Της Ζωής Τόλη

Το έργο «Ολεάννα», του Ντέιβιντ Μάμετ, παρουσιάζεται το θέατρο Όλβιο, σε μετάφραση/σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, με το Δημήτρη Πετρόπουλο και τη Ντάνη Γιαννακοπούλου.

«Ολεάννα», ένας τόπος ονειρικός που προσφέρει ψυχική ηρεμία και μακαριότητα. Κάτι το ουτοπικό που ο καθένας εύχεται να ζήσει. Ένα δραματικό έργο που πραγματεύεται την εξουσία ανάμεσα στα δύο φύλα και την ελλειμματική επικοινωνία στις σχέσεις. Γράφτηκε το 1992 και ένα χρόνο αργότερα ανέβηκε στο Royal Court theatre σε σκηνοθεσία του Χάρολντ Πίντερ. Το 1994 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον ομώνυμο τίτλο.

Η αναζήτηση της ευτυχίας γίνεται αδήριτη ανάγκη και βλέπουμε τους δύο ήρωες να πασχίζουν να την κατακτήσουν, κυνηγώντας και οι δυο τη δική τους Ολεάννα.

Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Ντέιβιντ Μάμετ τοποθετεί τους ήρωές του στην παγίδα ενός εφιαλτικού παιχνιδιού με κέντρο βάρους την επιβολή. Ανοίγει ένα παράθυρο από όπου ο θεατής παρατηρεί το «αλληλοφάγωμα» του Τζων, καθηγητή πανεπιστημίου και της Κάρολ που είναι φοιτήτριά του. Μία συνηθισμένη συμφωνία μεταξύ καθηγητή και φοιτήτριας προκαλεί βίαιη σύγκρουση τόσο σε λεκτικό όσο και σε ψυχολογικό / σωματικό επίπεδο.

Το χάσμα μεταξύ τους δείχνει την αναπηρία ουσιαστικής επαφής μέσω του λόγου. Η εντελώς διαφορετική αντίληψη και ερμηνεία των καταστάσεων από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη οδηγεί σε αδιέξοδο που απλώνεται σε όλο το κοινωνικό φάσμα, πέρα από τη μάχη αρσενικού θηλυκού. Η αντιπαλότητα που αναπτύσσεται στοιχειοθετεί το δραματικό χαρακτήρα του παραγόμενου σκηνικού προϊόντος.

Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η φοιτήτρια καταγγέλλει τον καθηγητή για κατάχρηση εξουσίας και σεξουαλική παρενόχληση. Αυτό σηματοδοτεί την πτώση του Τζων, να τεθεί σε διαθεσιμότητα και να χάσει το σπίτι που σχεδίαζε να αγοράσει. Δυσκολεύεται να καταλάβει, καθώς για εκείνον δεν τίθεται θέμα ερωτικής ή άλλης διάστασης σχέσης εκτός από το ότι θέλει να βοηθήσει τη φοιτήτρια Κάρολ που έχει πρόβλημα με την επίδοσή της.

Ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης μας παρουσιάζει ένα έργο με χιούμορ πάνω σε δραματικό καμβά, έτσι ώστε το πεδίο μάχης των ηρώων να φανερώνεται σε όλο του το μεγαλείο. Τα συναισθήματα και οι εικόνες εξελίσσονται ανεμπόδιστα, κάνοντας τους θεατές να συμμετέχουν σε ό,τι διαδραματίζεται, διχασμένοι ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες οι οποίοι παραπαίουν έχοντας εσφαλμένη αντίληψη της πραγματικότητας.

Κρυμμένοι πίσω από την υποκειμενικότητά τους, αξιολογούν συμπεριφορές και αισθήματα με κέντρο μόνο τις δικές τους ανάγκες και τις εντυπώσεις της στιγμής. Με ψυχαναλυτικούς όρους η σχέση τους χαρακτηρίζεται παρανοΐκή και όλο αυτό οδηγεί σε ένα κρεσέντο δραματικής έντασης και κλειστοφοβικού ψυχισμού με τα δύο πρόσωπα να ανταγωνίζονται ποιανού η αλήθεια είναι πιο πραγματική.

Ο Δημήτρης Πετρόπουλος υποδύεται τον καθηγητή του οποίου η αμηχανία και η ανασφάλεια είναι έκδηλες , κάτι που τον κάνει να απολογείται στην φοιτήτριά του, πράγμα που δεν εγκρίνει. Αυτή του η συμπεριφορά τον θυμώνει και γι αυτό είναι καζάνι που βράζει, μέχρι να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ερμηνεύει αυτό το δύσκολο χαρακτήρα με την υποκριτική μαεστρία που απαιτεί ο ρόλος, εστιασμένος στο κέντρο του, παίζοντας με ρεαλισμό παρότι παρεμβάλλονται σε αρκετά σημεία κάποιες «λυρικές» εξάρσεις, καθόλα απαραίτητες.

Ένας καθηγητής μετέωρος μπροστά στη σκληρή και απρόβλεπτη συμπεριφορά της Κάρολ, την οποία είχε υποτιμήσει.

Η Ντάνη Γιαννακοπούλου σε κάθε μία από τις τρεις πράξεις του θεατρικού μεταποιείται υποκριτικά σε τέτοιο βαθμό που ξαφνιάζει με τη δυναμική που αναπτύσσει. Φοβισμένη, ανήσυχη και αβέβαιη, ξεδιπλώνει το κουβάρι της μεταμόρφωσής και γίνεται μια ισχυρή παίκτρια σε ένα ανελέητο παιχνίδι εξουσίας. Από το ντροπαλό και αφελές κορίτσι μετατρέπεται σε μία γυναίκα αγωνίστρια που μάχεται για εκείνη και την ομάδα της για δημοκρατικές διαδικασίες και ελευθερία στα πανεπιστημιακά δρώμενα.

Η ακρίβεια και οι απανωτές υποκριτικά σκηνικές «μεταπτώσεις» της, ορίζουν μία ερμηνεία μεστή, στέρεη και άκρως καταλυτική στη δραματική κορύφωση.

Η «σύμπραξη» των δύο πρωταγωνιστών είναι ταιριαστή και σφοδρά εναρμονισμένη στο θεματικό πυρήνα του έργου.

Τα ευφάνταστα και λειτουργικά σκηνικά / κοστούμια της Έλλης Λιδωρικιώτη αναδεικνύουν και εξελίσσουν τη θεατρική δημιουργία μαζί με τους ηθοποιούς.

Η μουσική του Γιώργου Περιστέρη συμπληρώνει τη σκηνική πράξη συμμετέχοντας στο όλο δραματουργικό σύμπαν.

Η επιμέλεια της κίνησης της Νατάσας Παπαμιχαήλ και οι σωστοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα συμπληρώνουν με έμπνευση το τελικό αποτέλεσμα.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι και οι δύο πλευρές ξεκινάνε από μια λογική βάση , αλλά όσο προχωράει η «ιδεολογική»περιπέτειά τους, φαίνεται το αδιέξοδο που είναι αισθητά παρόν. Καμμία αλήθεια δεν μπορεί να αποδειχτεί καθώς η τελευταία έχει παραπάνω από μία έδρες, όντας πολυπρισματική.

Μία πολύ καλή παράσταση που επικοινωνεί άριστα με το κοινό της και που ευελπιστεί να μας προβληματίσει για τη δική μας Ολεάννα.