Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη
Δυσλειτουργικές οικογένειες και αγώνες επιβίωσης σε προβληματικές κοινωνίες.

*** 1/2 – Ακριβώς το τέλος του κόσμου
Juste la fin du monde. Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ξαβιέ Ντολάν. Ηθοποιοί: Ναταλί Μπαέ, Βενσάν Κασέλ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Λεά Σεϊντού. 97′

Σε θεατρικό έργο του Ζαν-Λικ Λαγκάρς, που πέθανε από AIDS σε ηλικία 38 χρόνων, είναι βασισμένη η ταινία του βραβευμένου τρεις φορές στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» Καναδού σκηνοθέτη Ξαβιέ Ντολάν («Mommy», «Σκότωσα τη μητέρα μου», «Ο Τομ στη φάρμα»). Η νέα του αυτή ταινία (Μέγα Βραβείο της κριτικής επιτροπής στις περσινές Κάνες) παρουσιάζει την επιστροφή του Λουί (Γκασπάρ Ιλιέλ), ενός με ανίατη αρρώστια συγγραφέα, που επιστρέφει ύστερα από δωδεκάχρονη απουσία στο σπίτι του για να αποκαλύψει στην οικογένειά του, τη μητέρα και τα αδέρφια του, πως πεθαίνει.

Πρόσωπα μιας δυσλειτουργικής οικογένειας η οποία τον αντιμετωπίζει με αδιαφορία και νευρικότητα: η  μπερδεμένη μητέρα (Ναταλί Μπαέ), η γεμάτη παράπονα και καταπιέσεις αδερφή (Λεά Σεϊντου) και ο μεγαλύτερος, ζηλιάρης αδερφός του (Βενσάν Κασέλ). Παρά τη φαινομενική αδιαφορία τους (αν και όλοι δείχνουν τελικά ευχαριστημένοι που ο Λουί μπόρεσε να επιστρέψει κοντά τους), η επιστροφή αυτή θα βγάλει σταδιακά στην επιφάνεια τα αδιέξοδα, τη μοναξιά, τον πόνο και τη θλίψη τους.

«Εκείνο που με τράβηξε στο θεατρικό έργο», ανέφερε ο Ντολάν στις Κάνες, όπου είχε προβληθεί η ταινία του, «είναι τα θέματα του Λαγκάρς, τα αισθήματα των χαρακτήρων, είτε φωναχτά είτε σιωπηλά, οι ατέλειές τους, η μοναξιά τους, η θλίψη τους, τα αίσθημα κατωτερότητάς τους… θέλησα οι λέξεις του Λαγκάρς να μιλιούνται όπως τις σκέφτεται κανείς, χωρίς υποχωρήσεις… Αν τις νερώναμε θα τις κάναμε τετριμμένες…»

Με ένα διάσημο καστ ηθοποιών και μέσα από τις ατελείωτες συζητήσεις τους, τους καβγάδες, τις ενοχές, τα συχνά άχρηστα μπερδεμένα λόγια  αλλά και τα παιδιαρίσματά τους, ο Ντολάν, με την κάμερα στο μεγαλύτερο μέρος σε κοντινά πλάνα, καταγράφει την κάθε έκφραση, τον κάθε μορφασμό και την κάθε αντίδραση των προσώπων του, καταφέρνοντας να βγάλει στην επιφάνεια το δράμα και την αγωνία που κρύβεται μέσα στον καθένα από τα πρόσωπα της δυσλειτουργικής αυτής οικογένειας.

*** Το κρύο της Τραπεζούντας
The Cold of Kalandar/Kalandar Sogugu. Τουρκία/Ουγγαρία, 2016. Σκηνοθεσία: Μουσταφά Καρά. Σενάριο: Μουσταφά Καρά, Μπιλάλ Σερτ. Ηθοποιοί: Χαϊντάρ Σισμάν, Νουράι Γεσιλαζάρ, Χάνιφε Καρά. 130′

Σε ένα απομακρυσμένο ορεινό, ξεχασμένο από το σύγχρονο πολιτισμό, χωριό, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, μας μεταφέρει, στη δεύτερη αυτή ταινία του, ο Μουσταφά Καρά για να αφηγηθεί την ιστορία μιας φτωχής οικογένειας που αγωνίζεται να επιβιώσει. Ο Μεχμέτ, επικεφαλής μιας πενταμελούς οικογένειας, δεν θέλει να ζήσει την ασφυκτική, χωρίς κανένα μέλλον, ζωή του εργάτη σκάβοντας σε ορυχείο της περιοχής.

