Της Ζωής Τόλη

Το «Λαχταρώ», (Crave), της Sarah Kane παρουσιάζεται στο θέατρο Ροές, σε μετάφραση Μάνου Λαμπράκη και σκηνοθεσία του ανερχόμενου Χρήστου Τζιούκαλια. Είναι το προτελευταίο έργο της πρωτοποριακής βρετανίδας συγγραφέως ( 3/02/1971 – 10/02/1999, που το έγραψε ένα χρόνο πριν αυτοκτονήσει.

Άξιο λόγου είναι ότι πετυχαίνοντας την υπέρβαση της προηγούμενης δραματουργικής της γραφής, δημιουργεί μια αληθινή συμμετρία , από φωνές, γεμάτες ρυθμό και λυρισμό, χωρίς όμως να θυσιάζεται στο ελάχιστο η αυθεντικότητα του λόγου. Στην Ελλάδα η πρώτη παράσταση του Crave ανέβηκε το 2003, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, στο θέατρο Κυκλάδων.

Τους εναρμονισμένους στο θέμα φωτισμούς επιμελήθηκε ο Γιάννης Δρακουλαράκος, την υποβλητική μουσική και τα σχεδόν ζοφερά σκηνικά φρόντισε ο Χρήστος Τζιούκαλιας. Παραγωγή TooFarEast Productions.

Παίζουν: Άντζελα Μπρούσκου, Παρθενόπη Μπουζούρη, Φελίς Τόπη, Κωνσταντίνος Μαργαρίτης.

Παράσταση με μήνυμα ανθρωπιστικό, όπως αυτό απορρέει μέσα από τις κραυγές, το αποσπασματικό παρελθόν, τις ανελέητες ενοχές, τον ταραχώδη λόγο των χαρακτήρων. Πρόκειται για ένα γριφώδες, φρενήρες και δύσκολο θεατρικό σύγγραμμα με μπόλικες δόσεις ψυχολογικού ντελίριου που εστιάζει στην αναγκαιότητα της συλλογικότητας και της συναίνεσης. Με σεβασμό στην ανθρώπινη μονάδα, δηλώνει το βασικό αίτημα της επιλογής και του αγώνα, ως θεμελιώδες υπαρξιακό δικαίωμα. Τέσσερα πρόσωπα, δύο γυναίκες και δύο άνδρες δρουν με εφαλτήρα το κάδρο μιας ανάμνησης, σε μη συμβατικό τόπο.

Ο φέρελπις Χρήστος Τζιούκαλιας, σκηνοθετεί μια παράσταση μέσα σε ένα περιβάλλον σκιερό και grotesque, με ποιητικό λόγο που συγκλονίζει και ένα ηχόχρωμα που εκτινάσσει τη δραματικότητα στα ύψη. Την κραυγή για έρωτα και την αναπόδραστη «συνάντηση» με τους προσωπικούς εφιάλτες των προσώπων, απέδωσε με μέτρο, χωρίς δυσνόητους μοντερνισμούς.. Ο θεατής νιώθει την επικινδυνότητα της ψυχοσύνθεσής των «ηρώων», σε ένα ανελέητο κυνήγι της ευτυχίας, με το δίπολο προσμονή – εξόντωση, να κρέμεται από πάνω τους και τον έρωτα, απρόβλεπτη δύναμη να κινεί τα νήματα.

Η απώλεια του εαυτού σε ψυχικό και σωματικό επίπεδο, αποτελεί το μεγάλο ρίσκο, αυτής της αποφασιστικά απελπισμένης συμπεριφοράς. Εγκλωβισμένοι σε ηθελημένες ή όχι φυλακίσεις, «οι δράστες», έρμαια της τύχης και των επιλογών τους, λαχταρούν αυτό που θα τους λυτρώσει, είτε είναι ζωή είτε θάνατος. Η σφοδρή επιθυμία να περάσουν από το σκοτάδι στο φως αποτυπώνει την τραγική κλιμάκωση του συναισθηματικού άξονα, που διατρέχει τον κορμό της θεατρικής αυτής περιπέτειας.

