Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Ο πατέρας

The Father. ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία: Φλόριαν Ζέλερ. Σενάριο: Φλόριαν Ζέλερ, Κρίστοφερ Χάμπτον. Ηθοποιοί: Άντονι Χόπκινς, Ολίβια Κόουλμαν, Μαρκ Γκάτις, Ολίβια Γουίλιαμς, Ρούφους Σιούελ. 97΄

Ένα ρολόι – με άλλα λόγια η ώρα – παίζει σημαντικό ρόλο στον «Πατέρα», πρώτη σκηνοθεσία του συγγραφέα Φλόριαν Ζέλερ, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό του έργο. Το ρολόι που «χάνει» και αναζητά, και που κάθε τόσο βρίσκει, ο 80χρονος Λονδρέζος Άντονι (Άντονι Χόπκινς), που έχει αρχίσει να υποκύπτει στην άνοια.

Η ταινία αρχίζει ήρεμα με την Αν (Ολίβια Κόουλμαν) να διασχίζει μιαν εύπορη συνοικία του Λονδίνου και να φτάνει στο διαμέρισμα όπου ζει ο πατέρας της για να του παραπονεθεί που έδιωξε με σκληρό τρόπο τη νεαρή βοηθό που είχε προσλάβει για να τον φροντίζει και να του αναγγείλει πως πρέπει να δεχτεί βοηθό μια και η ίδια σχεδιάζει να μετακομίσει μόνιμα στο Παρίσι για να ζήσει με τον άντρα που ερωτεύτηκε.

Σύντομα η φαινομενική ηρεμία μετατρέπεται σε έντονο οικογενειακό δράμα, με την Αν να προσπαθεί να συγκρατήσει την αγανάκτηση, ακόμη και την οργή της, και να φερθεί όσο πιο μαλακά και στοργικά στον πατέρα της τον οποίο νοιάζεται πραγματικά, και τον Άντονι να προσπαθεί να συγκρατήσει τον πανικό του και να την πείσει πως μπορεί να διαχειριστεί κάλλιστα τον εαυτό του χωρίς καμία βοήθεια, αν και η απόφαση της Αν να μετακομίσει στο Παρίσι τον έχει στην πραγματικότητα τρομοκρατήσει. Κι είναι χάρη στην εκπληκτική ερμηνεία του βραβευμένου για δεύτερη φορά με Όσκαρ Χόπκινς που η αγωνία αυτή, μαζί με την αίσθηση τρόμου, που του δημιουργεί η ξαφνική αυτή αναγγελία της κόρης του, που η ταινία αποκτά όλη τη δύναμη της.

Η αίσθηση της εγκατάλειψης («ώστε με εγκαταλείπεις», της λέει μόλις του αναγγέλλει την απόφαση της να πάει στο Παρίσι) και της ανασφάλειας, η πεισματική άρνηση της αποδοχής της άνοιας, το μπέρδεμα του νου αλλά και του χώρου (ποτέ δεν είμαστε σίγουροι, όπως και ο Άντονι, αν το διαμέρισμα είναι το δικό του ή της Άν), η χωρίς λογική εμφάνιση και εξαφάνιση διάφορων προσώπων (ξαφνικά ένας άγνωστος στον Άντονι άντρας εμφανίζεται στο διαμέρισμα του υποστηρίζοντας πως αυτό είναι το δικό του), η ανάμιξη παρόντος και παρελθόντος, τόσο χάρη στο εξαιρετικό μοντάζ του υποψηφίου για Όσκαρ Έλληνα Γιώργου Λαμπρινού, όσο και στην τέλεια ελεγχόμενη σκηνοθεσία του Ζέλερ, δημιουργούν την αποπνικτική ατμόσφαιρα του μυαλού του Άντονι (η πιο ίσως κοντινή ταινία που το κατάφερε αυτό να είναι η «Αγάπη» του Μίκαελ Χάνεκε), που, όπως ήδη ανάφερα, δίνεται τέλεια μέσα από τη δυνατή, συχνά σπαρακτική, πραγματικά μεγάλης γκάμας, ερμηνεία του Άντονι Χόπκινς (σίγουρα την καλύτερη του).

Χωρίς να υποβαθμίζουμε και την εξίσου εξαιρετική ερμηνεία της Ολίβια Κόουλμαν, που, μπροστά στον άρρωστο πατέρα, προσπαθεί, με διάφορους τρόπους, να συγκρατήσει την απελπισία, συχνά και την οργή της, μπροστά σε ένα πατέρα που όμως δεν έχει πάψει να αγαπά και να φροντίζει.

