Του Συμεών Σολταρίδη

Λόγω της μεργάλης σημασίας που έχει η Μέση Ανατολή και η Ανατολική Μεσόγειος, μετά την συνέντευξη που δημοσιεύσαμε την προηγούμενη εβδομάδα, της αν.καθηγήτριας στο Παν. Αιγαίου, Βιβής Κεφαλά, σήμερα δημοσιεύουμε την συνέντευξη του Αφεντούλη Λαγγίδη.

Είναι διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διδάσκει στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών και στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και υπήρξε διαλέκτης του Τμήματος Τουρκικών και σύγχρονων Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκε ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστημίου και διατέλεσε ειδικός επιστημονικός συνεργάτης της Ναυτικής Σχολής Πολέμου. Διατέλεσε επίσης, επιστημονικός συνεργάτης του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών, καθώς και του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων.

Ποια η γενική εικόνα της Μέσης Ανατολής με το διεθνές εναλλασσόμενο παζλ;

Σε πολλές αναλύσεις που επικεντρώνονται στη Μέση Ανατολή, το τελευταίο διάστημα (από το ξέσπασμα των «Αραβικών Ανοίξεων», ως και την πραγματικότητα στη μετακορονοϊό εποχή) εμφανίζονται παγίως δυο μοτίβα: α) η Μέση ανατολή του 2020, εμφανίζει ομοιότητες με αυτή της αμέσως μετά το 1916 (Συμφωνία Sykes-Picot) εποχής, ήτοι την επιστροφή σε ζώνες/σφαίρες επιρροής και β) η επιδημία του Covid-19 άλλαξε (μόνιμα υπονοείται) τα γεωπολιτικά δεδομένα στο χώρο. Επιπροσθέτως εμφανίζεται παγίως ένα κατ’ εξοχήν διπολικό σχήμα (όπου κατά περίπτωση, οι δυο πόλοι είναι -εναλλακτικά ή/και συμπληρωματικά- το Ιράν και τα συντηρητικά (βλ. Αραβικά/Σουνιτικά καθεστώτα/μοναρχίες του Κόλπου, το Ισραήλ προφανώς, οι ΗΠΑ και η Ρωσία μόνη ή σε συνδυασμό με την Κίνα) κ.ο.κ.

Τα πραγματικά δεδομένα (εδραζόμενα σε γεωπολιτικούς συντελεστές ισχύος υλικούς ή άϋλους), μάλλον οδηγούν στο συμπέρασμα πως η επιστροφή σε ένα status quo ενός και πλέον αιώνα πριν, δεν είναι δυνατή, αφού, αφενός, οι δρώντες είτε πλέον δεν υφίστανται πλέον, αφετέρου οι ενεργοί δρώντες σήμερα ΔΕΝ διαθέτουν ούτε την πλήρη ελευθερία κινήσεων ούτε την ισχύ να επιβάλλουν τον διαμοιρασμό της Μέσης Ανατολής σύμφωνα με το σχεδιασμό τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες (που ούτως ή άλλως δεν επέτυχαν και στο παρελθόν σχήματα κατά το δοκούν) επί παραδείγματι είναι αμφίβολο αν σε μια πιθανή μετα-Τραμπ εποχή να επανακάμψουν δυναμικά κατά το υπόδειγμα του παρελθόντος. Επί του παρόντος, κύριο μέλημα είναι η διαχείρηση της κατάστασης όπως πιθανώς θα διαμορφωθεί μετά την ανακοίνωση προσάρτησης της Δυτικής Όχθης (η οποία ομολογουμένως –αν τελικά γίνει πριν τις Αμερικανικές εκλογές – εγείρει ερωτηματικά με την καθυστέρηση της). Στη Συρία οι Αμερικανοί εμφανίζονται συμβιβασμένοι με την παρουσία και ρόλο της Ρωσίας, παρά το ότι εξακολουθούν να αντιτίθενται στο καθεστώς Άσσαντ.