Οι ερμηνείες στηρίζουν την προοπτική του κειμένου και δικαιώνουν τις προθέσεις του σκηνοθέτη.Έτσι ιχνογραφείται ένας σπαραγμός για ζωή μέσα από τα ερεβώδη τούνελ του μυαλού και την ψυχοσωματική τους δυσκαμψία.

Η Άντζελα Μπρούσκου, φιγούρα με γοτθικές αναφορές, ενισχύει την ακρότητα και το υπερβολικό που υφέρπουν, απόλυτα κεντραρισμένη στο ρόλο που ενδύεται. Πολύ καλή, η Παρθενόπη Μπουζούρη που κινείται στο ρυθμό των λέξεων και των νοημάτων, με διακριτή ευελιξία σε ένα χαώδες τοπίο. Αξιοπρεπής η Φελίς Τόπη, η οποία ανταποκρίθηκε με σεβασμό και αξιοσύνη στην πρόκληση της υποκριτικής τέχνης. Ο Κωνσταντίνος Μαργαρίτης, άμεσος και πειστικός.

Μια παράσταση – διαμαρτυρία σε κάθε μορφή καθωσπρεπισμού και κανονικότητας, ένα αφιέρωμα στο κάθε είδους ξεγύμνωμα του μύχιου εαυτού και στην απρόσκοπτη έκθεση στον «απέναντι». Κυριαρχεί η εναγώνια επίκληση, σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, που θα δράσει εξαγνιστικά για τους τέσσερις χαρακτήρες, με έντονη την παρουσία της σεξουαλικής επιθυμίας. Ένας έρωτας που θα ξορκίσει την ασφυξία μιας προβλέψιμης ζωής, θα μαλακώσει τον πόνο και θα αφανίσει το κακό και τις ενοχικές σκέψεις που τους εγκλωβίζουν. Θα διώξει τις βασανιστικές συμβάσεις μιας μίζερης συνθηκολόγησης με το «συνηθισμένο» και την όποια καταθλιπτική αδράνεια που αυτόματα προκύπτει. Αδράνεια, εγκατάλειψη, απουσία, μοναξιά, παραπέμπουν στην Έρημη Χώρα του Τόμας Έλιοτ.

Το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως, δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε έχει πάντα happy end. Η απομόνωση κόντρα στη διαφυγή, το ψέμα ενάντια στην αλήθεια, η οδύνη απέναντι στη χαρά, σκιαγραφούν το βιογραφικό της ζωής ή του θανάτου. Αυτή είναι η χαρτογράφηση της δράσης τους, δηλαδή σαφέστατα ένα ολιστικό μπλοκάρισμα. Ως απότοκο εμφανίζεται αδήριτη η ανάγκη της επικοινωνίας, της αλληλενέργειας και της ανθρώπινης επαφής / συνύπαρξης.
Αυτά είναι τα θέματα που απασχόλησαν τη Σάρα Κέην, στη σύντομη ζωή της. Μία νεαρή συγγραφέας τόλμησε να παρουσιάσει με ωμό τρόπο την υποκρισία, τη διαφθορά και τον δηθενισμό μιας συντηρητικής και εσωστρεφούς κοινωνίας, σε μια ταραγμένη εποχή, πράγμα που ήγειρε πολλές αντιδράσεις.

«Βιαστείτε παρακαλώ, είναι ώρα», βασική ατάκα του έργου που μιλάει για την επιδίωξη της λάμψης της αγάπης, ως το μόνο αντίδοτο για την απόλυτη αυτοδιάθεση και το αίσθημα του «ανήκειν».

«Λαχταρώ», μία συγκροτημένη, συλλογική θεατρική απόπειρα, με δομή, ευφωνία και ποιητική οπτικοποίηση.