*** Νίκος Καρούζος: ο δρόμος για το έαρ

Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία: Γιάννης Καρπούζης. Σενάριο: Ανδρέας Βακαλιού, Ηλίας Λιατσόπουλος. Αφηγητής/πρωταγωνιστής: Δημήτρης Καταλειφός.


«Οι ποιητές και οι φιλόσοφοι είναι κηλίδες ανώφελες», λέει κάποια στιγμή στο πολύ καλό αυτό, δοσμένο με ποιητική διάθεση ντοκιμαντέρ/δοκίμιο του Γιάννη Καρπούζη, ο «καταραμένος» στην πραγματικότητα Έλληνας ποιητής Νίκος Καρούζος, που το σημαντικό έργο του χρειάζεται ακόμη μεγάλη σπουδή και ανάλυση. Σημαντικό πρέπει να τονίσω, γιατί δυστυχώς οι άσχετες ως συνήθως επιτροπές στις οποίες αναθέτει την έρευνα το υπουργείο Πολιτισμού, το «μελέτησαν» για να χαρακτηρίσουν τον Καρούζο ως «συγγραφέα β´ κατηγορίας» και να του δώσουν ψίχουλα για τιμητική σύνταξη, όπως αναφέρεται σε κάποιο σημείο της ταινίας.

Το ντοκιμαντέρ μέσα από το ταξίδι/πορεία του ερευνητή Καταλειφού μας οδηγεί μέσα από την ταραχώδη ζωή του ποιητή, από το Ναύπλιο όπου γεννήθηκε, περνώντας από την Αθήνα και τη Μακρόνησο, τον τον τόπο εξορίας του τότε νεαρού και μελους της ΕΠΟΝ σπουδαστή, διασχίζοντας την Κροστάνδη και τη Στοκχόλμη, για να καταλήξει και πάλι στην Αθήνα, όπου, σε μια προχωρημένη πια ηλικία και υπό την επήρεια του ποτού «έβγαινε η έμπνευση αλλά και η κόλαση» που μας χάρισαν μερικά από τα καλύτερα ποιήματα του. Ποιήματα γεμάτα από το υπαρξιακό άγχος του ποιητή που όμως δεν έπαψε να είναι και άτομο πολιτικό – «ένας ποιητής δεν επιτρέπεται να είναι απολίτικος, άλλο να είναι μονήρης», όπως τόνιζε.

Με αρχειακό υλικό, φιλμ από newsreel και home movies (που δίνουν την αίσθηση του παλιού κινηματογράφου αλλά μια ματιά πάνω στο υλικό που θυμίζει τις ταινίες του Τζίγκα Βερτόφ) , με συνεντεύξεις (ανάμεσά τους και με τους Τίτο Πατρίκιο, Γιώργο Ξένο και Τάσο Γουδέλη), καθώς με δραματοποιημένες σκηνές, που συνδυάζει έντεχνα με το υπόλοιπο υλικό του, ο σκηνοθέτης κατάφερε να αναπλάσει την όλη περιπετειώδη, συχνά και βασανιστική, πορεία ενός από τους πιο σημαντικούς ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς μας.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Πέρσι στο Μάριενμπαντ

L’ annee derniere a Marienbad. Γαλλία, 1961. Μαυρόασπρη. Σκην: Αλέν Ρενέ. Σεν: Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ. Φωτ: Σασά Βιερνί. Μουσ: Φρανσίς Σερίγκ. Ντεκ: Ζακ Σολνιέ. Ηθ: Τζιόρτζιο Αλμπερτάτζι, Ντελφίν Σερίγκ, Σασά Πιτοέφ. Διάρκεια: 94 λεπτά.

Η ποίηση, ο σουρεαλισμός και η μαγεία είναι τα τρία βασικά στοιχεία που κυριαρχούν στην ταινία αυτή του Αλέν Ρενέ, που ήδη, το 1959, με την ταινία του, “Χιροσίμα, αγάπη μου” είχε κάνει μιαν εκπληκτική πρώτη εμφάνιση στον τομέα της ταινίας μεγάλου μήκους, εντυπωσιάζοντας το κοινό του φεστιβάλ των Κανών. Η ταινία αρχίζει με τη φωνή του αφηγητή (Αλμπερτάτζι) ενώ η κάμερα προχωρεί αργά σ’ ένα τεράστιο, μπαρόκ ξενοδοχείο, σε κάποια λουτρόπολη, εξετάζοντας τα έπιπλα, τους μεγάλους, ατέλειωτους διαδρόμους, τις περίκομψα διακοσμημένες οροφές και τους λαμπερούς καθρέφτες για να καταλήξει σ’ ένα τεράστιο σαλόνι όπου ένα ακίνητο κοινό παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση.

