ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

«Κόσμος σε έκσταση»: Η ώρα της επανάστασης

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Κόσμος σε μια έκσταση
Terra em Transe. Βραζιλία, 1967. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γκλάουμπερ Ρόσα. Ηθοποιοί: Ζαρντέλ Φίλο, Πάουλο Αουτράν, Χοσέ Λεγκόι. 111΄

Ο βραζιλιάνικος κινηματογράφος, στο σύνολό του, παραμένει πάντα στην εμπροσθοφυλακή της κινηματογραφική παραγωγής των χωρών της Λατινικής Αμερικής, με τον Γκλάουμπερ Ρόσα επικεφαλής μιας κίνησης που αναπτύχθηκε στη Βραζιλία στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 και που εξέπληξε τον παγκόσμιο χώρο του κινηματογράφου με την τόλμη, την πρωτοτυπία και τις προοδευτικές, επαναστατικές θέσεις του.

«Ο κόσμος σε μια έκσταση» ή «Η γη σε έκσταση» (Terra em transe, 1967), το δεύτερο στην πραγματικότητα σκέλος μιας τριλογίας του Ρόσα –οι άλλες δυο είναι «Μαύρος θεός, λευκός διάβολος» και «Αντόνιο ντας Μόρτες»– είναι ίσως και η πιο πολιτική από τις τρεις ταινίες του εξαιρετικού αυτού σκηνοθέτη.

Εδώ ο Ρόσα εγκαταλείπει το «σερτάο» και τους «καγκασέιρο» για να στρέψει το ενδιαφέρον του στην πόλη και τα πολιτικά κόμματα. Μόνο που, τη φορά αυτή, ο Ρόσα τοποθετεί την ιστορία σε μια φανταστική χώρα, το Ελντοράντο, για να αποφύγει τη λογοκρισία σε μια υπό δικτατορικό τότε καθεστώς Βραζιλία – όπως είναι γνωστό, τον Μάρτιο του 1964 ένα στρατιωτικό πραξικόπημα είχε ανατρέψει τον αριστερό πρόεδρο της χώρας Γκούλαρτ και εγκαθιδρύσει μια στρατιωτική δικτατορία που κυβέρνησε τη χώρα για δυο περίπου δεκαετίες.

Όταν η ταινία αρχίζει, ο ήρωας είναι ετοιμοθάνατος. Στα «φλας-μπακ» που ακολουθούν βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας η ζωή του, με τρόπο ώστε και ο ίδιος να αποκτά συνείδηση της θέσης του και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Ξεκινώντας από έμπιστος ενός μυστικιστή αρχηγού της δεξιάς, για να στραφεί, απογοητευμένος, προς τον κομμουνισμό, ο ήρωας βλέπει πως σε όλες τις περιπτώσεις ήταν θύμα μιας ιεραρχίας και πιστό ανδρείκελο ανωτέρων του.

Εκείνο που του έλειπε ήταν η επαφή με τον αγροτικό λαό, η αυταπάρνηση της διανοουμενίστικης καταγωγής του, η στροφή προς τις πραγματικές πηγές και τις ρίζες που αποτελούν τη βάση και τον κορμό της χώρας του. Το ίδιο δράμα, που παρακολουθήσαμε νωρίτερα να εκτυλίσσεται στην ταινία του «Μαύρος θεός, λευκός διάβολος», εκτυλίσσεται και στις μεγάλες πόλεις. Ο ήρωας της «Γης σε έκταση» καταλαβαίνει, κάπως αργά, πού βρίσκεται η θέση του.

Κάνοντας μια κριτική των κομμάτων της χώρας του, καθώς και της διαφθοράς που κυριαρχούσε σε όλα τα επίπεδα, ο Ρόσα προσπαθεί να μας παρουσιάσει το σχίσμα που υπήρχε στα προοδευτικά κόμματα της Λατινικής Αμερικής, αλλά και να δείξει τις κατευθύνσεις στις οποίες βρίσκονταν οι λύσεις και η πλήρης απελευθέρωσή τους από την εκμετάλλευση, τη φτώχεια, τη διαφθορά και γενικότερα τα πλοκάμια του ιμπεριαλισμού.

Με τον Ρόσα, τη φορά αυτή να παραμερίζει την όποια παραδοσιακή αφήγηση και να στρέφεται στα διδάγματα του Ντοβζένκο και του Αϊζενστάιν για να αναπτύξει την πλοκή του και να φτιάξει μια συναρπαστική ταινία, όπου τα γεγονότα και οι πρωταγωνιστές αντιμετωπίζονται μέσα από σύμβολα και ποίηση, με μια αποστασιοποιημένη, μπρεχτική θα έλεγα, ματιά. Ταινία που με τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα του αποκτά εκπληκτική επικαιρότητα.

