Η συγγραφέας Υγείας και δημοσιογράφος, Ιωάννα Λάκα, επισκέφθηκε τον γνωστό χειρουργό οφθαλμίατρο, Βασίλη Λιαράκο και συζήτησαν για δύο φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν όλους μας, την πρεσβυωπία και την ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας.

Ερ: Κύριε Λιαράκο, σχεδόν όλοι μας θα εμφανίσουμε πρεσβυωπία αργά ή γρήγορα. Τι ακριβώς συμβαίνει, όμως, στο μάτι μας όταν αποκτάμε πρεσβυωπία;

Απ: Πράγματι, όλοι μας θα εμφανίσουμε πρεσβυωπία μετά την ηλικία των 40-45 ετών. Η πρεσβυωπία σχετίζεται με την προοδευτική μείωση της κοντινής όρασης και οφείλεται σε αλλαγές και φθορά του κρυσταλλοειδούς φακού του ματιού που χάνει την ικανότητα να προσαρμόζει στις κοντινές αποστάσεις. Η σύγχρονη τεχνολογία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτές τις αλλαγές στην προσαρμοστικότητα του φυσικού μας φακού αλλά είναι σε θέση να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια σε αρκετές περιπτώσεις με διάφορες εναλλακτικές λύσεις που εξατομικεύονται σε κάθε περίπτωση.

Ερ: Ποια ειναι τα κύρια συμπτώματα της πρεσβυωπίας;

Απ: Το κυρίαρχο σύμπτωμα της πρεσβυωπίας είναι η θολή όραση για κοντά. Αρχικά αυτή η θολούρα αφορά σε αντικείμενα που δεν φωτίζονται σωστά (π.χ. οδικός χάρτης στο αυτοκίνητο το βράδυ) . Συχνά δημιουργεί συμπτώματα κεφαλαλγίας, «πίεσης» και «βάρους» στα μάτια. Όχι σπάνια ασθενείς μετά την οπτική διόρθωση της πρεσβυωπίας τους αναφέρουν και βελτίωση σε άλλα μη ειδικά οφθαλμολογικά συμπτώματα, όπως δακρύρροιας και ερυθρότητας.

Ερ: Όλοι γνωρίζουμε ότι η πρεσβυωπία δεν θεραπέυεται τόσο εύκολα όσο η μυωπία. Εν έτει σχεδόν 2020 όμως έχουν εμφανιστεί νέες μέθοδοι αντιμετώπισης;

Απ: Φυσικά και έχουν γίνει μεγάλα βήματα για την αντιμετώπιση της πρεσβυωπίας. Μετά την διεθνή επικράτηση της Διαθλαστικής Χειρουργικής και ειδικά της μεθόδου LASIK, έχουμε συνηθίσει να αναζητούμε τη διόρθωση “διαθλαστικών” προβλημάτων στην επιφάνεια του ματιού (στον κερατοειδή). Έτσι λοιπόν, πολλές τεχνικές LASER έχουν αναπτυχθεί για τη «διόρθωση» της πρεσβυωπίας. Το PresbyLASIK κάνει μια πολυεστιακή φωτοαφαίρεση σε διάφορες ζώνες και με διαφορετικά πρωτόκολλα, διατηρώντας σε ένα βαθμό τη στερέοψη, αλλά εισάγοντας συχνά διαταραχές στην ποιότητα της όρασης. Εάν το αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί τον ασθενή, είναι δύσκολα αναστρέψιμο.

Ερ: Εκτός από το PresbyLASIK τι άλλο νέο υπάρχει;

Απ: Το Monovision μπορεί να αυξήσει το βάθος πεδίου και να διασφαλίσει ευκρινή μακρινή και κοντινή όραση, θυσιάζοντας τμήμα της στερέοψης. Το αποτέλεσμα είναι αναστρέψιμο και μια επικουρική χρήση γυαλιών μπορεί να βελτιώσει το αποτέλεσμα. Τα ενδοκερατοειδικά ενθέματα “διορθώνουν” την πρεσβυωπία στο ένα μόνο μάτι και δουλεύουν με το πρότυπο του “στενοπικού δίσκου”. Το μάτι βλέπει μέσα από μια μικρή κεντρική τρυπούλα, με αποτέλεσμα να αυξάνει το βάθος πεδίου και το εύρος εστίασης. Σε περίπτωση «δυσλειτουργίας» του φακού, που είναι πλέον μετρήσιμη με ειδική τεχνολογία, υπάρχει η επιλογή της διαθλαστικής αντικατάστασης του φακού με ένθεση πολυεστιακών ή μονοεστιακών ενδοφακών (σε συνδυασμό με monovision). Ενίοτε αυτή μπορεί να είναι και η μοναδική διαθέσιμη επιλογή, πχ σε υψηλές υπερμετρωπίες ή μυωπίες ή όταν η ανατομία του κερατοειδούς δεν επιτρέπει LASER.

