ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Έρωτας και ενηλικίωση στην μετά τον Πινοσέτ Χιλή

Σε επανέκδοση και ένα μικρό αριστούργημα από την Ουγγαρία

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Πολύ αργά για να πεθάνουν νέοι

Too Late To Die Young/Tarda Para Morir Yoven. Χιλή, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ντομίνγκα Σοτομάγιορ Καστίγιο. Ηθοποιοί: Ντεμιάν Χερνάντεζ, Άνταρ Ματσάντο, Μαγκνταλένα Τοντόρο. 110΄

Η μνήμη αλλά και η ενηλικίωση στη διάρκεια της επιστροφής της Χιλής στη δημοκρατία, βασισμένη στις εμπειρίες φίλων αλλά και της ίδιας της σεναριογράφου/σκηνοθέτριας, είναι στο επίκεντρο της συγκινητικής αυτής ταινίας της Ντομίνγκα Σοτομάγιορ Καστίγιο, βραβευμένης με το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Η ταινία παρακολουθεί τρία έφηβα παιδιά, την ανυπότακτη 16χρονη Σοφία, τον 16χρονο Λούκας και τη 10χρονη Κλάρα, σε ένα αποκλεισμένο δασώδη καταυλισμό, όχι και πολύ μακριά από το Σαντιάγκο, όπου είχαν διαφύγει διάφορες οικογένειες μεγαλοαστών καλλιτεχνών και γενικά ανθρώπων που προσπαθούσαν να αποφύγουν μπλεξίματα με τη δικτατορία. Η ταινία όμως είναι βασικά η ιστορία των τριών έφηβων παιδιών και των εντυπώσεων, των ερωτημάτων, των εμπειριών, των μικρών συγκρούσεων με τους γονείς, και πάνω απ’ όλα του πρώτου έρωτα, σε μια σημαντική, μεταβατική περίοδο της Χιλής.

Με την Σατομάγιορ Καστίγιο να παρουσιάζει τα γεγονότα μέσα από τα μάτια των νεαρών παιδιών, που προσπαθούν να καταλάβουν αυτά που συμβαίνουν γύρω τους, να έρθουν σε επαφή με τους γονείς και τους ενήλικες γύρω τους, αλλά και τα αισθήματά τους, το έρωτα και το σεξ.

Όλα δοσμένα με τα πρόσωπα τοποθετημένα στους συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους, με εντυπωσιακές σκηνές διανθισμένες με χιούμορ (π.χ. η σκηνή με το σκύλο της μικρής Κάρλα), με ωραία φωτογραφία (του Ίντι Μπριόνες), με ένα αβίαστο ρυθμό μια εξαιρετική διεύθυνση των νεαρών ηθοποιών της, με τη φύση να παίζει ένα ρόλο που θυμίζει περισσότερο τις ταινίες του Τέρενς Μάλικ καρά εκείνες λατινοαμερικανών σκηνοθετών (π.χ. . Χωρίς να παραλείψει να μας παρουσιάσει και την ιστορία ενός μικρόκοσμου που προσπαθεί να αντιμετωπίσει και να προσαρμοστεί στις ελευθερίες που του προσφέρει η νέα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.

*** Τσάι με τις κυρίες

Tea With the Dames. Βρετανία, 2018. Σκηνοθεσία: Ρότζερ Μισέλ. Ηθοποιοί: Τζούντι Ντεντς, Μάγκι Σμιθ, Αϊλίν Άτκινς, Τζόαν Πλόουραιτ. 84΄

Τέσσερις διάσημες γυναίκες ηθοποιοί που κέρδισαν τον τιμητικό βρετανικό τίτλο της Dame (Κυρίας – το αντίστοιχο στον άντρα είναι το knighthood, δηλαδή Ιππότης), συναντιούνται για τσάι και θυμούνται τους ρόλους τους στη σκηνή και στην οθόνη, στο συναρπαστικό αυτό ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε ο Ρότζερ Μισέλ («Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ»).

