Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Οι στρογγυλές επέτειοι – τις αναζητάμε από την γέννησή ή από τον θάνατο ενός συγγραφέα – με σκοπό να στρέψουμε την ματιά μας προς την εποχή και στο έργο τους. Είναι μία αφορμή για να ξαναδιαβάσουμε κυρίως τους παραγνωρισμένους κι ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας ανήκει σ’ αυτούς, καθώς η δημιουργία του δεν λειτουργεί επιδραστικά στους νεότερους συγγραφείς και αναγνώστες. 

Δεν προκάλεσε τομές και δεν επέρασε στον κανόνα της νεωτερικής κατάστασης, αν και είχε γεννηθεί την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, πολύ κοντά με τις χρονολογίες γέννησης εκπροσώπων της ονομαζόμενης γενιάς του ’30.

Παρέμεινε πάντα ως ιδιοσυγκρασία ο άνθρωπος του Μεσοπολέμου, προσκολλημένος στο μετασυμβολικό πρόταγμα και επικεντρωμένος στην προφορική παράδοση του δημοτικού τραγουδιού. Η επιφυλλιδογραφία του κινήθηκε ενάντια στα νέα κινήματα της εποχής, πάντα μακριά από πειραματισμούς, κι ακόμη μακρύτερα από τις νέες τεχνικές π.χ. του ελεύθερου στίχου.

Δεν γνωρίζω πόσο επέδρασε η καταγωγή του στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του: υπήρξε ένα φτωχόπαιδο από το την Πλατανούσα της Ηπείρου που όταν ήρθε για φιλολογικές σπουδές στην Αθήνα, δεν είχε να φάει. Γιαυτό χρειάστηκε περί τα ένδεκα χρόνια για να αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας.

‘Εμαθε μόνος του γαλλικά, αγγλικά και ρωσικά, κι ήρθε σε επαφή από το πρωτότυπο με τα μείζονα έργα του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα, όπως διαμορφώθηκε στις μητροπόλεις του 19ου αιώνα. Για να καταλάβουμε την ψυχοσύνθεση του Γιώργου Κοτζιούλα, αρκεί να παραθέσουμε ένα από τα σατιρικά τετράστιχα του, με τον τίτλο «Σ’ έναν ασύδοτο στιχοποιό», στο οποίο τα βάζει με μοντερνιστή ποιητή που δεν έχει ταυτοποιηθεί: «Μαντήλι για τη μύτη σου τον Έλιοτ και Σεφέρη/διατίμησες, το τσαμπουνάς και για όποιον δε σε ξέρει,το Νόμπελ σίγουρος κι εσύ πως κάποτε θα πάρεις·/μας είπες όμως, φαφλατά, πως είσαι και μυξιάρης.»

         Ο ψάλτης και θρηνολόγος του ‘Αρη Βελουχιώτη

Δεν ξέρω, αν είχε επιλέξει συνειδητά να παίξει τον ρόλο του λαϊκού βάρδου, πάντως η συμμετοχή του στο αντάρτικο με την 8η Μεραρχία του ΕΛΑΣ Ηπείρου υπό τον ‘Αρη Βελουχιώτη και η ίδρυση σ’ αυτά τα συμφραζόμενα της Λαϊκής Σκηνής για την οποία έγραψε θεατρικά έργα υπό το βάρος της περίστασης, μας οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Πάντως είναι γεγονός ότι μετά την Απελευθέρωση και υπό τη σκιά της Λευκής Τρομοκρατίας, εκδίδει, το 1946, δύο ποιητικές συλλογές στις οποίες άδει ως νέος Ερωτόκριτος της Αριστεράς.  Ο «Άρης» και οι «Πρώτοι του αγώνα» έχουν απομακρυνθεί από τη βαρυθυμιά του ορεινού τόπου και από την κατάθλιψη της πρωτευουσιάνικης στέρησης, ο Γιώργος Κοτζιούλας κρατάει την κάλβεια λύρα και ψάλλει: «Δεν είναι αλύγιστος, ουδέ κρατάει καμάρι/παρά μιλάει με λόγια απλά του καθενός/κι όλοι τον νοιώθουν σα δικό τους πια τον Άρη, /γιατ΄είναι αληθινά γενναίος και τρανός.»