Αντίθετα, και παρά τα χρέη του που συνεχώς αυξάνονται καθώς και τα καθημερινά, πολύ λογικά παράπονα της προσγειωμένης στην άχαρη καθημερινότητα γυναίκας του, παραμένει άνθρωπος με όνειρα και ελπίδες για μια καλύτερη, πιο ανθρώπινη ζωή. Γι’ αυτό και επιμένει κάθε μέρα να σκάβει, με το σφυρί και τη γλυφίδα, σε αναζήτηση χρυσού και άλλων ορυκτών, στις πιο απόμερες, επικίνδυνες πλαγιές της ορεινής Ανατολίας, στη διάρκεια και των τεσσάρων εποχών του χρόνου, ακόμη και μέσα στη βροχή, το κρύο και τα χιόνια.

Με ένα στιλ συγγενικό με εκείνο του συμπατριώτη του Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν αλλά και του δικού μας Αγγελόπουλου, ο Μουσταφά Καρά, στα 130 λεπτά που διαρκεί η ταινία του, καταγράφει, αργά και με σιγουριά (με τρόπο, πρέπει να τονίσω, που σταδιακά καταφέρνει να σε καθηλώσει), με την κάμερα πίσω από ανοιχτές πόρτες και μουντά παράθυρα, και με έξοχα φωτογραφημένες, βουκολικές, θα έλεγα, βουτηγμένες συχνά στην ομίχλη, σκηνές, την πορεία του Μεχμέτ, που, εκτός από την προσπάθεια εξόρυξης χρυσού, επιμένει να χρησιμοποιήσει τον μοναδικό ταύρο της οικογένειας σε ταυρομαχίες που, όπως ελπίζει, μπορούν να του αποφέρουν πολλά χρήματα – με σκηνές της ταυρομαχίας που δείχνουν την ντοκιμαντεριστική παιδεία του σκηνοθέτη της.

Από την πρώτη σκηνή, και σε πολλές άλλες που ακολουθούν, παρακολουθούμε τον Μεχμέτ να σκάβει, άλλοτε στο σκοτάδι κι άλλοτε στο φως,, ψάχνοντας το χρυσό που θα τον απελευθερώσει από τη θλιβερή ζωή του.

Σκάψιμο σε αφιλόξενος χώρους, αντίστοιχους με εκείνους της αμερικανικής Άγριας Δύσης, με τη φύση (το βουνό, τα βράχια, τη βροχή, το χιόνι, την ομίχλη) να παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία κι όπου ο άνθρωπος μοιάζει με ένα ασήμαντο στοιχείο της.

Είναι ακριβώς σ’ αυτή την όμορφη, ταυτόχρονα άγρια, φύση, και μέσα από σκηνές που αγγίζουν το σουρεαλισμό (τα σαλιγκάρια που ξαφνικά έχουν καταλάβει όλο το χώρο, μέσα και έξω από το φτωχικό καλύβι όπου ζει η οικογένεια) που ο Μεχμέτ, σε ένα όμορφο, ποιητικό φινάλε που μοιάζει να βγήκε από κάποιο όνειρο ή παραβολή, θα υλοποιήσει τελικά το όνειρό του.

