Πολλές Ελληνίδες και πολλοί Έλληνες θα θέλαμε  να μετέχουμε  στον εορτασμό των 60 χρόνων της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ, αλλά δεν μπορούμε, τώρα. Δίνουμε άλλη μια ευκαιρία σε εμάς, στους εταίρους μας, στην Ευρώπη και περιμένουμε.

Τώρα εμείς έχουμε τα γενέθλια για τα  εφτά χρόνια της κρίσης στην  Ελλάδα. Τους δρόμους της  Αθήνας με τα δέκα κλεισμένα μαγαζιά και ένα ανοιχτό, και όλα με την ίδια άγραφη ταμπέλα, που οι ιδιοκτήτες λες και έφυγαν βιαστικοί και δεν έγραψαν: «Δεν θέλαμε να κλείσουμε!»

Μια Αθήνα με δρόμους που φωνάζουν πως από εδώ πέρασε άνεμος καταστροφής. Ακόμη και στο κέντρο της πρωτεύουσας. Την  ίδια ώρα, γεμίζουν τα πεζοδρόμια  με μικρά και μεγαλύτερα  σύγχρονα καφενεία. Κάθε τόσο ξεφυτρώνει και άλλο ένα. Αντλούν πελατεία κυρίως από τους άνεργους, τους νέους και μεγαλύτερους. Μερικές φορές, κάθονται ώρες νέοι άνθρωποι με έναν καφέ και δύο καλαμάκια.

Αυτοί οι άνθρωποι, που προαναφέραμε, πολλοί από  αυτούς πριν από χρόνια δήλωναν φιλοευρωπαίοι, άκουγαν και διάβαζαν τις ομιλίες των μεγάλων της Ευρώπης, έψαχναν τα διάφορα ευρωπαϊκά έντυπα, παρακολουθούσαν το όραμα που πρόβαλλαν οι Βρυξέλλες και συμμετείχαν. Λίγο ή πολύ, συμμετείχαν.

Γνωρίζουν πως η πρόοδος που έχει γίνει δεν έγινε χωρίς την αλληλεγγύη της πράξης.  Ήταν ο Ντελόρ, που με λίγα λόγια είπε στους πιο πλούσιους εταίρους μας πως θα σας φτιάξω την Ενιαία Αγορά που ζητάτε (ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων,  προϊόντων, υπηρεσιών, κεφαλαίων) μόνο αν θα μεταφέρετε κεφάλαια από το Βορρά προς το Νότο, για να μη διαλυθούν οι οικονομίες αυτές από την υψηλή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών που εσείς διαθέτετε.

Έγινε αποδεκτός ο όρος που έθεσε, και ξεκίνησαν τα Πακέτα Ντελόρ. Εμείς δεν κάναμε τις θεσμικές αλλαγές που έπρεπε. Να το δεχτούμε. Πολλοί όμως από εμάς, αναρωτιόμαστε αν είναι αυτό από μόνο του αρκετό για να μείνει ένας Λαός εφτά χρόνια στην κρίση; Θα μπορούσε να γίνει με κοινές πρωτοβουλίες κάτι καλύτερο;

Οι κρασοκανάτες

Σήμερα μας λένε -λίγο ή πολύ- κρασοκανάτες, που εκεί χαλάμε τα λεφτά μας. Δεν είναι αλήθεια, εκτός και αν μετράνε τη μεγάλη μειοψηφία με τα σκληρά ποτά. Ελεύθερη οικονομία έχουμε, κάποιοι έτσι ζουν. Έπειτα, με τέτοιο Ήλιο, πόσο να πιεις; Ακόμη, πολλοί έχουν το αμπελάκι τους, και το βαρέλι στο υπόγειο, τη μικρή χαρά τους.

Εμείς, πολλοί από εμάς,  που κάποτε είχαμε την πρώτη ή δεύτερη θέση στο Ευρωβαρόμετρο για τις φιλοευρωπαϊκές θέσεις, πολλοί θα θέλαμε να μπορούσαμε να συμμετέχουμε και τώρα, παρόλα αυτά, στον εορτασμό των 60 χρόνων.

