ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ένα συγκινητικό amour fou και μια ανεπανάληπτη Περιφρόνηση του Γκοντάρ

Του Νίνου Φένεκ Μικελιδη

*** ½ Babyteeth

Αυστραλία, 1919. Σκηνοθεσία: Σάνον Μέρφι. Σενάριο: Ρίτα Κάλνετζάις. Ηθοποιοί: Ελάιζα Σκάνλεν, Τόμπι Γουάλας, Μπεν Μέντελσον, Εσι Ντέιβις, Έμιλι Μπάρκλι. 118΄

Εκείνη είναι μια 15χρονη κοπελίτσα που πάσχει από μια ανίατη αρρώστια, εκείνος, που έχει κιόλας ξεπεράσει τα 20 του χρόνια, είναι βαποράκι. Ο έρωτάς τους αρχίζει από την πρώτη στιγμή που συναντιούνται, όταν η Μίλλα (Ελάιζα Σκάνλεν) βλέπει τον Μόζες (Τόμπι Γουάλας) στην πλατφόρμα ενός τρένου. Η εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σ’ ένα ακόμη δακρύβρεχτο μελό, όπως ξέρει να τα φτιάχνει και να τα διαφημίζει τόσο ωραία το Χόλιγουντ.

Ευτυχώς όμως που η ταινία γυρίστηκε αλλού, και συγκεκριμένα στην Αυστραλία, από μια νέα σκηνοθέτρια, με εμπειρία, μέχρι πρόσφατα, μόνο στην τηλεόραση και σε μικρού μήκους ταινίες (αυτή είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία στη μεγάλη οθόνη), που είχε τον ενθουσιασμό αλλά και την έμπνευση να αντιμετωπίσει την ιστορία της, βασισμένη στο θεατρικό έργο της Ρίτα Κάλνετζάις (η οποία δέχτηκε να γράψει και το σενάριο) με φρεσκάδα, ειλικρίνεια, ευρηματικότητα και ατόφια συγκίνηση.

Πάει πράγματι πολύς καιρός που έχουμε να δούμε μια ταινία «τρελού έρωτα», του «l’ amour fou», που εξυμνούσαν οι σουρεαλιστές. Γιατί ο έρωτας ανάμεσα στη Μίλλα και τον Μόζες μου θύμισε αυτό τον έρωτα που συναντούσαμε παλιότερα σε ταινίες όπως το «Πίτερ ‘Ιμπετσον» του Χάθαγουεϊ, «Μονομαχία στον ήλιο» του Κινγκ Βίντορ ή «Abismos de passion» του Μπουνιουέλ (βασισμένο στο βιβλίο «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Έμιλι Μπρόντε. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η παρουσία του Μόζες για την Μίλλα είναι ένα ξαφνικό και γερό χτύπημα στην καρδιά. Ένα άνοιγμα σε έναν άλλο κόσμο, σ ‘ ένα κόσμο φωτεινό, ένα κόσμο της ελπίδας. Η παρουσία του της δίνει, κυριολεκτικά φτερά, για ν’ αντιμετωπίσει διαφορετικά το θάνατο αλλά και τη λιγοστή απομένουσα ζωή της.

Παρά τους φόβους της Άννας (Έσι Ντέιβις) και του Χένρι (Μπεν Μέντελσον), της δυσλειτουργικής, όπως ανακαλύπτουμε πολύ σύντομα, οικογένειας των γονιών της, η Μίλλα θα τους πείσει τελικά όχι μόνο να αποδεχτούν τον Μόζες αλλά και να τον δεχτούν να παραμένει στο σπίτι τους – φτάνει μια δοσμένη με τρυφερότητα σκηνή των δυο νέων να συνομιλούν μεταξύ τους, για να πείσει τους γονείς της να πουν, για χάρη της ευτυχίας της κόρης τους, το ναι, αν και γι’ αυτούς η παρουσία του αρχικά οπορτουνιστή Μόζες, με τα προκλητικά, χυδαία τατουάζ, όχι απλά ανατρέπει την, τουλάχιστο φαινομενικά, τακτοποιημένη ζωή τους αλλά τους προκαλεί τη φρίκη (ιδιαίτερα στη μητέρα) και το χάος.