Ερ: Ας περάσουμε λοιπόν και στο επόμενο θέμα που μας απασχολέι, την ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Εξηγείστε μας περί τίνος πρόκειται.

Απ: Η Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς Κηλίδας είναι μια πάθηση, η οποία σχετίζεται με τη μεγάλη ηλικία και η οποία προοδευτικά καταστρέφει την κεντρική όραση. Η κεντρική όραση είναι απαραίτητη για να βλέπει κανείς μικρές λεπτομέρειες, καθαρά τα αντικείμενα και είναι βασική για καθημερινές δραστηριότητες, όπως είναι το διάβασμα και η οδήγηση. Η ωχρά κηλίδα βρίσκεται στο κέντρο του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, ο οποίος είναι ένας φωτοευαίσθητος ιστός στο πίσω κομμάτι του ματιού.

Ερ: Μάλιστα κύριε Λιαράκο, και η πάθηση αυτή εμφανίζεται σε διάφορες μορφές;

Απ: Η Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς Κηλίδας εμφανίζεται σε δυο μορφές: την υγρή και την ξηρή. Η Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς Κηλίδας υγρού τύπου, εμφανίζεται όταν ανώμαλα παθολογικά αγγεία αρχίζουν να σχηματίζονται κάτω από την ωχρά. Αυτά τα παθολογικά νέα αγγεία είναι πολύ εύθραυστα και πολύ συχνά εμφανίζουν διαρροή αίματος και υγρού. Η συλλογή αίματος και υγρού ανασηκώνει την ωχρά από την φυσιολογική της θέση στο πίσω τμήμα του ματιού. Η βλάβη στην ωχρά γίνεται πολύ γρήγορα. Η Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς Κηλίδας ξηρού τύπου εμφανίζεται όταν τα φωτοευαίσθητα κύτταρα στην ωχρά κηλίδα καταστρέφονται σιγά σιγά, έτσι ώστε να μειώνεται η όραση σταδιακά στα μάτια. Καθώς η ξηρή Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς Κηλίδας χειροτερεύει, είναι δυνατόν να παρατηρήσετε ένα θολό σημείο στο κέντρο της όρασής σας. Με την πάροδο του χρόνου, οι λειτουργίες της ωχράς κηλίδας μειώνονται και συνεπώς η κεντρική όραση χάνεται.

Ερ: Ποια είναι τα καμπανάκια που πρέπει να προσέξουμε ώστε να αντιληφθούμε εγκαίρως οτι πάσχουμε από ηλικιακή εκφύλιση;

Απ: Ένα πρώιμο σύμπτωμα της υγρής Ηλικιακής Εκφύλισης της Ωχράς Κηλίδας είναι ότι οι ευθείες γραμμές εμφανίζονται κυματιστές. Αν προσέξετε τέτοιες αλλαγές στην όρασή σας πρέπει να επικοινωνήσετε με τον οφθαλμίατρό σας αμέσως. Χρειάζεστε επειγόντως μια ολοκληρωμένη εξέταση, η οποία να περιλαμβάνει και εξέταση του βυθού μετά από διαστολή της κόρης. Το πιο κοινό σύμπτωμα της Ηλικιακής Εκφύλισης της Ωχράς Κηλίδας ξηρού τύπου, είναι ελαφρώς θολωμένη όραση. Είναι πιθανόν να έχετε δυσκολία να αναγνωρίσετε πρόσωπα. Μπορεί επίσης να χρειάζεστε περισσότερο φως για να διαβάσετε ή για να εκτελέσετε άλλες δραστηριότητες. Η Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς ξηρού τύπου, κατά κανόνα επηρεάζει και τα δυο μάτια, αλλά η απώλεια της όρασης μπορεί να προηγηθεί στο ένα μάτι. Ενενήντα τοις εκατό των ασθενών με Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς Κηλίδας έχουν την ξηρή μορφή.