*** ½ – Η ελπίδα του κόσμου
Gloria Mundi. Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία: Ρομπέρ Γκεντιγκιάν. Σενάριο: Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, Σερζ Βαλετί. Ηθοποιοί: Αριάν Ασκαρίντ, Ζαν-Πιερ Νταρουσέν, Ζεράρ Μεϊλάν, Αναΐς Ντεμουστιέν. 106΄

Ο Κεν Λόουτς έρχεται στο νου βλέποντας τη νέα ταινία «Gloria Mundi» του Γάλλου Ρομπέρ Γκεντιγκιάν («Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα», «Ο μύθος της Αριάν», «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο»), που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της 76ης Μόστρας. Με φόντο τη γενέτειρά του, Μασσαλία, ο Γκεντιγκιάν αφηγείται την ιστορία μιας συνηθισμένης εργατικής οικογένειας που οι αντίξοες κοινωνικές συνθήκες καταστρέφουν σταδιακά την ασφάλεια και την ηρεμία τους.

Όταν γεννιέται η Γκλόρια του τίτλου, οι γονείς, η Ματίλντα και ο Νικολά, αποφασίζουν να επενδύσουν τα λεφτά τους σε καινούριο αυτοκίνητο για να μπορέσει ο Νικολά να εργαστεί ως οδηγός Uber. Η κατάσταση όμως χειροτερεύει όταν κλέφτες τον σπάνε στο ξύλο και του κλέβουν το αυτοκίνητο. Η παρέμβαση όμως του μέχρι τότε εξαφανισμένου πατέρα, αποφασισμένου να βοηθήσει το γιο του και να επανασυνδεθεί με την πρώην γυναίκα του, Σιλβί, θα αλλάξει απρόσμενα την όλη πορεία των γεγονότων.

Η Μασσαλία, στην οποία αναπτύσσεται η πλοκή, παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία: όχι απλά με τους χώρους (ωραία φωτογραφημένους από ) αλλά και με τα επιμέρους κοινωνικά και άλλα θέματα (παράδειγμα μια απεργία στο μαγαζί που εργάζεται η Σιλβί). Ο Γκεντιγκιάν αφηγείται απλά, με ρεαλιστικά χρώματα, το δράμα των προσώπων του, με εξαιρετικές, όπως πάντα, ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς του με επικεφαλής τον Ζαν-Πιερ Νταρουσέν και τη μούσα του σκηνοθέτη Αριάν Ασκαρίντ), οδηγώντας μας σε ένα ωραίο, απρόσμενο φινάλε.

*** ½ – Το θαύμα του Άγνωστου Αγίου
Le miracle du Saint Inconnu. Μαρόκο/Γαλλία/Κατάρ, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αλάα Εντίν Αλιέμ. Ηθοποιοί: Γιούνες Μπουάμπ, Σαλάχ Μπεν Σαλέχ, Μπουχαΐμπ Σεμάκ. 100΄

Μια ωραία, ευπρόσδεκτη έκπληξη είναι η δοσμένη με φαντασία αυτή ταινία, πρώτη σκηνοθεσία του Αλάα Εντίν Αλιέμ, που με το ιδιόμορφο χιούμορ του μου θύμισε τόσο τις κωμωδίες του Γούντι Άλεν όσο και το χιούμορ του Μπάστερ Κίτον. Κυνηγημένος από την αστυνομία κάπου στην έρημο του Μαρόκου, ο Αμίν ή Κλέφτης (όπως αποκαλείται στους τίτλους) σταματά το αυτοκίνητο του και τρέχει σ’ ένα ύψωμα και σκάβει, κοντά στο μοναδικό δέντρο, ένα μικρό λάκκο για να κρύψει τη τσάντα με τα λεφτά της ληστείας του, φτιάχνοντας το χώρο έτσι που να μοιάζει με τάφο.

Μερικά χρόνια αργότερα, με την αποφυλάκιση του, ο Κλέφτης όταν επιστρέφει, για να ξεθάψει τη τσάντα με τα λεφτά, ανακαλύπτει έκπληκτος πως στην κορφή του υψώματος, ακριβώς πάνω από τον «τάφο» του έχει αναγερθεί ένα μαυσωλείο αφιερωμένο στον Άγνωστο Άγιο, ενώ κοντά έχει κτιστεί ένα ολόκληρο χωριό από πιστούς που υποδέχονται και εξυπηρετούν τους προσκυνητές που καταφθάνουν καθημερινά για να ζητήσουν την ευλογία του Αγίου.

Το μαυσωλείο φρουρείται τη νύχτα από ένα φρουρό και τον σκύλο του κι ο Αμίν, που στο μεταξύ έχει αναζητήσει και τη βοήθεια ενός άλλου κλέφτη, του «Μυαλού», αναγκάζεται να ζήσει για μερικές μέρες στο χωριό ώσπου να βρει τρόπο για να μπει στο μαυσωλείο και να ανακτήσει τον θαμμένο θησαυρό του.