Μπορεί στην αρχή, για τον Μόζες, η συνάντηση με τη Μίλλα να ήταν μια απλή ευχαρίστηση αλλά και ευκαιρία να προμηθεύεται τα ναρκωτικά που χρειαζόταν από τον ψυχίατρο πατέρα της, αλλά και γι’ αυτόν, η σχέση του παίρνει γρήγορα μια άλλη πορεία, μετατρέπεται από θαυμασμό σε ένα το ίδιο δυνατό έρωτα. Φτάνει να τους βλέπουμε στις σκηνές μαζί, δοσμένες με ένα όμορφο στιλιζάρισμα από την Μέρφι, μέσα από ένα είδος κεφαλαίων/σχολίων («Αϋπνία», «Λίγο φτιαγμένος», «Ομιλία με νεκρό», «Ναυτία», «Ειδύλλιο Α» και «Ειδύλλιο Β», και αρκετά άλλα), με την Μίλλα, συχνά φαλακρή από τη χημειοθεραπεία, να ζει σ’ ένα κόσμο ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα και να παρακολουθεί γεμάτη χαρά και ενθουσιασμό τον Μόζες να τρώει ή να είναι ξαπλωμένος δίπλα της.

Εκείνο που πέτυχε πάνω απ’ όλα η σκηνοθέτρια είναι συνδυάσει το δράμα και τον πόνο με το χιούμορ – ανάμεσα στις πολλές σκηνές αναφέρω εκείνη με τον Χένρι να πέφτει από την καρέκλα όταν προσπαθεί να βάλει μια καινούρια λάμπα στο φωτιστικό μιας έγκυου γειτόνισσας ή εκείνες προς το φινάλε, με τη Μίλλα να προσπαθεί να φωτογραφήσει τον πατέρα της στην παραλία (σκηνή, λίγο πιο πριν, τρυφερή και ποιητική όταν ο πατέρας αρχίζει να φωτογραφίζει τη Μίλλα). Κι αυτή είναι και η μεγάλη δύναμη της ταινίας: πως μέσα από τον πόνο και το θέμα της θνησιμότητας, αναδύει μια αγάπη και ένα πάθος για τη ζωή και τον ΕΡΩΤΑ. Σ’ αυτό, δεν πρέπει να ξεχάσουμε και τη σημαντική συνεισφορά και των τεσσάρων πρωταγωνιστών, ιδιαίτερα όμως του Τόμπι Γουάλας (ήδη για την ερμηνεία του αυτή κέρδισε βραβεία σε διάφορα φεστιβάλ) και της Ελάιζα Σκάνλεν, στους ρόλους του ερωτευμένου ζευγαριού.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Η περιφρόνηση

Le mepris. Γαλλία, 1963. Σκηνοθεσια: Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Σενάριο: Ζ-Λ. Γκοντάρ, από μυθ. Αλμπέρτο Μοράβια. Ηθοποιοί: Μπριζίτ Μπαρντό, Μισέλ Πικολί, Τζακ Πάλανς, Φριτς Λανγκ, Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Τζόρτζια Μολ. 110΄

Παρ’ όλο που από καθαρά κινηματογραφικής πλευράς όλες οι ταινίες του «τρομερού παιδιού» της γαλλικής νουβέλ βαγκ ήταν πρωτοποριακές για την εποχή τους, σήμερα οι περισσότερες δείχνουν να έχουν ενταχθεί στην παράδοση. Είναι όμως μερικές ταινίες του που ακόμη και σήμερα καταφέρνουν, πέρα από τα όποιες τεχνικές καινοτομίες, να συγκινούν αληθινά: «Ο τρελός Πιερό», «Αλφαβίλ», «Η περιφρόνηση», «Ονομα: Κάρμεν».

Απ’ αυτές, «Η περιφρόνηση» είναι εκείνη που, πέρα από την ιστορία της, εμπνευσμένη από ένα μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια («Ένα φάντασμα το μεσημέρι»), καταπιάνεται άμεσα, με έξοχες εικαστικά εικόνες και γενικά με τρόπο συναρπαστικό με τον ίδιο τον κινηματογράφο, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα δυο «ιερά τέρατα» του παγκόσμιου κινηματογράφου: τη σεξόβομβα του τότε γαλλικού σινεμά, Μπριζίτ Μπαρντό (σ’ ένα ασυνήθιστο ρόλο, που ο Γκοντάρ εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του) και το μεγάλο Γερμανό σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ..