Ερ: Πώς γίνεται η διάγνωση της ηλικιακής εκφύλισης ωχράς κηλίδας;

Απ: Η έγκυρη διάγνωση γίνεται μόνο από τον οφθαλμίατρο με έλεγχο του αμφιβληστροειδούς με βυθοσκόπηση και έλεγχο των αγγείων του βυθού με φλουραγγειογραφία ή αγγειογραφία ινδοκυανίνης. Η πλέον συνήθης όμως διαγνωστική εξέταση είναι ένα είδος αξονικής τομογραφίας, η οπτική τομογραφία συνοχής, που επιτρέπει την ανάλυση όλων των δομών και των στοιβάδων στην περιοχή της ωχράς κηλίδας.

Ερ: Πότε εμφανίζεται συνήθως η ηλικιακή εκφύλιση και ποιοι ειναι οι παράγοντες κινδύνου που ενισχύουν τις πιθανότητες εμφάνισης της;

Απ: Η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας εμφανίζεται συνήθως σε άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών, όμως ορισμένες μορφές της νόσου μπορεί να προσβάλουν και νεαρότερα άτομα. Η πάθηση μπορεί να οφείλεται σε κληρονομικά αίτια ωστόσο η ηλικία, η διατροφή, το κάπνισμα και η έκθεση στον ήλιο είναι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση της. Άτομα με οικογενειακό ιστορικό συνιστάται να κάνουν συχνότερα έλεγχο γιατί ο κίνδυνος να εμφανίσουν την ασθένεια είναι μεγαλύτερος.

Ερ: Τελευταίο και σημαντικότερο, υπάρχει δυνατότητα απαλλαγής από την πάθηση;

Απ: Στην εκφύλιση της ωχράς κηλίδας ξηρού τύπου δεν υπάρχει θεραπευτική αγωγή γι’ αυτό συνιστάται η λήψη προληπτικών μέτρων και ο συχνός έλεγχος για ανίχνευση τυχόν αλλαγών στην όραση. Σε ποσοστό περίπου 30% υπάρχει κίνδυνος μετατροπής της εκφύλισης ξηρού τύπου σε υγρού τύπου. Για την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου συνιστάται η λήψη ειδικών συμπληρωμάτων διατροφής και πολυβιταμινούχων σκευασμάτων σε συνεννόηση με τον οφθαλμίατρο, η αποφυγή του καπνίσματος, η χρήση γυαλιών ηλίου με ειδικά φίλτρα για προστασία από την υπεριώδη ακτινοβολία, η υιοθέτηση μιας ισορροπημένης διατροφής, η ρύθμιση της πίεσης και της χοληστερίνης και ο συχνός αυτοέλεγχος με τη χρήση του πίνακα του Amsler για τον έγκαιρο εντοπισμό των αλλαγών στην όραση.

Ερ: Και όσον αφορά την εκφύλιση της ωχράς κηλίδας υγρού τύπου τι θεραπείες εφαρμόζονται;

Απ: Για την αντιμετώπιση της εκφύλισης της ωχράς κηλίδας υγρού τύπου χρησιμοποιούνται ουσίες που εμποδίζουν την παραγωγή του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα, όπως η ρανιμπιζουμάμπη και η αφλιμπερσέπτη. Οι ουσίες αυτές μειώνουν τη διαρροή και το οίδημα διότι περιορίζουν την ανάπτυξη των παθολογικών αιμοφόρων αγγείων. Χορηγούνται με ένεση εντός του οφθαλμού από εξειδικευμένο οφθαλμίατρο σε συνθήκες αποστείρωσης και σε περιβάλλον χειρουργείου υπό τοπική αναισθησία. Η διαδικασία είναι σύντομη, σχεδόν ανώδυνη και δεν απαιτεί παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο. Το θεραπευτικό σχήμα ξεκινάει συνήθως με τρεις μηνιαίες εγχύσεις, μία κάθε μήνα για τους τρεις πρώτους μήνες, με επανάληψη στη συνέχεια ανάλογα με την πορεία της νόσου. Το απαραίτητο χρονικό διάστημα για την εκτίμηση του αποτελέσματος κάθε ένεσης είναι ένας μήνας.