Από εγκωμιαστής, γίνεται ο θρηνολόγος του αυτοκτόνου καπετάνιου: «Ωχ,  Άρη, δεν το λόγιαζα, πιστός σου εγώ, θυμήσου,/να γίνω τόσο γλήγορα και μοιρολογητής σου./Μα όχι, δεν πρέπουν κλάματα σ’ εσέ, δεν πρέπουν θρήνοι,/παρά για μέθυσμα κρασί να πιω με το λαγήνι/κι αλαλιασμένος, με το νου φευγάτο, δίχως γνώμη,/για τ’ όνομά σου δεύτερα και για το παρανόμι,/προς τα ηπειρώτικα βουνά κοιτώντας τάχα πέρα,/κουμπούρα μια και δυο βολές ν’ αδειάσω στον αέρα/και ματαπάλι, να βροντάει άπαυτα μέσαθέ μου/σα διπλοκάμπανο ή καθώς τρουμπέτα του πολέμου,/για να δοκιέμαι, τρέμοντας ως μες στο φυλλοκάρδι,/το χρέος οπόχουν το σκληρό στα χρόνια μας οι βάρδοι.»

Ποίηση από το στόμα του λαού

Ο μεταπολεμικός κόσμος του βαρήκοου από την παιδική ηλικία και φθισικού από κακοφαγιά δημιουργού δεν ανταποκρίθηκε στις προπολεμικές και αντιστασιακές προδοκίες του. Να το διατυπώσουμε απλά: Δεν έγινε καλύτερος, δεν προσαρμόστηκε στο κομμουνιστικό όραμα του συγγραφέα μας, αν και ο ίδιος δεν είχε επιλέξει να μην είναι μέλος του ΚΚΕ. Ο ποιητικός, ο διηγηματικός και μεταφραστικός καταθέτης του στην τράπεζα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, παρέμεινε άτοκος, αδάνειστος, με μία λέξη δεν λειτούργησε ως τοκογλύφος της της εν ζωή φήμης του και της μεταθανάτιας μνήμης του.

Και για να καταλάβουμε, πως αντιλαμβανόταν ο Γιώργος Κοτζιούλας την πρόσληψη της λογοτεχνίας, ας ρίξουμε στο χαρτί αποσπάσματα από τον πρόλογό του στην μετάφραση των «Αθλίων» του Βίκτωρος Ουγκό, που κυκλοφόρησε το 1955: «[…] Το σπουδαίο είναι πως τους »Αθλίους» δεν τους διαβάζουν, δεν τους μελετούν μόνο οι διανοούμενοι, οι ειδικοί των γραμμάτων, όπως άλλα έργα, μουσειακά ας πούμε. Το αποζητάει και ο πολύς κόσμος, – ο μόνος ικανός να κατακυρώσει ένα έργο τέχνης, να το απαθανατίσει […].».

Και αλλού: «[…] Είναι λοιπόν οι »Άθλιοι», παρά το απλό ύφος τους, το προσιτό στον καθένα, δύσκολο βιβλίο. Αξίζει όμως να το διαβάσουν και να το ξαναδιαβάσουν όλοι, μικροί και μεγάλοι, γιατί περικλείει αιώνιες αλήθειες. Είναι από τα παλαιότερα βιβλία που γράφτηκαν κυρίως για το λαό, για την προβολή του ως πρωταρχικού παράγοντα της κοινωνίας, αλλά και για τη διαφώτισή του σχετικά με το λειτουργικό του ρόλο. Αγκαλιάζει όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις, αλλά εδράζεται στα λαϊκά στρώματα.»  Παρά τον κηρυγματικό τόνο και παρά την ιδεολογικοποίηση της λογοτεχνίας μέσα από τα συγκεκριμένα παραθέματα, ο Γιώργος Κοτζιούλας ζητάει μία λογοτεχνία για τους πολλούς, που είναι οι φτωχοί, συνήθως κυνηγημένοι, κατατρεγμένοι, φυλακισμένοι.

Εκατόν δέκα χρόνια από την γέννησή του, εξακολoυθεί να περνάει ανάμεσα από απολλωνιακούς και διονυσιακούς, υψιπετείς  σαν τον Σικελιανό και τον ποιητή Καζαντζάκη, τους μοντέρνους ελιοτικούς σαν τον Σεφέρη, και επιλέγει την λαϊκή μούσα, αλλά και την λυρική ειρωνεία ενός Καρυωτάκη ή ενός Σκαρίμπα.