και τα μοιραία επακόλουθά της, που σκηνοθέτησε με εξαιρετική μαεστρία ο αυτοεξόριστος τότε στο Λονδίνο (θύμα του μακαρθισμού) Τζόζεφ Λόουζι. Πρωταγωνιστές είναι δυο καθηγητές του πανεπιστήμιου της Οξφόρδης, ο συγγραφέας και χωρισμένος από τη γυναίκα του, Τσάρλι (Στάνλεϊ Μπέικερ) και ο παντρεμένος με δυο παιδιά και έγκυο για τρίτη φορά γυναίκα, Στίβεν (Ντερκ Μπόγκαρντ), Στο μάτι όμως έχουν μια ελκυστική Αυστριακή φοιτήτρια, την Άννα (Ζακλίν Σασάρντ), αρραβωνιασμένη με τον φοιτητή Γουίλιαμ (Μάικλ Γιορκ). Από τους δυο, εκείνος που καταφέρνει να την αποπλανήσει είναι ο Τσάρλι, όταν όμως προσπαθεί να κάνει το ίδιο και ο Στίβεν, τα πράγματα στραβώνουν για να βρούμε μια άκρη στο «δυστύχημα» του τίτλου, δυστύχημα στο οποίο είχαμε κιόλας γίνει μάρτυρες στα πρώτα πλάνα της ταινίας.

Με ένα σενάριο που, με βάση το πιντερικό ελλειπτικό στιλ, όπου δεν λέγονται πολλά αλλά υπονοούνται πολύ περισσότερα, ανακατεύοντας ταυτόχρονα τη χρονική ακολουθία, με ανατροπές και καταστάσεις που θυμίζουν τον Χίτσκοκ, ο Λόουζι παρακολουθεί με άνεση και σιγουριά τα τέσσερα αυτά πρόσωπα στη διάρκεια ενός καλοκαιριού, ακολουθώντας και καταγράφοντας με την κάμερά του (η ωραία φωτογραφία είναι του εξαίρετου Τζέρι Φίσερ), με λεπτή συχνά ειρωνεία, τόσο τις διάφορες πανεπιστημιακές ιεροτελεστίες όσο και τις κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις, μαζί και τις αλλαγές ελέγχου και τα σκληρά παιχνίδια εξουσίας, ανάμεσα στα διάφορα πρόσωπα, οδηγώντας στο δυστύχημα εκείνο όπου τα πράγματα παίρνουν την τελική τους πορεία.

Εξαιρετικές όλες οι ερμηνείες ενός θαυμάσιου καστ, με πρώτους στη λίστα τον Ντερκ Μπόγκαρντ (ήδη είχε δείξει τη μεγάλη γκάμα του ταλέντου του στην άλλη ταινία του Λόουζι, «Ο υπηρέτης») και τον Στάνλεϊ Μπέικερ (ακόμη ένας ηθοποιός που είχε ήδη δείξει το ταλέντο του σε προηγούμενη ταινία του Λόουζι, το The Criminal).