Σταδιακά, μέσα από μισόλογα και κομμάτια από διαλόγους κι ένα φιλολογικό-ποιητικό κείμενο του εκπροσώπου του “νουβό ρομάν”, Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ, μέσα από απομονωμένα πρόσωπα ή ομάδες τοποθετημένες στους χώρους, συχνά ακίνητες, όπου κυριαρχεί ένα έντονο στιλιζάρισμα, αρχίζουμε να μαθαίνουμε ορισμένα στοιχεία γύρω από τα τρία βασικά πρόσωπα της ταινίας: μια κλεισμένη στον εαυτό της, σιωπηλή, ντυμένη κομψά, γυναίκα (Σερτίγκ) που βρίσκεται στο ξενοδοχείο μαζί μ’ ένα βλοσυρό άντρα (Πιτοέφ), που πιθανό να είναι σύζυγός της κι ένα ελκυστικό ξένο (τον αφηγητή) που επιμένει, παρά την άρνηση της γυναίκας, ότι είχαν μια ερωτική σχέση πριν από ένα χρόνο, ίσως σε μια άλλη λουτρόπολη, το Μάριενμπαντ, ίσως στην ίδια λουτρόπολη που βρίσκονται τώρα, και ότι είχαν δώσει ραντεβού να ξανασυναντηθούν τώρα.

Ποτέ δεν είμαστε σίγουροι για το τί πράγματι συνέβηκε. Συναντήθηκαν οι δυο τους, η γυναίκα τού είχε υποσχεθεί να φύγει μαζί του και τώρα δεν τολμά να το κάνει, ή μήπως όλα αυτά είναι στη φαντασία του άντρα ή ακόμη, μήπως πρόκειται για κάτι που θα γίνει στο μέλλον; Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Αυτά που συνέβησαν πέρσι, ή που ίσως να συνέβησαν, μπορεί και να συμβαίνουν τώρα. Ή όλα μπορεί να είναι ένα όνειρο. Μέχρι και σήμερα, ο “παραδοσιακός” κινηματογράφος δεν έχει δώσει μια πιο πρωτοποριακή, πιο αβάν-γκαρντ, ταινία από το “Πέρσι στο Μάριενμπαντ”.

Μια ταινία που στην πραγματικότητα δυσκολεύεται να κατατάξει κανείς, ταινία που ανατρέπει τον αφηγηματικό κινηματογράφο για να φτιάξει τη δική της πρωτότυπη, ευρηματική, απρόσμενη πορεία. Γι’ αυτό κι όταν η ταινία πρωτοπροβλήθηκε δίχασε κοινό και κριτική: με ορισμένους να την χαιρετίζουν ως αριστούργημα κι άλλους να σοκάρονται με το πρωτότυπο ύφος της.

Ο Ρενέ κινεί τα πρόσωπά του (ή μήπως θα έπρεπε να πω τις φιγούρες του) σαν πιόνια σε σκακιέρα, σε σημείο που σε μια (από τις πιο όμορφες της ταινίας) σκηνή (που συνδυάζει την ομορφιά ενός πίνακα του ΝτεΚίρικο μ’ ένα πίνακα του Ντουανιέ Ρουσό), γυρισμένη, όπως και η υπόλοιπη ταινία, σε μαυρόασπρο φιλμ (η έξοχη φωτογραφία είναι του Σασά Βιερνί), που προβάλλεται στο σχήμα του σινεμασκόπ, να βλέπουμε τους πελάτες του ξενοδοχείου σ’ ένα τεράστιο, γεωμετρικά διευθετημένο, σαν κομμάτι γλυπτικής, κήπο, ακίνητους, με τις σκιές τους (βαμμένες στην πραγματικότητα στο χώμα) ν’ απλώνονται δίπλα τους αντίθετα, με τους γεωμετρικά κλαδεμένους θάμνους που δεν ρίχνουν καθόλου σκιά.

Ενώ η γυναίκα, άλλοτε ντυμένη στ’ άσπρα (συνήθως στις αναδρομές στο παρελθόν) κι άλλοτε στα μαύρα, με φτερά και μια πόζα που θυμίζει τις βαμπ του βωβού (στο νου έρχονται οι ταινίες του Λουί Φεγιάντ, ιδιαίτερα η Μισιδόρα των ‘Βαμπίρ’) περιφέρεται σαν μορφή ενός άπιαστου ονείρου, με κινήσεις προμελετημένες στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, ανακατεύοντας το παρελθόν με το παρόν, την αλήθεια με το ψέμα, τη φαντασία με την πραγματικότητα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυστηρίου αλλά και ατόφιας ποίησης. Ένα έργο ύμνος στην ομορφιά της εικόνας αλλά και του λόγου, με άλλα λόγια ένα καθαρό αριστούργημα.