Δεν μπορούμε όμως τώρα. Δεν λέμε πως είμαστε τέλειοι, δεν κατηγορούμε  άλλους. Δεν πιστεύουμε κάτι τέτοια. Δεν αρνούμεθα ευθύνες στο βαθμό που μας αναλογεί. Ηρθε, όμως, η κούραση. Ένα χρόνο, δύο χρόνια, τρία χρόνια, τέσσερα χρόνια, πέντε χρόνια, έξι χρόνια, εφτά χρόνια, κάθε ημέρα, το κύριο θέμα ήταν και είναι η κρίση, οι επικρίσεις, οι απειλές, οι ζοφερές προοπτικές και η απόρριψη από εταίρους.

Ακούμε τον Γιούνκερ (για να περιοριστούμε στην Ε.Ε.) να βροντοφωνάζει, κάθε τόσο: «Εγώ αγαπώ τους Έλληνες», να μας  επαινεί ως λαό και ως χώρα, και είναι σαν το δροσερό αεράκι στην καλοκαιρινή κάψα.

Περιμέναμε όλα αυτά τα εφτά χρόνια, που μόλις  προλαβαίνουμε τα γενέθλιά τους, πριν γίνουν οκτώ, και ελπίζαμε κάτι να γίνει. Να καταλάβουμε όλοι, και οι εταίροι, έστω, το ότι σε κανέναν δεν κάνει καλό η εξαθλίωση των Ελλήνων. Ότι αντί για κατάκριση, μπορούμε να συνεργαστούμε, να συμπορευτούμε αλληλέγγυα.

Ρώτησα κάποτε έναν συνάδελφο άλλης χώρας αν θα του άρεσε να του πουν, γύρισε πίσω από το επίπεδο ανάπτυξης που έφτασες, γιατί χρωστάει η χώρα σου, τη στιγμή μάλιστα που σχεδόν όλοι χρωστάνε. Γιατί  μερικοί, ή κάμποσοι συμπολίτες σου έκαναν και κάνουν  καταχρήσεις.  Να σου πουν να κατεβείς στο επίπεδο της  χώρας που αναπτύσσεται, αλλά τώρα βρίσκεται εκεί που εσύ ήσουν πριν από περίπου 40 χρόνια. Χαμογέλασε.

Τον ρώτησα, ακόμη, όταν επίμονα μου κατηγορούσε τους Έλληνες, αν οι συμπατριώτες του είναι αγγελούδια. Γέλασε και μου απάντησε.  «Όχι, αλλά δεν το λέμε, δεν το φωνάζουμε».

Αγνοήσαμε ακόμη και τις ύβρεις. Είπαμε, «φταίμε και εμείς». Δεν κάναμε, κυρίως, τις θεσμικές αλλαγές που έπρεπε και χρειαζόμαστε. Ας γίνουν τώρα. Σκύψαμε το κεφάλι, και υπομείναμε καρτερικά. Δεν μιλήσαμε για το γεγονός  ότι σε κάθε κοινωνία με ελεύθερη οικονομία υπάρχουν και αυτοί που κάνουν υπερβολές με τα χρήματα, πως κάποιοι  φταίμε περισσότερο, πως όλοι οι ζωντανοί άνθρωποι κάνουμε λάθη και κάθε λαός το ίδιο…

Δεν προβάλαμε το γεγονός ότι εμείς, ως λαός, δεν θελήσαμε το κακό κανενός άλλου λαού, δεν είπαμε τίποτα. Περιμέναμε με μια ιστορική ευγένεια και καρτερικότητα.  Ας ακούγεται αυτό ως υπερβολή. Έτσι είναι. Θα ήταν ευχάριστη έκπληξη να πει  κάποιος ότι και άλλοι λαοί σε αναπτυγμένες χώρες συμπεριφέρθηκαν έτσι σε ανάλογες περιστάσεις.

Περιμένουμε στην ουρά για να πάρουμε το μειωμένο μισθό, ή τη μειωμένη σύνταξη, και την ίδια ημέρα, ή την επόμενη, περιμένουμε στην ουρά για να πληρώσουμε νερό, ρεύμα, και άλλα. Η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων αυτό κάνουμε.