Πρωταγωνιστής της ταινίας ο Πολ Ζαβάλ (Πικολί) , ένας πρώην συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, που προσπαθεί να στραφεί, χωρίς επιτυχία, στο γράψιμο σεναρίων, για να ικανοποιήσει τη νεαρή και όμορφη γυναίκα του, Καμίλ (Μπαρντό), που προσβλέπει σε οικονομικά οφέλη. Έτσι, όταν ο Αμερικανός παραγωγός του κινηματογράφου Τζέρεμι Πρόκος (Πάλανς) τον πλησιάζει για να «διορθώσει» ένα σενάριο σχετικά με την «Οσύσσεια», που πρόκειται να σκηνοθετήσει ο θρυλικός Γερμανός δημιουργός Φριτς Λανγκ (με τον ίδιο να παίζει με τρόπο επιβλητικό τον εαυτό του), ο Πολ δέχεται, αν και στην πορεία αρχίζει να έχει αμφιβολίες για το όλο σχέδιο. Αμφιβολίες που σταδιακά δημιουργούν στην Καμίλ μια έντονη περιφρόνηση για τον Πολ και την έλλειψη αυτοπεποίθησης που αυτός δείχνει, με αποτέλεσμα να στρέψει το ενδιαφέρον της στον Τζέρεμι.

Από τη μια το έργο του Μοράβια κι από την άλλη εκείνο του Ομήρου, καθώς κι η διασκευή τους σε σενάριο, δίνουν την ευκαιρία στον Γκοντάρ να κάνει ένα σχόλιο πάνω στο γράψιμο ενός σεναρίου αλλά και γενικότερα τη διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου. Διασκευή βέβαια εντελώς προσωπική και ιδιόμορφη μια και πρόκειται για ένα σκηνοθέτη που ανατρέπει κανόνες και ακολουθεί το δικό του ένστικτο για να φτιάξει το σχόλιο του πάνω στον ίδιο τον κινηματογράφο και την καλλιτεχνική δημιουργία – χωρίς να ξεχνάμε το θέμα της ευθύνης και της αξιοπρέπειας που έρχονται σε σύγκρουση με το σκληρό, απάνθρωπο κόσμο του κινηματογραφικού εμπορίου. Ο Πολ μπορεί να είναι ο Οδυσσέας και η Καμίλ η Πηνελόπη, αλλά εδώ η Πηνελόπη προδίνει τελικά τον Οδυσσέα για τον παραγωγό και το χρήμα που αυτός εκπροσωπεί.

Ο Γκοντάρ αφηγείται ένα είδος σύγχρονης τραγωδίας, χρησιμοποιώντας με έμπνευση και πρωτοτυπία τους φυσικούς χώρους του Κάπρι για να φτιάξει εικόνες θαυμάσιες, όπου η φύση και τα αντικείμενα, ιδιαίτερα τα αγάλματα, εκείνα της Αφροδίτης και της Αθηνάς (που φαίνεται να παρακολουθούν ακούραστα τα σύγχρονα πρόσωπα και τα πάθη τους), δοσμένα με έντονα χρώματα, με τη γοητεία της σινεμασκοπικής οθόνης (και φωτογραφημένα με ξεχωριστή αγάπη από τον Ραούλ Κουτάρ) παίρνουν μια άλλη διάσταση. Η κάμερα άλλοτε ακίνητη άλλοτε ακολουθώντας, σε αργά, έξοχα τράβελινγκ, τα πρόσωπα, μας αποκαλύπτει με τρόπο συναρπαστικό τα εσωτερικά πάθη τους, τις απογοητεύσεις αλλά και τη μοναξιά τους. Με πλάνα τέλεια, με ρυθμό εξαιρετικό, με τη θαυμάσια μουσική του Ζορζ Ντελρί, με ξεχωριστή ευαισθησία αλλά και χιούμορ και τα γνωστά, τακτικά στις ταινίες του, «ιδιωτικά αστεία», ο Γκοντάρ φτιάχνει μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές και όμορφες ταινίες του.

*** ½ – Αυτοί οι τρελοί, τρελοί παραγωγοί

The Producers. ΗΠΑ, 1967. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μέλ Μπρουκς. Ηθοποί: Ζερό Μόστελ, Τζιν Γουάιλντερ, Ντικ Σον. 88’

Η πρώτη (και μια από τις καλύτερες) κωμωδία που γύρισε ο πρώην σεναριογράφος τηλεοπτικών κωμωδιών Μελ Μπρους που θα του ανοίξει την είσοδο στο Χόλιγουντ, με απολαυστικές κωμωδίες όπως «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες», «Φράνκενσταϊν Τζούνιορ», «Ο πιο πονηρός αδελφός του Σέρλοκ Χολμς», κ.ά. Σ’ αυτήν, ένας αδέκαρος θεατρικός παραγωγός κι ο πονηρός λογιστής του, για να ξελογιάσουν την εφορία, αποφασίζουν να ανεβάσουν στο Μπρόντγουεϊ ένα θεατρικό έργο, με τον τίτλο «Άνοιξη για τον Χίτλερ» (!) με στόχο να αποτύχει, αποτυχία η οποία, σύμφωνα με το κόλπο του λογιστή, θα τους αποφέρει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Μόνο που το ανέβασμα έχει τεράστια επιτυχία…

