Ενας θησαυρός από ένα πλήθος ερωτημάτων που χάραξαν πάνω σε μολύβδινα ελάσματα οι πιστοί του Διός και της Διώνης στο Μαντείο της Δωδώνης προτείνονται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού στο πρόγραμμα της UNESCO «Μνήμη του Κόσμου» (International Memory of the World Register).

Πρόκειται για χρηστήρια-πινάκια, όπως λέγονται, τα οποία μας αποκαλύπτουν τις αγωνίες των απλών ανθρώπων για τη μοίρα που τους επιφυλάσσεται στο άμεσο μέλλον. Τα θέματα που τους απασχολούν αφορούν το γάμο, τη γονιμότητα, την  ευημερία των παιδιών, την τύχη στις επαγγελματικές επιλογές. Είναι πολύ χαρακτηριστική η ερώτηση που θέτει μια γυναίκα για τον άντρα της που είναι άρρωστος:«Δία και σεβαστή Διώνη, θα μείνω χήρα σύντομα;» η οποία επανέρχεται ρωτώντας » Κι εγώ, θα ξαναπαντρευτώ;»

Το Μαντείο της Δωδώνης είναι το αρχαιότερο στην ελληνική επικράτεια αφού η ίδρυσή του ανάγεται στο 2.600 π.Χ. Τον φάκελο της υποψηφιότητας προ την UNESCO συνέταξε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων και επιμελήθηκε η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Στη συνέχεια προωθήθηκε σε συνεργασία με την Ελληνική Εθνική Επιτροπή για την UNESCO ενώ φέρει την υποστήριξη της τοπικής κοινωνίας, του Δήμου Δωδώνης και της επιστημονικής κοινότητας.

Τα χρηστήρια πινάκια της Δωδώνης είναι τμήματα από εύθραυστα, λεπτά φύλλα μολύβδου, πάνω στα οποία χαράσσονταν τα ερωτήματα των προσκυνητών του μαντείου, αλλά και η χρησμοδότηση που λάμβαναν. Εχουν εντοπιστεί και δημοσιευτεί 4.216 επιγραφές, που χρονολογούνται με βάση τη γραφή, από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. έως τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Αποτελούν ένα μοναδικό σύνολο παγκοσμίως που δίνει πολύτιμα στοιχεία για τη γλώσσα, τη θρησκεία και την κοινωνία της εποχής.

Με την αφορμή της κατάθεσης της υποψηφιότητας, την Παρασκευή 19 Νοεμβρίου, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Το πρόγραμμα της UNESCO «Μνήμη του Κόσμου» έχει βασικό του στόχο την διαφύλαξη -από την λήθη και την φθορά- και την ανάδειξη –μέσω της πλήρους προσβασιμότητας- της «τεκμηριωμένης κληρονομιάς» της ανθρωπότητας, δηλαδή χειρόγραφα, εικονογραφήσεις, αρχειακό υλικό, ταινίες κ.ά. Τα χρηστήρια πινάκια περιλαμβάνουν πληροφορίες, σχεδόν για κάθε πτυχή της κλασικής και ελληνιστικής Ελλάδας.

Έτσι, αναδεικνύονται ζητήματα κοινωνικά, όπως η απελευθέρωση δούλων, η αντιμετώπιση της φτώχειας, η μετανάστευση, αλλά και εμπορικά ή οικονομικά, όπως οι παραγωγές μαλλιού και σιτηρών, η εξέλιξη συναλλαγών, η δυνατότητα εξόφλησης χρεών, καθώς και ζητήματα από τον κόσμο των συναισθημάτων, όπως η πορεία του γάμου, η δυνατότητα τεκνοποιίας, η αντιμετώπιση της χηρείας ή της απιστίας.

Παράλληλα, παρέχεται πλήθος επιγραφικών δεδομένων, όπως η μορφή και η εξέλιξη των γραμμάτων ή η διατύπωση του συμπυκνωμένου λόγου. Η αξία του συνόλου των χρηστηρίων ελασμάτων της Δωδώνης έγκειται στην μοναδικότητα αυτού του υλικού, το οποίο συμβάλλει ουσιαστικά στις γνώσεις μας για την αρχαία ελληνική θρησκεία, αλλά και για την καθημερινή ζωή των αρχαίων Eλλήνων, οι αγωνίες των οποίων ήταν αντίστοιχες των σημερινών.

Η εγγραφή των χρηστηρίων πινακίων της Δωδώνης στον Κατάλογο της UNESCO «Μνήμη του Κόσμου», ενός προγράμματος που επιδιώκει να διαφυλάξει από τη λήθη τα σημαντικότερα γραπτά τεκμήρια της ανθρωπότητας, αναμένεται να προδώσει πολλαπλά οφέλη, όχι μόνον στο μοναδικό αυτό αρχαιολογικό σύνολο –το μεγαλύτερο μέρος του οποίου φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων- που θα προβληθεί παγκοσμίως μέσω του διεθνούς οργανισμού, αλλά και στον εξαιρετικά σημαντικό αρχαιολογικό χώρο της Δωδώνης και στο Μουσείο των Ιωαννίνων».