Η Ρωσία με τη σειρά της, συμφιλιώνεται με την ιδέα ότι τα κέρδη στη Μέση Ανατολή ήταν και είναι πεπερασμένα και δεν εμφανίζεται κάθετα αντίθετη πλέον έναντι της επί του εδάφους στην Λιβύη. Τούτο σημαίνει πως διαμορφώνεται ένας γεωπολιτικός χώρος ευνοϊκός στην παρουσία άλλων μερών («ενδιάμεσων σε δύναμη») είτε χωρών της περιοχής (όπως η Αίγυπτος, αν ποτέ αυτή ξεπεράσει τις οικονομικές κυρίως εγγενείς αδυναμίες της) είτε απομακρυσμένων όπως η Κίνα, η οποία όμως αφενός δεν διαθέτει ακόμη επαρκείς προσβάσεις, αλλά ακόμα ούτε και τα απαραίτητα μέσα διείσδυσης (οικονομικής κυρίως)

Ποιος ο ρόλος της Τουρκίας; Έχει οφέλη από την εκεί παρουσία της;

Αντιστρέφοντας το εύλογο ερώτημα του εάν η Τουρκία έχει αποκομίσει πραγματικά οφέλη από το ρόλο που διαδραμάτισε στη Συρία ή τη Λιβύη, η τουρκική εξωτερική πολιτική η οποία φέρει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σκέψης του τούρκου Προέδρου (και όχι μόνο βεβαίως) εμφανίζεται να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο ΚΟΣΤΟΣ το οποίο έχει υποστεί. Σε μια ανάλυση cost-benefit analysis και επί τη βάση του σκεπτικού πως το οιοδήποτε όφελος θα προκύψει όχι άμεσα, αλλά σε βάθος χρόνου, η Τουρκία με κινήσεις δανεισμένες από τα χαρτοπαίγνια (“All In”) ανεβάζει το «στοίχημα» όσο η αντίδραση δεν ξεπερνά, κυρίως τις ανοχές της άμεσης επιβίωσης του καθεστώτος Ερντογάν.

Επιπλέον –και πολύ σημαντικό ετούτο- αντιλαμβάνεται το γεωπολιτικό παίγνιο ενσωματώνοντας στην όλη «εξίσωση» το Ενεργειακό παίγνιο, η ευμενής τροπή του οποίου για την ίδια, θα αλλάξει άρδην το στάτους της χώρας, επιτρέποντας της να ξεφύγει από το «περιφερειακό πλαίσιο» και να ενταχθεί σε ένα πλανητικό πλέον (Ευρασία-Αφρική), κάτι το οποίο κολακεύει και τις ενδόμυχες (??) επιθυμίες της.

Γιατί την βλέπουμε στη Μ. Ανατολή σε εναλλασσόμενη συμμαχία με Ρωσία και ΗΠΑ;

Ας διευκρινισθεί εξ αρχής ότι αυτή η στάση της Τουρκίας, έχει επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές στο παρελθόν. Αρχικά μετά την Κρίση της Κούβας (’62) και «τελεσίγραφο Τζόνσον» (’64) και αργότερα πριν και μετά το 1974 (εισβολή στην Κύπρο) με το ζήτημα της οπιοπαραγωγής και το εμπάργκο αντιστοίχως. Οι όποιες ομοιότητες βεβαίως δεν αναιρούν τις διαφορές με τις σημερινές συνθήκες, αλλά μας επιτρέπουν την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, για το μέλλον και το φαινομενικά «παράδοξο» και «αλλοπρόσαλλο» αυτής της συμπεριφοράς.

Να σημειωθεί πως η ένταξη της Τουρκίας στο Δυτικό στρατόπεδο ΔΕΝ οφείλεται μόνο στην ατατουρκική κληρονομιά της «δυτικοποίησης» (άλλωστε η πολιτική διαθήκη του Μ. Κεμάλ, η οποία σχεδόν στιγμιαία είδε το φως της δημοσιότητας επί Οζάλ, για να «αποσυρθεί» διακριτικά αμέσως μετά) συνιστούσε την σχεδόν με κάθε κόστος αποφυγή της ρήξης με την τότε Σοβιετική Ένωση (βλ. 10ετή σύμφωνα φιλίας κλπ.) .