*** Suburra: υπόγεια πόλη
Suburra. Ιταλία, 2015. Σκηνοθεσία: Στέφανο Σολίμα. Σενάριο: Σάντρο Πετράλια, Στέφανο Ρούλι, Τζιανκάρλο Ντε Κατάλντο, Κάρλο Μπονίνι. Ηθοποιοί: Πιερφραντζέσκο Φαβίνο, Γκρέτα Σκαράνο, Ζαν-Ιγκ Ανγκλάντ, Αλεσάντρο Μπόργκι, Τζούλια Γκοριέτι. 135′

Με τον Πάπα να προσεύχεται και να συνομιλεί κρυφά με έναν κατώτερο ιερωμένο, ενώ οι υπηρέτριες ετοιμάζουν το πρωινό του, αρχίζει η ταινία του Στέφανο Σολίμα, σκηνοθέτη της πετυχημένης τηλεοπτικής σειράς «Γκομόρα». Σκηνή που ακολουθείται με μια σκηνή στο κοινοβούλιο (βρισκόμαστε στο 2011) με τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης να τονίζει, υπό τα χειροκροτήματα των βουλευτών του, πως «αυτό το καράβι δεν θα βουλιάξει».

Τις σκηνές αυτές ακολουθεί σκηνή σε κάποια δεξίωση, με ένα βουλευτή να ζητά «βοήθεια» στα σχέδιά του από ένα κολ-γκερλ πολυτελείας (όλες οι γυναίκες στην ταινία, πρέπει να αναφέρω, χρησιμοποιούνται απλά ως αντικείμενα για να εξυπηρετήσουν τα σχέδια των εξουσιαστών). Σκηνή που ακολουθείται, τη φορά αυτή, από σκηνή με μαφιόζους.

Εκκλησία, πολιτική και μαφία, η διαφθορά δηλαδή σε όλα τα επίπεδα της σύγχρονης ιταλικής κοινωνίας. Οι τρεις δυνάμεις που συνεργάζονται υπόγεια αλλά σταθερά και με συγκεκριμένο σχέδιο, για να μετατρέψουν τη Suburra, μια κακόφημη περιοχή της Ρώμης, μέσα σε εφτά μέρες («εφτά μέρες πριν από την Αποκάλυψη», όπως μας πληροφορούν οι τίτλοι της ταινίας) σε ιταλικό Λας Βέγκας, που θα τους αποφέρει το ζητούμενο, δηλαδή το χρήμα.

Με βάση το βιβλίο που έγραψε ο πρώην πολιτικός Τζιανκάρλο Ντε Κατάλντο, σε συνεργασία με τον Κάρλο Μπονίνι, η κάμερα του Στέφανο Σολίμα κινείται, μέσα από διαδρόμους, από μισοφωτισμένους, σχεδόν πάντα κάτω από βροχή, δρόμους, με ένα στιλ καθαρά ρεαλιστικό (σχεδόν ντοκιμαντεριστικό), με έντονα τα στοιχεία του νουάρ, με ένα σφιχτοδεμένο, χωρίς κλισέ, σενάριο και με μια σύγχρονη, πολύ πετυχημένη μουσική υπόκρουση, για να διεισδύσει στα διάφορα  στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας, και να μας αποκαλύψει τις μυστικές συμφωνίες, τις δολοπλοκίες, τους εκβιασμούς, αλλά και τις συγκρούσεις και τα ειδεχθή εγκλήματα των ανθρώπων που κινούν τα νήματα της εξουσίας, για να εξασφαλίσουν τα τεράστια οικονομικά κέρδη τους.

Ο Σολίμα δεν χαρίζεται σε κανέναν. Η ταινία του, όπως παλιότερα και εκείνες του Φραντσέσκο Ρόζι, εξετάζει κάθε πλευρά της λειτουργίας των μηχανισμών εκείνων (όπου η βία παραμένει αναπόσπαστο τμήμα) της κοινωνίας του ελεύθερου εμπορίου και του νεοφιλελευθερισμού, που στόχος της είναι το με κάθε μέσο κέρδος σε βάρος οποιασδήποτε ηθικής, κοινωνικής ή άλλης αξίας.