Με έξυπνα, απολαυστικά, διανθισμένα με ένα τρελό, ανατρεπτικό χιούμορ, ευρήματα (από τις πιο απολαυστικές σκηνές αναφέρω το χορευτικό με τα κορίτσια των Ες Ες να τραγουδάν «Γίνετε μέλη του ναζιστικού κόμματος»!), με ωραίες ανατροπές, με ένα έξοχο καστ ηθοποιών, και με ένα φρενήρη ρυθμό, ο Μπρους έφτιαξε μια σατιρική κωμωδία που βλέπεται και ξαναβλέπεται με την ίδια πάντα ευχαρίστηση.

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

*** ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ (Les traducteurs). Γαλλία/Βέλγιο, 2019. Σκηνοθεσία: Ρεζί Ρουανσάρ. Σενάριο: Ντανιέλ Πρεσλί, Ρομέν Κομπέν. Ηθοποιοί: Λαμπέρ Ουιλσόν, Όλγα Κουριλένκο, Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Εντουάρντο Νοριέγκα, Άννα Μαρία Στρουρμ, Μανώλης Μαυροματάκης. 105΄

Οι εννέα μεταφραστές (ανάμεσά τους και ένας Έλληνας) ενός πολυαναμενόμενου, με διεθνή κυκλοφορία, σούπερ-εμπορικού βιβλίου, απομονώνονται υπό φρούρηση για να το προετοιμάσουν στο υπόγειο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου αντιμετωπίζουν ένα πραγματικό εφιάλτη όταν αρχίζουν οι εκβιασμοί, ο φόνος και άλλα δυσάρεστα απρόοπτα.

Εμπνευσμένοι από την περίπτωση του «Inferno» του Νταν Μπράουν, οι σεναριογράφοι και ο σκηνοθέτης έφτιαξαν ένα αρκετά σκοτεινό θρίλερ whodunit αλά-Άγκαθα Κρίστι, με σωστό ρυθμό, αρκετές ανατροπές αλλά και πολλά κλισέ. Στα συν της ταινίας η καλή ερμηνεία του Λαμπέρ Ουιλσόν στο ρόλο του μεγαλοεκδότη.

*1/2 ΜΟΝΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ (Deux moi). Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία: Σεντρίκ Κλαπίς. Σενάριο: Σαντιάγκο Αμιγκορένα . Ηθοποιοί: Φρανσουά Σιβίλ, Άνα Ζιραρντό, Καμίλ Κοτέν. 110΄

Ο Ρεμί είναι ένας ανειδίκευτος εργάτης και η Μελανί μια επιστημονική ερευνήτρια, είναι δυο μοναχικοί άνθρωποι που ζουν σε διπλανές πολυκατοικίες στο Παρίσι. Οι ψυχαναλυτές που επισκέπτονται και οι δυο δεν μπορούν να τους λύσουν τα διάφορα ψυχολογικά τους προβλήματα, τις καταθλίψεις και τις αϋπνίες τους. Ώσπου κάποτε θα συναντηθούν αλλά, δυστυχώς κάποια στιγμή η ταινία στρέφεται σε όλα τα συνηθισμένα κλισέ για τις αναμενόμενες λύσεις.

*1/2 Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ (The Kindness of Strangers). Δανία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λόνε Σέρφιγκ. Ηθοποιοί: Ζόε Καζάν, Έσμπεν Σμεντ, Τζακ Φούλτον, Μπιλ Νάι. 112΄

Η Λόνε Σέρφιγκ («Ιταλικά για αρχάριους», «Μια κάποια εκπαίδευση», «Μια μέρα»), που από την Δανία, όπου ξεκίνησε να συμμετέχει στο Δόγμα 95, στράφηκε αργότερα στις ΗΠΑ για να γυρίσει μερικές, δυστυχώς, μέτριες ταινίες. Ανάμεσά τους και αυτή η «Καλοσύνη των ξένων», που πρωτοείδαμε στο φεστιβάλ του Βερολίνου και που μας παρουσιάζει τα παράλληλα προβλήματα μιας ομάδας ανθρώπων στη σύγχρονη Νέα Υόρκη: κακοποιημένη μητέρα, νοσοκόμες, μετανάστες, κ.ά. Οι σχηματικοί χαρακτήρες, οι δακρύβρεκτες καταστάσεις και τα γνωστά κλισέ δυστυχώς δεν βοηθάνε καθόλου.