Συνάντησα έναν επιχειρηματία που έκλεισε η επιχείρησή  του με την κρίση, και  συζητούσαμε για το θέμα. Τώρα, εκτός από εξαιρέσεις όλοι οι άλλοι έχουμε την κρίση που ζούμε ως κύριο θέμα, και μιλάμε παντού. Όπου βρεθούμε, με τη φράση που ακούγεται συχνά: «Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε».

Αυτός ο επιχειρηματίας με την κλεισμένη επιχείρηση μου είπε: Βγάζω λίγα χρήματα με δουλειές του ποδαριού, αλλά τίμια. Ό,τι εισπράττω κοιτάζω πρώτα να γεμίζω το ψυγείο της μάνας μου, που δεν έχει άλλον άνθρωπο να τη νοιάζεται. Άλλοτε φτάνουν, άλλοτε όχι. Αν μείνει κάτι το δίνω για να πληρώσω υποχρεώσεις. Δεν έχω άλλα. Δεν έχω! Εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου; με ρώτησε.

Όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μιλούν για φοροδιαφυγή, και για τα μέτρα που εγκρίνουν, δεν χρεώνουν μόνο έναν ολόκληρο λαό. Μιλούν για τους 28 λαούς, γιατί παντού γίνεται σε διάφορο βαθμό. Στην Ελλάδα, μας αναλύουν ως φαινόμενο προς αποφυγή. Από τα 500 εκατομμύρια Ευρωπαίων πολιτών των 28 κρατών-μελών, οι  επικριτές και αναλυτές, για χρόνια, αγκυροβόλησαν το ερευνητικό τους σκάφος εδώ, στα λιμάνια που ζούμε οι περίπου έντεκα εκατομμύριά Ελληνες.

Μας έκριναν και μας κρίνουν έτσι, οριζόντια, και χωρίς να κάνουν εκτίμηση καταστάσεων, να συνυπολογίζουν διαφορές. Τίποτα. Άφησαν  στο απυρόβλητο τα άλλα 489 εκατομμύρια ανθρώπους, και ασχολούνται, σχεδόν καθημερινά με την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ακόμη και για  αυτούς τους  πολίτες των χωρών, που εφάρμοσαν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, δεν είπαν κάτι ανάλογο.

Έμειναν στο θέμα του προγράμματος, στο θέμα των αριθμών. Δεν πείραξαν τους ανθρώπους.  Δεν  έβρισαν έναν Λαό. Εμείς το ζήσαμε σε διάφορη ένταση, το ζούμε, αλλά το παραβλέψαμε. Γνωρίζουμε πως μερικοί τα λένε αυτά, και όχι όλοι οι εταίροι μας. Οτι δεν είμαστε τέλειοι, και ζούμε τις ευθύνες μας. Εχουμε, όμως, λίγο ή πολύ, ό,τι και οι άλλοι λαοί. Έχουμε και καλά και άσχημα.  Εμείς, πολλοί από εμάς, προσπαθούμε, πολεμώντας τα άσχημα.

 Το σπίτι και το δάνειο

«Αλλαξε η ζωή μας» μου είπε μια φίλη, που ζούσε με ολόκληρη η οικογένεια σε ένα σπίτι, νοικοκυρεμένα και με μέτρο. Τα αγόρια έφυγαν σε άλλη χώρα. Τα κορίτσια εργάζονται μερικές ώρες την ημέρα, για 250 ευρώ το μήνα και η γιαγιά κράτησε τα εγγόνια και μοιράζεται μαζί τους τη σύνταξη. Ο παππούς έφυγε από αυτόν τον κόσμο.

Το σπίτι που ζούσε η οικογένεια το έχτισαν οι γονείς, μετά από είκοσι χρόνια δουλειάς σε άλλη χώρα, με διπλοβάρδιες, χωρίς αργίες και ξεκούραση. Τώρα κινδυνεύουν να το χάσουν. Πήραν δάνειο για να το μεγαλώσουν, να χωρέσουν και τα εγγόνια. Τότε, που όλοι είχαν δουλειά και το αποπλήρωναν άνετα, κάθε μήνα. Αν είχαν έναν μήνα, έτρεχαν και το πλήρωναν τον επόμενο. Τώρα κινδυνεύουν να το χάσουν, διότι δουλειά δεν υπάρχει και ούτε έσοδο, αλλά το δάνειο παραμένει και μεγαλώνει. Όταν τα εξηγούν αυτά, μερικές φορές (ευτυχώς, όχι από όλους τους αρμόδιους για την είσπραξη) ακούνε τη φράση «Δεν με νοιάζει, δικό σου το πρόβλημα. Να φέρεις τα λεφτά, αλλιώς…».

