Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Μια παλιά ιταλική λέξη που του άρεσε γιατί είχε μουσικότητα, και παρά τον καπνό που διοχέτευε, πέρασε στο λεξιλόγιό του. Την έβλεπε ως τελείωμα στα πλοία, καθώς κάπνιζε αφήνοντας πίσω της νέφη, σύννεφα και συννεφάκια.

Τα πρώτα ήταν σαν να εκρήγνυται ένα κτίριο από αεροπορική επιδρομή, τα δεύτερα σαν να χτυπούσαν  οι θερινές μέρες με ανείπωτη φωταψία τις νύχτες και να νικούσαν οι δεύτερες, τα τρίτα όταν καίγεται η φωτοβολίδα μέχρι το σημείο που σβήνει σαν κερί που το φυσάει  αναίτια αναπνοή.

Όλη αυτή τη σκηνοθεσία και τη σκηνογραφία την είχε στο μυαλό του, χωρίς να τον βαρύνει. Δεν χρειάζονταν δα να σκέφτεται σε τι θα τού ήταν χρήσιμο το φουγάρο, εκτός κι αν ήθελε να κουράσει τον εαυτό σου, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να χαθεί η εικόνα, ο ήχος και το νόημα της λέξης.

Ωστόσο, εκείνη την ημέρα, αν και δεν αναχωρούσαν τα πλοία, καθότι είχε απαγορευτεί ο απόπλους μέχρι να παραγγελθούν οι νέες στολές για ναυτιλλομένους, κατέβηκεν εις τον λιμένα δια να ατενίσει πέραν των ελλιμενισμένων πλοίων. «Γυμνοί ταξιδεύαμε τότε»,. σκέφτηκε και νοερά πέρασε πάνω από το κεφάλι ένας γάντζος που το πάνω μέρος του είχε έναν κόμπο για να κρατάει το σχοινί που σήκωνε ένα τετράποδο.

Μετά  την εξελόθρευση των δίποδων, όσα είχαν απομείνει διέθεταν ένα πόδι και μάλιστα τεχνητό για να στηρίζονται. Ένα και μοναδικό που είχε την μορφή στύλου, με τέτοιο τρόπο σκαλισμένου, ώστε να συστρέφεται όχι όμως σαν φίδι την ώρα της ασφυξίας του θηράματος, αλλά όπως ο αναβάτης σε δίκυκλη μηχανή περιστρέφεται σε κύκλο γνωρίζοντας ότι αν χάσει την ισορροπία του, θα οφειλόταν ότι εκείνη την στιγμή σώμα και σκέψη είχαν ξεχωρίσει.

Έπεσε με δύναμη το τετράποδο πάνω στο κατάστρωμα, αν και απουσίαζε ο,τιδήποτε το ανθρώπινο, ώστε να αισθανθεί ο Παρατηρητής ότι λειτουργεί η πράξη φορτώνω-ξεφορτώνω. Σαν να είχαν όλα τα πράγματα του λιμένος φορτωθεί και ξεφορτωθεί. Από τα βαριά έως τα ελαφριά. Δεν είχε αδειάσει από ήχους ο τόπος, αφού δεν ήταν ποτέ πλήρης.

Σήκωσε το ένα χέρι του, μάλλον σήκωσε και τα δύο χέρια του και ξεχώρισαν δύο δάχτυλα από το καθένα σχηματίζοντας το σήμα της νίκης, σαν να προσπαθούσε να στείλει νικηφόρο αποχαιρετισμό στο τετράποδο, κι ενώ δεν περίμενε ανταπόκριση, άκουσε έναν ήχο από ξεκουρδισμένη κιθάρα. Κι ακολούθησαν κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι ήχοι από το ίδιο όργανο. Ακούστηκε ένα σύρσιμο επί του καταστρώματος, κι νάσου μονοπόδαρα πλάσματα, τα οποία άρχισαν να χορεύουν σαν να διέθεταν ελατήρια.

Προσήλωσε το βλέμμα του στην άνωκάτω κίνηση κι όσο δεν αποσπούσε την προσοχή του από αυτή, πέρασε σε άλλη διάσταση, σαν να απουσίαζε από το σώμα του, ενώ αισθανόταν, είχε συνείδηση του απορριγμένου. Είχε, χωρίς να το καταλάβει, αφού δεν μεσολάβησε ακριβώς ο μετρημένος χρόνος, μεταμορφωθεί σ’ ένα ελατήριο από πάνω έως κάτω. Έπεσε κάτω κι άρχισε να γυρνάει γύρω από το μεταλλικό έλασμα, όχι τροχός, καθόλου κύλινδρος, σαν ξεκουρδισμένο ελατήριο που έχει τεντωθεί μέχρι το σημείο εκείνο που έχει χάσει την ελαστικότητά του, αλλά κρατάει την δομή της κατασκευής του σε αχρηστία.