Ο Α. Λαγγίδης

Ο «επαναπροσανατολισμός» έγινε επί τη βάση της απειλής η οποία εξεφράσθη τότε από τη σοβιετική πλευρά για την ασφάλεια της χώρας το 1945. Η επιλογή της Δύσης και των ΗΠΑ, υπήρξε η μοναδική για τους τούρκους ιθύνοντες. Σήμερα (μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης) και εν τη απουσία «πραγματικών και ορατών « απειλών για την ασφάλεια της χώρας και ιδίως αφ ης στιγμής η Ρωσία από το ’91 και μετά ακολουθεί «συνεργατική» (στην οικονομία και όχι μόνο) στάση η Τουρκία έχει την «πολυτέλεια» να στραφεί είτε πραγματικά είτε διακηρυκτικά ως απειλή έναντι των ΗΠΑ, προς τη Ρωσία.

Πολύ δε περισσότερο δε, εφόσον τα συνολικά μεγέθη της Τουρκίας (με την εξαίρεση βεβαίως της εδαφικής έκτασης) έχουν διαφοροποιηθεί δραματικά υπέρ της. Σε συνδυασμό δε τούτο, με την διαπίστωση της τουρκικής πλευράς ότι η αμερικανική πλευρά είτε δεν δύναται πλέον, είτε δεν διαθέτει την θέληση να δρα τόσο παρεμβατικά και ενεργά όσο παλαιότερα (παρά μόνο αν το διακύβευμα απειλεί την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ) η Τουρκία εκδιπλώνει ένα σχεδιασμό στη Μ. Ανατολή και την Αν. Μεσόγειο, που «απορροφά» το κόστος στην Αμερικανική Διοίκηση και το Νομοθετικό, χρησιμοποιώντας και ενεργοπιώντας Αντι-Ρωσικά/αντι-κινεζικά αντανακλαστικά και χορηγώντας βεβαίως αφειδώς κεφάλαια για την επικοινωνιακή εικόνα της.

Σχετίζεται με την παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο;

Είναι σαφές, και σημειώθηκε και ανωτέρω ότι η Ανατολική Μεσόγειος γίνεται αντιληπτή ως πεδίο επί του οποίου μελλοντικά θα κριθεί το κάτα πόσον η Τουρκία θα παραμείνει στον ήσσονα ρόλο της «περιφερειακή δύναμης» ή θα επαυξήσει επαρκώς τα μεγέθη της ώστε να καταστεί χώρα κομβική για όλες τις εξελίξεις στην Ευρασία και την Αφρική.

Αυτό θα επιτευχθεί –σύμφωνα με τους τουρκικούς σχεδιασμούς- με την εντυπωσιακή σε μέγεθος αύξηση της στρατιωτικής ισχύος (τη διαδικασία της οποίας παρακολουθούμε συνεχώς με τα εξοπλιστικά/τεχνολογικά προγράμματα), με την μεγέθυνση του χώρου προβολής Ισχύος, και με την παρεμβατικότητα σε όσες εξελίξεις εμπλέκουν τρίτα μέρη, αλλά αφορούν και την ίδια («δεν μπορεί να σημειωθεί καμία εξέλιξη χωρίς τη δική μας συγκατάθεση»).

Η φράση αυτή βεβαίως έχει δυο αναγνώσεις:

Πρώτον, όντως η ελληνική πλευρά δεν έχει (ίσως αδυνατεί όπως και άλλοι δυτικοί κύκλοι) αντιληφθεί τον τρόπο σκέψης και τα δεδομένα της «Νέας –κατά Ερντογάν- Τουρκίας». Η ελληνική πλευρά συζητεί με όρους και με γλώσσα που περιορίζεται στις διπλωματικές ατραπούς, όπου ο ορθολογισμός, ή/και έννοιες όπως Κράτος Δικαίου, και Δικαιώματα (ατομικά και συλλογικά) αντικαθίσταται στην τουρκική περίπτωση με αριθμητικά μεγέθη κατά κύριο λόγο ισχύος.