Ζούμε από την αλληλεγγύη της πράξης

Πώς να γιορτάσουμε, σήμερα, όταν πολλοί από εμάς, το ότι βρισκόμαστε στη Ζωή στα εφτά αυτά χρόνια της κρίσης το χρωστάμε  στην οικογενειακή αλληλεγγύη, τη φιλική αλληλεγγύη, την κοινωνική, ευεργετημένοι από τη μεγαλοψυχία ακόμη και ανθρώπων που στερήθηκαν για να βοηθήσουν.

Οταν ντρεπόμαστε να δούμε τους ανθρώπους που μας βοήθησαν, γιατί, ακόμη δεν ανταποκριθήκαμε στις υποχρεώσεις μας, ή τους χαμογελάμε, δείχνοντας, τάχα, άνεση, όταν κάθε τόσο μας λένε για χρεοκοπία, για το φως στο τούνελ, που το ψάχνουμε και πουθενά δεν είναι, όταν  σέρνοντας τα πόδια από κούραση, ακούμε να σου λένε χτυπώντας την πλάτη, ότι έκανες πρόοδο, αλλά έχεις, ακόμη, πολύ ανηφορικό δρόμο για να φτάσεις, χωρίς να σου λένε  πού θα φτάσεις, πότε θα φτάσεις και τι θα είναι εκεί που θα φτάσεις.

Το μπλοκάκι

Μια φίλη με τρία παιδιά άνεργα, και ένα να μισοδουλεύει,  έχει ειδικό μπλοκάκι. Κάθε Δευτέρα γυρίζει όλα τα Σούπερ Μάρκετ της περιοχής και γράφει τις προσφορές. Μετά υπολογίζει πώς θα μοιράσει τη σύνταξη. Από το διαμέρισμα που έμεναν, έφυγαν, πήγαν σε ένα υπόγειο.

Το ένα παιδί, μετά την ανεργία έπεσε σε κατάθλιψη. Τα φάρμακα , στο ποσοστό που δεν καλύπτει η ασφάλεια, τα πληρώνει η Εκκλησία, που είναι δίπλα στο σπίτι, από την οποία συχνά δέχονται και τρόφιμα.

Δεν είναι εύκολα πράγματα όλα όσα προαναφέραμε, και τα οποία δεν είναι και τα χειρότερα.

Ετσι  πολλοί από εμάς δεν μπορούμε να μετέχουμε στην επέτειο για τα 60 χρόνια. Έχουμε τα έβδομα γενέθλια της κρίσης και το φόβο ότι οι Θεσμοί θα μας εγκρίνουν μια  συνέχιση που θα εξασφαλίζει τα  μετά το 2019 γενέθλιά της, ζητώντας, μάλιστα, και τη δέσμευση  γι΄ αυτό από όλους τους αρμόδιους στην Ελλάδα.

Θα συνεχίσουμε

Εμείς, πολλοί από εμάς, παρόλα αυτά, συνεχίζουμε. Δίνουμε ευκαιρία σε εμάς, στους άλλους, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πιστεύουμε στον άνθρωπο, και ξέρουμε πως υπάρχουν πολλοί, σε όλες τις χώρες, που πιστεύουν το ίδιο. Έχουμε αποκτήσει εφτά χρόνια εμπειρία και θα εργαστούμε για την αλληλεγγύη της πράξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από αυτήν κερδίζουμε, και θα κερδίσουμε όλοι. Εμείς, πολλοί από εμάς, σε όσους μας βοήθησαν εδώ και εκτός Ελλάδας, χρωστάμε ευγνωμοσύνη, και θα προσπαθήσουμε για την ημέρα που θα μπορούμε να την εκφράσουμε έμπρακτα.

Πηγή: Blog:marina anastas.kourbela