** 1/2 – Πλατεία Αμερικής
Ελλάδα, 2016. Σκηνοθεσία: Γιάννης Σακαρίδης. Σενάριο: Γιάννης Τσίρμπας (βασισμένο στο βιβλίο του «Η Βικτώρια δεν υπάρχει»), Βαγγέλης Μουρίκης, Γιάννης Σακαρίδης. Ηθοποιοί: Γιάννης Στάνκογλου, Μάκης Παπαδημητρίου, Βασίλης Κουκουλάνι, Θέμις Μπαζάκα, Ερρίκος Λίτσης, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Αχιλλέας Κυριακίδης. 86′

Την απογοήτευσή του για τη μετατροπή της Πλατείας Αμερικής σε ενα είδος γκέτο μεταναστών εκφράζει ο οργισμένος ρατσιστής Νάκος (ένας πολύ καλός, συγκρατημένος Μάκης Παπαδημητρίου), από τα βασικά πρόσωπα της ταινίας «Πλατεία Αμερικής» του Γιάννη  Σακαρίδη («Wild Duck»). Μια κάποτε σφύζουσα από ζωντάνια και νυχτερινή ζωή πλατεία, που οι παλιοί τη θεωρούσαν, όπως σωστά αναφέρει η ταινία, τη «Βία Βένετο της Αθήνας», από τις πιο ακριβές περιοχές της πρωτεύουσας, μέρος όπου έζησαν διάσημοι καλλιτέχνες και γενικά άνθρωποι των γραμμάτων. Αντίθετα, σήμερα η πλατεία εχει μετατραπεί, εξαιτίας των μεταναστών που την εχουν κατακλύσει, σε «πλατεία Αβυσσηνίας», όπως ειρωνικά την αναφέρουν οι γύρω από αυτήν κάτοικοι.

Ο ανυποχώρητος ρατσιστής Νάκος, που απεχθάνεται τους μετανάστες, γιατί ήρθαν να του πάρουν την πλατεία του («αυτό μου είχε μείνει μόνο», αναφέρει σε κάποια στιγμή, θέλοντας να κρατήσει, έστω και σε τατουάζ, το παλιό σιντριβάνι της πλατείας) ειναι ένα από τα πολλά πρόσωπα της ταινίας που ζουν στην ίδια πολυκατοικία με αυτόν. Ανάμεσά τους, τα υπόλοιπα βασικά πρόσωπα της ταινίας: ο Μπίλι (Γιάννης Στάνκογλου), ο «καλλιτέχνης» του τατουάζ, ο Σύρος Τάρεκ, με τη 10χρονη κόρη του, που θέλει να πάει στο Βερολίνο, η Αφρικανή Τερέζα, που την εκμεταλλεύονται οι νταβατζήδες και διάφοροι άλλοι.

Παρά τις κάποιες σεναριακές αδυναμίες και ορισμένα κλισέ που διεισδύουν σε μερικές από τις σκηνές, ο Σακαρίδης σκιαγραφεί με οξυδέρκεια και σιγουριά τους βασικούς  χαρακτήρες του, καταγράφοντας με λεπτομέρεια τη συμπεριφορά και τις διάφορες αντιδράσεις τους, από εκείνες με τον Νάκο στο μηχανάκι του άλλοτε να δοκιμάζει μια τρελή πρόταση για delivery του καφέ κι άλλοτε να μοιράζει τα δηλητηριασμένα καρβέλια με τα οποία σχεδιάζει να «εξολοθρεύσει» τους μετανάστες της πλατείας «του» (και με τα οποία παραλίγο θα σκότωνε την ίδια τη μητέρα του), μέχρις εκείνες της ταλαιπωρίας του Τάρεκ και της κόρης του, όταν οι διακινητές αναλαμβάνουν να τους στείλουν στη Γερμανία καθώς και στις σκηνές με τον Μπίλι είτε στη δουλειά του είτε όταν παίρνει τελικά μια θαρραλέα απόφαση για να βοηθήσει την Τερέζα και τον Τάρεκ.

Στη δημιουργία της σωστής ατμόσφαιρας συμβάλλει η μουντή φωτογραφία, ιδιαίτερα στους εξωτερικούς χώρους και όχι μόνο της πλατείας, η ατμοσφαιρική μουσική του Μίνου Μάτσα καθώς και οι εξαίρετες ερμηνείες όλων των ηθοποιών. Συνολικά μια ακόμη συγκλονιστική εικόνα του μεταναστευτικού, του ρατσισμού και της γενικότερης κοινωνικής κατάστασης στην Ελλάδα της κρίσης.