Αντιστοίχως, η τουρκική πλευρά, αντιλαμβάνεται την στάση που τηρεί η πλευρά με την οποία διαλέγεται, και εφόσον αυτή εμμένει σε αυτή και μόνο, όχι απλά ως «πασιφισμό» αλλά και ως πρόδηλη αναγνώριση πως αυτή (οι συνομιλητές δηλαδή) «δεν μπορούν» (δεν διαθέτουν την ισχύ) «ούτε θέλουν» (βλ. φοβούνται)

Αλλάζουν οι σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας;

Απαραίτητη προϋπόθεση για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα είναι α) το ιστορικό πλαίσιο και β) οι απόψεις που διαχέονται εντός των ισραηλινών κύκλων ηγεσίας, αναφορικά προς την Τουρκία.

Σε σχέση με το πρώτο σκέλος, να επισημανθεί πως σχεδόν από ο (επίσημο) ξεκίνημα τους (1949), οι Τουρκοισραηλινές σχέσεις αναπτύχθηκαν μέσω της αντίληψης/ανάγκης του Ισραήλ για αναζήτηση μιας –μουσουλμανικής μεν πλην όμως- μη αραβικής χώρας με συμφέροντα που συνέκλιναν και μέσω της ιδιαίτερης σχέσης και των δυο με τη Δύση και –βεβαίως- του μεγέθους της Τουρκίας (γεωγραφικά και πληθυσμιακά) ως δυνητική και πραγματική αγορά.

Από τουρκικής πλευράς, η αγαστή σχέση με το Ισραήλ, ήταν και ανάγκη αδήριτη, εφόσον σύμφωνα με την τουρκική σκέψη, το Ισραήλ, διέθετε όλες τις απαραίτητες προσβάσεις σε δυτικούς κύκλους, όσο και την τεχνογνωσία στις πληροφορίες, στις τεχνολογίες κτλ. Ιδίως από την περίοδο κατά την οποία το Ισραήλ κατέστη πυρηνική δύναμη, η τουρκική θεώρηση περιστρεφόταν γύρω από τον άξονα «Γνώση-Σεβασμός» που υπέκρυπτε και σε ικανό βαθμό ένα από πλευράς Τουρκίας «συμπλεγματικό» χαρακτήρα. Σημειωτέον ότι προ του 1948 η έκφραση που χαρακτήριζε τον Εβραίο στο θρήσκευμα Τούρκο (ή Οθωμανό παλαιότερα) υπήκοο ήταν «korkak Yehudi» (φοβιτσιάρης Ιουδαίος/Εβραίος).

Όταν το 2009 τα δεδομένα στις διμερείς σχέσεις άλλαξαν (7 χρόνια μετά την έλευση Ερντογάν) με τον γνωστό σε όλους πλέον τρόπο, ενώ αυτό φαινομενικά οφειλόταν σε μια υπέρ το δέον τουρκική έμφαση στο θρησκευτικό στοιχείο, στην πραγματικότητα εδράζονταν στην αναδυόμενη στην τουρκική πλευρά, ότι «η Τουρκία δεν έχει πλέον ανάγκη» το Ισραήλ.

