Στην παύση της δίωξής τους για ένα τυπικό πλημμέλημα κατέληξε η πολύχρονη έρευνα σε βάρος των εισπρακτικών εταιρειών στην Ελλάδα. Η εισαγγελέας κατέληξε ότι τα επίμονα τηλεφωνήματα και η φορτικότητα με την οποία διεκδικούν την πληρωμή των «κόκκινων» δόσεων δεν συνιστούν κακουργηματική εκβίαση των οφειλετών.

Το πόρισμα της εισαγγελέως Ευγενίας Μαρούδα λέει ότι  «καλώς χτυπάει το τηλέφωνο», αφού απαλλάσσει τις εισπρακτικές εταιρείες από τα κακουργήματα που είχαν καταγγείλει εκατοντάδες πολίτες, αλλά και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.

Όπως αναφέρεται στο πόρισμα, «δεν προκύπτει ότι οι εταιρείες επεδίωκαν παράνομο όφελος από την επικοινωνία τους με τους οφειλέτες, αλλά είχαν το δικαίωμα να ζητούν τα οφειλόμενα».

Βασικό ρόλο στην απαλλαγή τους έπαιξε γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που αναφέρει ότι, «εφόσον είχαν συμβάσεις με τις τράπεζες, τότε νομίμως κατείχαν ονόματα, τηλέφωνα και προσωπικά στοιχεία οφειλετών». Ανάμεσα στα δικηγορικά γραφεία που ελέγχθηκαν ήταν και αυτό πρώην υπουργού που απαλλάχθηκε το 2013 με εισαγγελική διάταξη.

Έπειτα από εννιά χρόνια ελέγχθηκαν συνολικά 29 εταιρείες και 17 δικηγορικά γραφεία. Τελικά ασκήθηκε δίωξη σε 15 άτομα, μεταξύ των οποίων εκπρόσωποι και υπάλληλοι έξι εταιριών και δύο τραπεζών.

Οι συγκεκριμένες εταιρείες, που είναι οι θυγατρικές των τραπεζών, διώκονται για τον τυπικό λόγο ότι δεν ήταν εγγεγραμμένες στο Μητρώο Καταναλωτών, συνεπώς δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά στοιχεία των δανειοληπτών.

Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι εισπρακτικές εταιρείες είχαν ανάρμοστη συμπεριφορά στους πολίτες, η οποία στοιχειοθετεί το πλημμέλημα της παράνομης βίας.

Ωστόσο, το αδίκημα διώκεται μόνο κατόπιν μήνυσης και για αυτό κλήθηκαν περισσότεροι από 100 καταγγέλλοντες. Η πλειονότητα ωστόσο δεν θέλησε να καταθέσει μήνυση. Η Εισαγγελία Εφετών θα αποφασίσει εάν θα υιοθετήσει το πόρισμα, αρχειοθετώντας το συγκεκριμένο σκέλος της έρευνας.