Στο έρημο αυτό, άγονο τοπίο, όπου κυριαρχεί η ξηρασία, ο Αλιέμ σκιαγραφεί με λεπτή ειρωνεία και χιούμορ (που σε κάποιες στιγμές αγγίζει το σλάπστικ) την ομάδα των παράξενων χαρακτήρων που ζουν στο χωριό: τον φρουρό με το σκυλί του, ένα κουρέα που έχει δυο ειδών κρέμες για τους πελάτες του σύμφωνα με την κοινωνική τους αξία, ένα βαριεστημένο νεαρό που προσπαθεί να πείσει τον γέρο πατέρα του να εγκαταλείψει το μέρος, ενώ ο πατέρας πιστεύει πως η εμφάνιση του Άγνωστου Αγίου έχει καταστρέψει την περιοχή, ένα νεοαφιχθέντα γιατρό που ανακαλύπτει πως οι μόνοι «ασθενείς» του είναι γυναίκες (οι άντρες προτιμούν να θεραπεύονται από τον Άγνωστο Άγιο) που έρχονται εκεί για να περάσουν την ώρα τους και να κουτσομπολέψουν, και στις οποίες δίνει πάντα το ίδιο παρόμοιο κουτί με χάπια, ενώ ο ίδιος, κάποια στιγμή αναγκάζεται να μεταφυτέψει χρυσά δόντια στον πληγωμένο σκύλο του φρουρού, και ο νοσοκόμος βοηθός του γιατρού που ξέρει και άλλους τρόπους «ανάρρωσης» (αλκοοόλ και χόρτο) από τον βουτηγμένο στην ανία αυτόν τόπο.

Πίσω από το χιούμορ και την ειρωνεία, με βάση ένα με ωραίους χαρακτήρες και έξυπνα ευρήματα σενάριο (που ο Αλιέμ ανέπτυξε στο φεστιβάλ του Σάντανς, βοηθούμενος, απ’ ότι διαβάζω, και από ένα συνεργάτη του Γούντι Άλεν, τον Ντάγκλας ΜακΓκραθ), και με ένα πετυχημένο συνδυασμό επαγγελματιών και ερασιτεχνών ηθοποιών, ο σκηνοθέτης κατάφερε να φτιάξει την απολαυστική αυτή κωμωδία του, όπου τελικός στόχος αποδεικνύεται πως είναι τόσο το θέμα της πίστης (και της δημιουργίας θαυμάτων) και της εκμετάλλευσής της καθώς και των παραδόσεων και ξεπερασμένων ηθών.

** ½ Έλα να παίξουμε
Come Play/Larry. ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζέικομπ Τσέιζ. Ηθοποιοί: Άζι Ρόμπερτσον, Γκίλιαν Τζέικομπς, Τζον Γκάλαχερ Τζούνιορ,

Η ιστορία ενός παιδιού που στοιχειώνεται από ένα φανταστικό (;) τέρας της ταινίας τρόμου «Έλα να παίξουμε» που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Τζέικομπ Τσέιζ φέρνει στο νου μια άλλη παρόμοια ταινία, τις «Σελίδες του τρόμου» (2014) της Τζένιφερ Κεντ, όπου μια γυναίκα με τον 6χρονο γιο της οδηγούνταν σε μια εφιαλτική περιπέτεια όταν το τέρας ενός βιβλίου, ο Babadook, ζωντάνευε και τους κυνηγούσε.

Στη σημερινή ταινία, το τέρας, ο Λάρι, αντί να βγει από βιβλίο, βγαίνει τη φορά αυτή (πιο συγχρονισμένα…) από το κινητό τηλέφωνο κι αργότερα από το τάμπλετ του μικρού, με αυτιστικά προβλήματα και με δυσκολία στην ομιλία, Όλιβερ (Άζι Ρόμπερτσον).

Το τέρας κάνει την επαφή του με τον Όλιβερ, μέσα από το smartphone που κουβαλά ο μικρός και που, επειδή ο Όλιβερ δυσκολεύεται να μιλήσει, του προσφέρει τις λέξεις που χρειάζεται για να συνεννοείται με τους γύρω του. Η επαφή γίνεται όταν ο Λάρι παρουσιάζεται στον Όλιβερ μέσα από ένα βιβλίο, με τον τίτλο «Παρεξηγημένα τέρατα». «Είμαι ο Λάρι και θέλω να γίνω φίλος σου», του απαντά στην ερώτησή του ποιος είσαι. Παρ’ όλα αυτά όμως, ο Λάρι αρχίζει να μπαίνει στον φυσικό κόσμο του Όλιβερ και να κινεί αντικείμενα και να επηρεάζει τον φωτισμό, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του Όλιβερ και των ανθρώπων γύρω του.

Ο Τζέικομπ Τσέιζ εκμεταλλεύεται όσο καλύτερα μπορεί την ωραία ιδέα του σεναρίου και, μέχρι σ’ ένα βαθμό, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, καταφέρνει να δημιουργήσει την απειλητική ατμόσφαιρα και το σασπένς τόσο με το μοντάζ όσο και με τη χρήση της μουσικής (του Ροκ Μπάνιος).

Αντίθετα, στο δεύτερο μέρος, παρά την επιτυχημένη εμφάνιση ενός σκελετωμένου τέρατος/Λάρι, και την πολύ καλή ερμηνεία του Άζι Ρόμπερτσον, το σασπένς και ιδιαίτερα ο τρόμος, περιορίζονται, εκεί που θα περίμενες μια κορύφωση της έντασης και ούτε το φινάλε καταφέρνει να ανατρέψει τα πράγματα.