Ο Μισέλ εκμεταλλεύεται τις συχνές επισκέψεις των τριών γυναικών (της Ντεντς, της Σμιθ και της Άτκινς) στο σπίτι της Πλόουραϊτ στην εξοχή για να τις γνωρίσουμε όχι μόνο από κοντά αλλά και μέσα από τις υπέροχες αναμνήσεις τους από ωραία αποσπάσματα από τα έργα στα οποία πρωτοεμφανίστηκαν ή ερμήνευσαν αξέχαστους ρόλους, με τον Λόρενς Ολίβιε, σύζυγο της Πλόουραϊτ να εμφανίζεται συχνά όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως διευθυντής του Βασιλικού Εθνικού Θεάτρου, ο οποίος, εκτός από την Πλόουραϊτ είχε παίξει και μαζί με την Μάγκι Σμιθ – η ίδια Σμιθ μιμείται απολαυστικά τον ίδιο τον Ολίβιε, ενώ σε μια άλλη σκηνή παρουσιάζεται ως άντρας με μουστάκι σε μια από τις πιο γνωστές παραστάσεις της αγγλικής σκηνής της δεκαετίας του ’60.

Τέσσερις ηλικιωμένες γυναίκες, μύθοι στο χώρο του θεάματος, που θυμούνται με χιούμορ και γίνονται φίλες μας, με τα αστεία τους, τα σχόλια τους για τις ίδιες αλλά και τους κοντινούς τους, με το κουτσομπολιό τους, με τις αναφορές και τις συζητήσεις τους για το θέατρο, την ποίηση, τον Σέξπιρ, το φόβο τους κάθε φορά που βγαίνουν στη σκηνή, αλλά και για την ίδια τη ζωή και το θάνατο.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

**** ½ – Καρουζέλ

Gorninda/The Merry-Go-Round. Ουγγαρία, 1956. Σκηνοθεσία: Ζόλταν Φάμπρι. Σενάριο: Ζόλταν Φάμπρι, Λάζλο Νατάσι, Ίμρε Σαρκάντι. Ηθοποιοί: Μαρί Τορότσικ, Ίμρε Σόος, Άνταμ Σίρτες. 90´

Ο αγνός έρωτας δυο αγροτών στη σοσιαλιστική Ουγγαρία της δεκαετίας του ‘50, αντιμετωπίζει την άρνηση του πατέρα του κοριτσιού που προτιμά έναν πλούσιο, ανεξάρτητο γαιοκτήμονα που έχει εγκαταλείψει την κολεκτίβα, σε μια ταινία γυρισμένη λίγο πριν από τη σοβιετική στρατιωτική επέμβαση του ‘56, ταινία που εξέπληξε το φεστιβάλ των Κανών του 1956 και έβαλε στον κινηματογραφικό χάρτη της Ευρώπης και εκείνο της άγνωστης μέχρι τότε Ουγγαρίας (και την οποία, το 2000, αξίζει να αναφέρω, οι Ούγγροι κριτικοί τοποθέτησαν ανάμεσα στις 12 καλύτερες ουγγρικές ταινίες).

Παρά την κάποια προπαγανδιστική τάση της ταινίας για τα αγαθά του σοσιαλισμού (ιδιαίτερα της κολεκτιβοποίησης), ο Ζόλταν Φάμπρι, από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της ουγγρικής νουβέλ βαγκ, κατάφερε να δώσει έναν εντελώς διαφορετικό, όμορφο και συναρπαστικό, καθαρά κινηματογραφικό τόνο, στην ταινία του. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα, με το ζευγάρι να διασκεδάζει στο καρουζέλ, με την κάμερα να αιωρείται και να τρέχει μαζί τους, με τα όμορφα κοντινά, μαυρόασπρα πλάνα (αλήθεια, γιατί απορρίψαμε τόσο εύκολα τον τόσο ωραίο, πλαστικά όμορφο κινηματογράφο του μαυρόασπρου φιλμ;), με την ανεμελιά και τη χαρά της Μαρί και του Μάτε, του ερωτευμένου ζευγαριού της ταινίας, και ιδιαίτερα τη γεμάτη φωτεινότητα και αθωότητα, εκφραστικού προσώπου της Μαρί (η μεγάλη τότε αποκάλυψη της πανέμορφης Μαρί Τορότσικ), ο Φάμπρι βάζει το βασικό θέμα της ταινίας του, εκείνο της χαράς και της δύναμης του έρωτα σε αντίθεση με τη ζοφερή πραγματικότητα που ακολουθεί, με τον συμφεροντολόγο πατέρα («η γη παντρεύεται τη γη», υποστηρίζει α σπλάχνα κάποια στιγμή) να αναγκάζει τη Μαρί να παντρευτεί τον πλούσιο γαιοκτήμονα.

