Το χάλκινο άγαλμα της κεντρικής πλατείας της Οδησσού που έχουν «ντύσει» τώρα οι Ουκρανοί με σάκους από άμμο για να μην το καταστρέψουν οι επικείμενοι βομβαρδισμοί του Πούτιν είναι έργο του σπουδαίου Ρώσου γλύπτη Ιβάν Μαρτός και απεικονίζει τον Κυβερνήτη της πόλης Δούκα του Ρισελιέ που έφτιαξε αυτή την πόλη με τις ευρύχωρες λεωφόρους και τη θαυμαστή ρυμοτομία.

Προερχόμενος ο Δούκας του Ρισελιέ από τη Γαλλική Επανάσταση υπηρέτησε στο ρώσικο στρατό κατά των Τούρκων και έχτισε την Οδησσό όπως τη βλέπουμε σήμερα, μεταξύ του 1803-1814. Κάτω από την όμορφη αυτή πόλη κατασκευάστηκαν τότε υπόγειες στοές πολλών χιλιομέτρων που μπορούν τώρα να χρησιμοποιηθούν για καταφύγια των αμάχων.

Σε αυτόν οφείλεται και η ανάπτυξη της Οδησσού ως ενός εμπορικού λιμανιού και ο μετέπειτα κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του με κατοίκους Ρώσους, Ουκρανούς, Ελληνες, Εβραίους, Αλβανούς, Αρμένιους, Γάλλους, Ιταλούς, Βούλγαρους κ.ά. Υπάρχει λοιπόν μεγάλος σεβασμός στο Δούκα του Ρισελιέ και στο μνημείο του που αποτελεί τοπόσημο στην πόλη.

Ο γλύπτης Ιβάν Μαρτός υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους Ρώσους καλλιτέχνης του 19ου αιώνα, που συνδέεται με την Ελλάδα καθώς πολλά έργα του εμπνέονται από την ελληνική μυθολογία. Πασίγνωστο είναι το ορειχάλκινο άγαλμά του «Ακταίων» που κοσμεί την γκαλερί Τετριακόφ στη Μόσχα. Ο Ιβάν Μαρτός ήθελε με τον Ακταίονα να θυμίσει στον κόσμο τι παθαίνει κανείς όταν χάνει το μέτρο.

Γιατί ο Ακταίων ήταν γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Μεγαλώνοντας έγινε δεινός κυνηγός, γι αυτό απεικονίζεται γυμνός με φαρέτρα στο γλυπτό. Προστάτιδά του αρχικά ήταν η θεά Άρτεμις, αλλά με τον καιρό νόμιζε πως ήταν άτρωτος, με αποτέλεσμα να χάσει την εύνοια της θεάς του κυνηγιού και να κατασπαραχτεί από τα ίδια του τα σκυλιά με τα οποία κυνηγούσε.

Από την εποχή του Δούκα του Ρισελιέ και του Ιβάν Μαρτός στην Οδησσό σώζεται ένα μικρό διώροφο σπίτι που βρίσκεται στην πλατεία των Ελλήνων το οποίο στέγασε τον σπόρο της Ελληνικής Επανάστασης, την Φιλική Εταιρεία, Μετά την ανακαίνιση του κτηρίου αυτού το 1994, λειτουργεί ως Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας υπό την αιγίδα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.