Το τελευταίο δε, (ότι δηλαδή η Τουρκία ξεπέρασε την καθεστηκυία αντίληψη έναντι των «Εβραίων» και ότι η μεγέθυνση της δυνητικά απειλεί τον πυρήνα της ισραηλινής αντίληψης ότι καμία χώρα της περιοχής δεν πρέπει να «αναδειχθεί σε μοναδικό ηγεμονικό σταθεροποιητή –βλ. ισορροπία δυνάμεων) δεν διέλαθε της προσοχής των Ισραηλινών. Σήμερα, -εν κατακλείδι- οι σχέσεις σύμφωνα με πληροφορίες εμφανίζουν οριακά σημεία βελτίωσης, αλλά, είναι αμφίβολο κατά πόσον επί παραδείγματι το Ισραήλ στο πλαίσιο της συνεργασίας με την Τουρκία έναντι της «κοινής» απειλής της (Λιβανέζικης) Χεζμπολάχ, θα εγκαταλείψει την επιφυλακτική του στάση έναντι της Τουρκίας ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ όσο παραμένει επικεφαλής της τελευταίας ο Ερντογάν.

Ελλάδα και Κύπρος: Ποιος ο ρόλος τους μέσα σε αυτόν τον πολιτικό κυκεώνα;

Ξεκινώντας θα σταθούμε ιδιαίτερα σε μια φράση η οποία διέφυγε της πλήρους προσοχής της ελληνικής πλευράς, και την οποία φέρεται να εξέφρασε ο νυν Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα Özügergin. Η φράση αυτή η οποία χονδρικά αποδίδεται ως «Δεν μας καταλαβαίνετε/ερμηνεύετε σωστά» δεν ήταν μια διπλωματική έντεχνη προσπάθεια να αποφύγει απαντήσεις που θα δυσαρεστήσουν την ελληνική πλευρά αλλά μια bona-fide έκφραση της τρέχουσας σκέψης και «κοσμοθεώρησης» (Weltanschauung) στους κύκλους της τουρκικής ηγεσίας.

Η φράση αυτό βεβαίως έχει δυο αναγνώσεις:

Πρώτον, όντως η ελληνική πλευρά δεν έχει (ίσως αδυνατεί όπως και άλλοι δυτικοί κύκλοι) αντιληφθεί τον τρόπο σκέψης και τα δεδομένα της «Νέας –κατά Ερντογάν- Τουρκίας». Η ελληνική πλευρά συζητεί με όρους και με γλώσσα που περιορίζεται στις διπλωματικές ατραπούς, όπου ο ορθολογισμός, ή/και έννοιες όπως Κράτος Δικαίου, και Δικαιώματα (ατομικά και συλλογικά) αντικαθίσταται στην τουρκική περίπτωση με αριθμητικά μεγέθη κατά κύριο λόγο ισχύος.

Αντιστοίχως, η τουρκική πλευρά, αντιλαμβάνεται την στάση που τηρεί η πλευρά με την οποία διαλέγεται, και εφόσον αυτή εμμένει σε αυτή και μόνο, όχι απλά ως «πασιφισμό» αλλά και ως πρόδηλη αναγνώριση πως αυτή (οι συνομιλητές δηλαδή) «δεν μπορούν» (δεν διαθέτουν την ισχύ) «ούτε θέλουν» (βλ. φοβούνται).

Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα που είναι το ζητούμενο, του ρόλου Ελλάδας-Κύπρου εν μέσω της παρούσης συγκυρίας, χωρίς περιστροφές, οι δυνατότητες και το περιθώρια της ελληνικής πλευράς έχουν περιορισθεί (και σε μεγάλο βαθμό από λανθασμένες επιλογές ή/και με την πλήρη απουσία τους).

Η βέλτιστη απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί, είναι πως Ελλάδα-Κύπρος, θα αυξήσουν τις επιλογές τους ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ, εφόσον συνειδητοποιήσουν πως το «παίγνιο» που διαδραματίζεται στον περίγυρο και όχι μόνο, δεν είναι προς τέρψιν και ψυχαγωγία, αλλά είναι ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ (Survival Games).

Και μόνο η σκέψη –επί παραδείγματι- του τι θα μπορούσαν να προσφέρουν μελλοντικά στα δυο κράτη οι –πανομολογούμενοι πλέον- Ενεργειακοί Πόροι της Ανατ. Μεσογείου, αρκεί προς επίρρωσιν της λέξης «Επιβίωση».