‘Αρχισαν να χορεύουν κυκλοτερώς γύρω από τον εαυτό τους, άναρχα περιστρέφονταν, ξανά και ξανά, χτυπούσαν ηλεκτρικές κιθάρες, μετά γδούπου, με τέτοια ένταση, ώστε οι χορδές έσπασαν και γίναν χίλια μικρά ελατήρια, από την ίδια ύλη με το ανθρωποελατήριο. Μόλις τα είδε συγκινήθηκε, τον πήραν τα κλάματα, έκλαιγε γοερά, γιατί έβλεπε να καταστρέφεται η κτίση ή τελοσπάντων ότι είχε απομείνει από τα κτιστά.  Γιατί δεν μπορούσες να αισθανθείς το κομματιασμένα ελατήρια σαν κάτι που με την αφή σου θέλεις να το χαϊδέψεις.

Ωστόσο, εκείνη την ημέρα δεν αναχωρούσαν ούτε τα τρένα. Είχαν κι αυτά παραμείνει ακίνητα στα μηχανοστάσια τους. Κάτι κιβώτια που είχαν ξεμείνει από την προηγούμενη φορτωτική, έγραφαν πάνω την΄λέξη «Εύθραστον» σε πολλές γλώσσες. Έτσι κανείς δεν τολμούσε να τα πλησιάσει, με τον φόβο ότι η λέξη δεν είχε μόνον μία σημασία. Όπως ήταν τυπωμένη πάνω στο ξύλο ήταν λίγο καμένα τα γράμματα, ώστε να είναι δυσανάγνωστα.  Ο Ανθρωποελατήριος με επιτόπια πηδήματα πλησίασε ένα από τα κιβώτια και επιχείρησε να ανέβει πάνω. Όμως η οροφή ήταν σπασμένη και μόλις μ’ ένα άλμα κατάφερε να φτάσει στο ύψος του κιβωτίου, έπεσε μέσα σε εκατοντάδες ανθρωποελατήρια.

Τοποθετημένα το καθένα στη θέση του είχε τον αριθμό του. Τότε κατάλαβε ότι αυτός δεν ήταν η εξαίρεση. Ήταν ένα από αυτά, με την διαφορά ότι δεν είχε ακόμη χάσει την κίνησή του. Κάτι τον κινούσε, αλλά δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Τότε ακούστηκε βροντή, μετά αστραπή, ακολούθησε κεραυνός και άρχισαν τα αχρηστεμένα ανθρωποελατήρια να δονούνται όπως δονείς μια στερεά επιφάνεια, κι ενώ τρίζουν και τα θεμέλια των κτιρίων, όταν συντονιστείς με τον βόμβο, ακούς μια μουσική να έρχεται από τα υπερουράνια.

Αν γνωρίζεις τα ιταλικά την ιταλική, την κατ΄εξοχήν γλώσσα του λυρικού θεάτρου, φαντάζεσαι διαλόγους μεταξύ των άστρων. Σε άλλη περίπτωση σκαρφαλώνεις σε μία κατάμαυρη τσιμινιέρα-άλλη ιταλική λέξη αυτή- και βλέπεις από τους ορίζοντες να έρχονται οι απεργοί εργάτες τραγουδώντας «Εμπρός της γης οι κολασμένοι».

Όπως καταλάβατε, όταν μία μουσική μεταγγίζεται στις αποικίες, καθώς γλιστράει πάνω στις ράχες των ιθαγενών, διαπερνάει την σπονδυλική τους στήλη. Τότε σηκώνονται όρθιοι και τρέχουν προς τους ανθρώπους-ελατήρια από συμπόνια. Ανάμεσά τους βρίσκονται ορισμένοι που εν φαντασία και λόγω άδουν. Οι υπόλοιποι συνορχούνται και σε απόλυτο συντονισμό συνάδουν με τους κορυφαίους. Γιαυτό δεν πρέπει να εμπιστεύεσθε τις ειδήσεις.  Τα τελευταία τα σκεφτόταν κάτω από ένα φουγάρο-γλυπτό που είχε στηθεί στην μνήμη του αφανούς ναύτου. Οι σιδηροδρομικοί είχαν τους τάφους τους δίπλα στις γραμμές των ατμομηχανών τους. Η στεριά και η θάλασσα δεν ξεχώριζαν. Αυτή είναι η ιστορία του ελατηρίου που έγιναν άνθρωπος. Το περί αντιθέτου, μην πιστεύετε στις ειδήσεις.