«Έφυγε» ο «νονός» της αμερικανικής Avant-Guarde

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

Ο Jonas Mekas, ένας από τους μεγάλους του αμερικανικού πειραματικού, πρωτοποριακού κινηματογράφου, γνωστός ως ο «νονός της αμερικανικής Avant-Guarde, πέθανε χτες, 23 Ιανουαρίου, σε ηλικία 96 χρόνων, Πρωτογνώρισα το έργο του, με την πρώτη του κιόλας ταινία, το «Guns of the Trees», στην προβολή της στην Ταινιοθήκη του Λονδίνου, στη δεκαετία του 60. Τον ίδιο θα τον συναντήσω αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, στη Νέα Υόρκη, με αφορμή ένα αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο που διοργάνωσε το Ελληνικό Κέντρο  Κινηματογράφου με ταινίες που προβλήθηκαν στο χώρο προβολών που διηύθυνε ο Μέκας.

Mandatory Credit: Photo by Griffin Lipson/BFA/REX/Shutterstock (9174690co)
Jonas Mekas
‘Blue, Yellow, Red, Purple’ exhibition by Jonas Mekas, New York, USA – 25 Oct 2017

Γεννημένος στη Λιθουανία το 1922, ο Μέκας θα συλληφθεί από τους Γερμανούς, το 1944, στη διάρκεια του πολέμου, και, μαζί με τον αδελφό του Αντόλφας, θα κλειστεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από το οποίο θα δραπετεύσουν για να καταφύγουν στη Δανία, ενώ το 1949 θα μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ. Λίγο μετά την άφιξη του στη Νέα Υόρκη, αγοράζει, με δανεικά χρήματα, μια 16άρα κάμερα Bolex με την οποία αρχίζει να καταγράφει τη ζωή του και τα διάφορα συμβάντα, για να μετατραπεί σύντομα στον πιο σημαντικό δημιουργό της αμερικανικής κίνησης της Avant-Guarde.

Ποιητής, συγγραφέας, φιλόσοφος, πρώτος κινηματογραφικός κριτικός στο περιοδικό Village Voice (στο οποίο αργότερα θα γράφει και ο Έλληνας Άντριου Σάρρις), ιδρυτής του σημαντικού κινηματογραφικού περιοδικού Film Culture, μέντορας του Άντι Γουόρχολ, ο Μέκας συνέχισε να καταγράφει με την κάμερά του, τις αναμνήσεις του από τη Λιθουανία, τις εμπειρίες του από το Μπρούκλιν (όπου έζησε τη υπόλοιπη ζωή του) και γενικά τη Νέα Υόρκη, αλλά και σκηνές μαγειρικής ή διακοπών στην ακρογιαλιά, όλα κινηματογραφημένος με πρωτοποριακές μεθόδους (μεγάλης διάρκειας πλάνα, πλάνα γυρισμένα σε αξελερέ, κλπ.) σε ταινίες που συχνά μοιάζουν με home movies και που, όπως πολύ σωστά τις είχαν περιγράψει οι Αμερικανοί κριτικοί, είχαν μια «γεύση από Προυστ».

 

 

Όπως στην τρίωρη, ποιητική ταινία του “Lost, Lost, Lost” (1976), που καταγράφει το ταξίδι του από τη Λιθουανία στη Νέα Υόρκη, φτιαγμένη από χιλιάδες ασύνδετες εικόνες, με τον ίδιο να αφηγείται με ένα έμφυτο λυρισμό, τονίζοντας πως «ήμουν εκεί με την κάμερα μου να καταγράψω συγκρουόμενα πάθη. Ήμουν εκεί, ο χρονικογράφος, ο ημερολογιογράφος. Τα κατέγραψα όλα. Και δεν ξέρω – τραγουδάω ή κλαίω;»