Ενώ, παράλληλα, αντιπαραβάλλει την ομορφιά και την αθωότητα των δυο νέων, με ένα πρωτότυπο, εντυπωσιακό τρόπο, μέσα από τον, προκλητικό για το γαμπρό και τους παρευρισκόμενους, χορό του «ζευγαριού», με τις χαρούμενες, ξέγνοιαστες σκηνές στο καρουζέλ της αρχής, τονίζοντας τη θλιβερή ατμόσφαιρα της γαμήλιας δεξίωσης, με εικαστικά συναρπαστικά πλάνα και με ένα γρήγορο, φρενήρη ρυθμό στο μοντάζ (με τα γκρο πλάνα των ποδιών των χορευτών). Συνολικά μια ταινία, που ακόμη και σήμερα, 63 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, δεν έχει χάσει τίποτα από την ομορφιά της.

*** Ο ήρεμος Ντον

And Quiet Flow the Don. Σοβιετική Ένωση, 1930. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ιβάν Πράβοβ, Όλγα Πρεομπραζένσκαγια, Μιχαήλ Προβόρ. Ηθοποιοί: Νικολάι Προτκόρνι, Αντρέι Αμπρικόσοβ, Έμα Τσεσάρσκαγια. 75΄

Η πρώτη (σε βουβή βερσιόν) κινηματογράφηση του επικού βιβλίου του Μιχαήλ Σόλοχοβ, γύρω από ένα χωριό Κοζάκων κοντά στον ποταμό Ντον, στην περίοδο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφύλιου που ακολούθησε. Επίκεντρο της ταινίας οι σχέσεις ανάμεσα σε τρία πρόσωπα του χωριού: την Ακσίνια παντρεμένη με ένα βίαιο άντρα, τον Στεπάν, και τον εραστή της Ακσίνια, Γκρέγκορι, που τελικά στέλνεται στο μέτωπο, με φόντο πάντα τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της τότε περιόδου και με το βάρος της σκηνοθεσίας στην ευρηματική (για την εποχή του), βασισμένη στις θεωρίες του Αϊζενστάιν, χρήση του μοντάζ.

** ½ – Μονομαχία στον κόκκινο ήλιο

Soleil Rouge/Red Sun. Γαλλία/Ιταλία/Ισπανία, 1971. Σκηνοθεσία: Τέρενς Γιανγκ. Σενάριο: Ντεν Μπαρτ Ντενικλέρ, Γουίλιαμ Ρόμπερτς, Λόρενς Ρόμαν, Λερντ Κένιγκ. Ηθοποιοί: Τσαρλς Μπρόνσον, Τοσίρο Μιφούνε, Αλέν Ντελόν, Ούρσουλα Άντρες, Καπισίν, 112΄

Τρία μεγάλα ονόματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, Τσαρλς Μπρόνσον, Αλέν Ντελόν και ο γνωστός μας από τις ταινίες του Κουροσάβα, Τοσίρο Μιφούνε, ενώνονται σ’ αυτή την ευρωπαϊκής συμπαραγωγής ταινία για να μας προσφέρουν μια περιπέτεια στο στιλ των σπαγγέτι γουέστερν. Η ληστεία αφορά ένα τρένο, όπου οι δυο ληστές (Μπρόνσον και Ντελόν), εκτός από τα χρήματα κλέβουν και ένα τελετουργικό σπαθί που ο Ιάπωνας πρεσβευτής μεταφέρει για να προσφέρει στον Αμερικανό πρόεδρο εκ μέρους του Ιάπωνα αυτοκράτορα. Όταν ο ένας από τους ληστές (Ντελόν) ξεγελά τον άλλο (Μπρόνσον), ο Ιάπωνας φρουρός (Μιφούνε) συνεργάζεται με τον Μπρόνσον για να επανακτήσει το σπαθί.

Η ταινία ακολουθεί τη συνταγή των συνηθισμένων περιπετειών του είδους, με βασικό άξονα έλξης την παρουσία των τριών αντρών πρωταγωνιστών, συν των δυο γυναικών (Ούρσουλα Αντρες και Καπισίν).