Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Θυμόμαστε τη Σούλα Τόσκα-Κάμπα από τις παλιές καλές εποχές, όταν εργαζόταν στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Τότε, ακόμη, δεν υπήρχαν οι κυρίαρχοι υπολογιστές κι ό,τι ήθελες να βρεις, έπρεπε να καταφύγεις στις καρτελοθήκες. Οι εποχές  άλλαξαν, άλλαξαν και οι άνθρωποι. Θυμάμαι τα πάντα ότι ήταν χειροποίητα, κι ας μην διέθεταν τις σημερινές ταχύτητες.

Δεν επιθυμώ κατ’ ανάγκη την νοσταλγία, όμως αυτή επιστρέφει πάντα φωτεινή, δηλώνοντας τις παρουσία της, λες και θέλει οι αξίες να μην χαλάσουν και να μην χαλαστούν μέσα στους δύσκολους καιρούς που νομίσαμε ότι θα κατισχύσει η αλληλεγγύη. Γελαστήκαμε, αλλά τι μ’ αυτό. Καταφεύγουμε λοιπόν, πότε πότε στο παρελθόν, μήπως και αντλήσουμε από αυτό το πρώτο φως των γραμμάτων, κάτι από την αρχική λάμψη της εποχής που μαθαίναμε τον κόσμο.

Η Σούλα Τόσκα-Κάμπα, μετά την αποστράτευσή της από την κορυφαία κεντρική βιβλιοθήκη μας, θα την θυμόμαστε πάντα για την προθυμία, με την οποία βοηθούσε το έργο μας δημοσιογραφικό, φιλολογικό και λογοτεχνικό. Παράλληλα, αφού βρισκόταν μέσα στους λαογραφικούς βιβλιακούς θησαυρούς, μελετούσε την λαογραφία, με έμφαση στους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς. ‘Αλλωστε δεν το κρατούσε κρυφό ότι είχε μαθητέψει δίπλα στον μαΐστορα Σίμωνα Καρρά και ότι είχε συμμετάσχει στο συγκρότημα λαϊκών χορών της Δόρας Στράτου.

Πρόσφατα το μεγάλο της πάθος, βρήκε την έξοδο μ’ ένα καινούργιο βιβλίο: «Μοιρολόγια. Από τη δημοτική μας παράδοση», μία πεποικιλμένη έκδοση του Βιβλιοπωλείου Διονυσίου Νότη Καραβία. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει τα κυριότερα και πιο αντιπροσωπευτικά μοιρολόγια (τραγούδια του αποχωρισμού ή του αποχαιρετισμού) από όλη την Ελλάδα.

Η επιλογή έγινε σε μοιρολόγια που αναφέρονται σε άτομο που έφυγε από τη ζωή. Ήρθε η ώρα του Θεού ή έσβησε το καντήλι του, όπως συνήθως λέγεται. Η συγκέντρωση και καταγραφή τους είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας έρευνας τόσο επιτόπιας, όσο και βιβλιογραφικής.

Νικηφόρου Λύτρα: «Το ψαριανό μοιρολόι» (1888)

Μοιρολόγια (από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις μοῖρα + λέγω) ονομάζονται τα λυρικά τραγούδια με θρηνητικό, επαινετικό και εγκωμιαστικό χαρακτήρα, τα οποία εκφράζουν θλίψη και πόνο για το θάνατο ενός προσφιλούς προσώπου, και τραγουδιούνται κατά την πρόθεση ή την κηδεία του. Περιγράφεται η ανθρώπινη μοίρα, ο αποχωρισμός από την οικογένεια και οι αρετές του νεκρού. Το μοιρολόι αποτελεί στην Ελλάδα μία από τις σημαντικότερες κατηγορίες δημοτικού τραγουδιού.

Στην αρχαία Ελλάδα κάνουν την εμφάνιση τους ήδη από την εποχή του Ομήρου. Στην Ιλιάδα υπάρχουν τρία μοιρολόγια στις ραψωδίες Ψ και Ω, όπου στο πρώτο ο Αχιλλέας θρηνεί τον Πάτροκλο, ενώ στο δεύτερο και στο τρίτο θρηνούν η Ανδρομάχη και η Εκάβη τον Έκτορα αντίστοιχα. Μάλιστα στο μοιρολόι στο νεκρό Έκτορα, οι γυναίκες που ακολουθούν τα θρηνητικά τραγούδια των αοιδών, αποτελούν έναν προπομπό των σημερινών μοιρολογήστρων.

Στα νεώτερα χρόνια τα μοιρολόγια βρίσκονται στο απόγειο της καλλιέργειας τους, αλλά και στη σημερινή τους μορφή, κυρίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπου αποκτούν και χαρακτηριστικά κλέφτικων τραγουδιών. Έχουν υμνητικό και επαινετικό χαρακτήρα, εγκωμιάζοντας το νεκρό και εκφράζοντας το πόνο της απώλειας.

Από τις εκδόσεις Φιλιππότη επανατυπώθηκαν σε δεύτερη έκδοση άλλα δύο βιβλία της συγγραφέα: «Νησιώτικοι παραδοσιακοί χοροί» και «Παραδοσιακοί χοροί. Μακεδονίας-Θράκης-Μ.Ασίας-Πόντου».

Χωρίς να λείπει ο προσωπικός συγγραφικός τόνος, η Σούλα Τόσκα-Κάμπα χειρίζεται κυρίως με άνεση τη βιβλιογραφία του κάθε θέματος, την οποία παραθέτει μετά το πέρας κάθε ενότητας. Και δεν είναι μικρό πράγμα, ο μελλοντικός μελετητής να βρει έτοιμες τις παραπομπές, οι οποίες είναι συγκεντρωμένες, μετά από πολυετή και ενδελεχή έρευνα.

Η συγγραφέας δοκίμασε να παίξει με το μεγάλο της πάθος, κι αντί να βυθιστεί σε μία αυτοναφορική περιπέτεια, της έδωσε την αφορμή να βγει από τον εαυτό της και να απλώσει το χέρι στους άλλους, σ’ αυτές και σ’ αυτούς που σέρνουν τον χορό και τραγουδάνε.