Μια ακόμα ιδιαιτερότητα του συνόλου των ενεπίγραφων πινακίων της Δωδώνης, συνίσταται στο γεγονός πως η μεγάλη πλειονότητα του είναι γραμμένη από απλούς ανθρώπους ή από εκπροσώπους τους, δίνοντας με τον τρόπο αυτό προσωπική φωνή σε εκατοντάδες απλούς και καθημερινούς ανθρώπους που δεν είχαν τη δυνατότητα έκφρασης σε άλλα μέσα. Από αυτή την αδιαμεσολάβητη φωνή γινόμαστε μάρτυρες για τα άγχη, τις αγωνίες και τα καθημερινά προβλήματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που ελάχιστα διαφέρουν από τα αντίστοιχα σημερινά.

Εφόσον η Διεθνής Συμβουλευτική Επιτροπή του Προγράμματος προκρίνει την εγγραφή των πινακίων της Δωδώνης στον αντίστοιχο Κατάλογο, θα πρόκειται για την δεύτερη ελληνική εγγραφή. Η πρώτη ελληνική αφορά στον Πάπυρο του Δερβενίου, το οποίο αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο βιβλίο της Ευρώπης, χρονολογούμενο στον 4ο αι. π.Χ., ενώ το περιεχόμενό του φέρεται να αφορά σε παλαιότερο κείμενο του 5ου αι. π.Χ.»

Το αρχαίο ιερό

Το ιερό της Δωδώνης βρίσκεται στη στενή κοιλάδα ανατολικά του Τόμαρου. Στην αρχαιότητα αποτελούσε το θρησκευτικό κέντρο της βορειοδυτικής Ελλάδας. Η Δωδώνη ήταν γνωστή για το ξακουστό μαντείο, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν το αρχαιότερο στην ελληνική επικράτεια, στοιχείο που επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές του στα ομηρικά έπη.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει μύθο, που του είπαν οι ιερείς, όταν επισκέφθηκε τη Δωδώνη: από τη Θήβα της Αιγύπτου ξεκίνησαν δύο μαύρα περιστέρια (πελειάδες), από τα οποία το ένα πήγε στη Λιβύη, όπου ιδρύθηκε το ιερό του Άμμωνα Δία, και το άλλο ήλθε στη Δωδώνη και κάθισε επάνω σε μία βελανιδιά, το ιερό δένδρο του Δία, και με ανθρώπινη ομιλία υπέδειξε το σημείο όπου έπρεπε να ιδρυθεί το μαντείο του θεού. Από το θρόισμα των φύλλων του δένδρου και από το πέταγμα των πουλιών που φώλιαζαν σε αυτό, οι μάντεις ερμήνευαν τη βούληση του πατέρα των θεών.

Οι χρησμοί δίνονταν και με βάση το κελάρυσμα των νερών της ιερής πηγής και από τον ήχο χάλκινων λεβήτων που στέκονταν πάνω σε τρίποδες γύρω από το ιερό δένδροι αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαίωσαν την αρχαιότητα του χώρου, καθώς η χρήση της θέσης ανάγεται στην Εποχή του Χαλκού. Η πρώτη λατρεία φαίνεται πως ήταν αυτή της θεάς Γης ή κάποιας γυναικείας θεότητας σχετικής με τη γονιμότητα, ενώ η λατρεία του Δία εισήχθη στη Δωδώνη από τους Σελλούς, κλάδο των Θεσπρωτών, και σύντομα εξελίχθηκε σε κυρίαρχη λατρεία. Μαζί του λατρευόταν η Διώνη, σύζυγός του, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ενώ σταδιακά προστέθηκε και η λατρεία της κόρης τους Αφροδίτης, και αυτή της Θέμιδας, που λατρευόταν μαζί με τη Διώνη ως «νάιοι θεοί», δηλαδή σύνοικοι και σύνναιοι του Δία.

Στην αρχική του μορφή το ιερό ήταν υπαίθριο και οι διάφορες τελετουργίες πραγματοποιούνταν γύρω από το ιερό δένδρο. Από τον 8ο αιώνα π.Χ. έφθαναν στο ιερό και αφιερώματα από τη νότια Ελλάδα, ιδιαίτερα χάλκινοι τρίποδες, αγαλματίδια, κοσμήματα και όπλα, γεγονός που σχετίζεται και με την εγκατάσταση αποίκων από ελληνικές πόλεις στις ηπειρωτικές ακτές.

Η αρχή της οικοδομικής δραστηριότητας τοποθετείται στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., όταν κατασκευάσθηκε ο πρώτος μικρός ναός του Δία και τρεις ιωνικές στοές. Η μεγαλύτερη άνθηση σημειώθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου (297-272 π.Χ.), ο οποίος έδωσε στο ιερό μνημειακό χαρακτήρα με την κατασκευή ναών, θεάτρου, βουλευτηρίου πρυτανείου και σταδίου. Ο χώρος καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς, αλλά ανοικοδομήθηκε και λειτούργησε μέχρι το 167 π.Χ., οπότε καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Νέες καταστροφές προκλήθηκαν στο ιερό το 88 π.Χ. από το Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορα, ηγεμόνα της σατραπείας του Πόντου, και τους Θράκες πολεμιστές του.

Το ιερό λειτούργησε με άλλο χαρακτήρα κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ το θέατρό του μετατράπηκε σε αρένα, την οποία επισκέφθηκε ο αυτοκράτορας Αδριανός γύρω στο 132 μ.Χ. Το μαντείο και οι γιορτές προς τιμή του Δία συνέχισαν να προσελκύουν τους πιστούς μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν η αρχαία λατρεία αντικαταστάθηκε από το Χριστιανισμό και στον χώρο του ιερού οικοδομήθηκαν χριστιανικές βασιλικές, ενώ η ιερή βελανιδιά κόπηκε.