ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Σ’ αναζήτηση ελπίδας στις αχανείς εκτάσεις της αμερικανικής Δύσης

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Επιτέλους επιστροφή στις αίθουσες, όπου είναι η σωστή θέση μιας ταινίας, για να βλέπεται και να απολαμβάνεται ομαδικά από το κοινό. «Είναι ωραίο να βλέπεις τις ταινίες να προβάλλονται με διαφορετικούς τρόπους στην εποχή μας, από iphones, διάφορα άλλα κινητά, βίντεο, streaming, μέσα από το διαδίκτυο, σίγουρα όμως δεν είναι τίποτα καλύτερο από τη μεγάλη αίθουσα, με την κοινοτική επαφή που αυτή δημιουργεί».

Aυτά είχε αναφέρει  προφητικά ο Μεξικανός σκηνοθέτης Αλεχάντρο Γκονζάλεζ Ιναρίτου, σε ερώτηση δημοσιογράφου, πώς βλέπει τον κινηματογράφο να αναπτύσσεται στο μέλλον, στη συνέντευξη Ττύπου της κριτικής επιτροπής (της οποίας ο Ιναρίτου είναι πρόεδρος), στο φεστιβάλ των Κανών του 2019.

Ένα δηλαδή χρόνο πριν από την πανδημία του κορονοϊού, που άλλαξε την πορεία της κινηματογραφικής παρακολούθησης. Για να προσθέσει πως, «όλες αυτές οι εξελίξεις είναι αναγκαίες για να μπορεί το κοινό να βλέπει τις ταινίες, γιατί όλοι ξέρουμε πως, δυστυχώς, αρκετές από αυτές που θα δούμε εδώ στη διάρκεια του φεστιβάλ δεν θα προβληθούν ποτέ σε αίθουσα. Ήδη στο Μεξικό και φαντάζομαι και σε πολλές άλλες χώρες, πολύ λίγες, και τολμηρές πρέπει να πω, είναι οι αίθουσες που θα προβάλουν τέτοιες ταινίες. Η προβολή όμως στην αίθουσα έχει μια άλλη, μεγάλη αξία που δεν πρέπει να χάσουμε».

Οι θερινές αίθουσες που κάνουν έναρξη αυτή τη βδομάδα μας προσφέρουν την ευκαιρία να δούμε μερικές πράγματι εξαιρετικές ταινίες: τη δοσμένη με ποίηση και λυρισμό, βραβευμένη με τρία Όσκαρ, εξαιρετική ταινία, «Η χώρα των νομάδων» της Κλόε Ζάο, το συγκλονιστικό, υποψήφιο για Όσκαρ (βραβείο BAFTA καλύτερου ντοκιμαντέρ) ντοκιμαντέρ από τη Συρία, «Η μικρή Σάμα» των Γουάαντ Άλ-Κατέαμπ και Έντουαρντ Γουότς, και την ελληνική ταινία «Πρόστιμο”.

**** ½ Η χώρα των νομάδων

Nomadland. ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία: Κλόε Ζάο. Σενάριο: Κλόε Ζάο, από μυθ. Της Τζέσικα Μπρούντερ. Ηθοποιοί: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Ντέιβιντ Στράδερν, Λίντα Μέι, Γκέι Ντε Φόρεστ, Πατρίσια Γκριρ, Αντζελα Ρέγιες, Μπομπ Γουέλς. 107΄

Με το κλείσιμο του ορυχείου και το θάνατο του συζύγου της, η μοναχική τώρα χήρα του, η μεσήλικη Φερν (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ), εγκαταλείπει την, εξαφανισμένη πια από τον χάρτη, πόλη του Έμπαϊαρ της Νεβάδα, φορτώνει τα πράγματά της σ’ ένα φορτηγάκι και ξεκινάει ένα ατέλειωτο ταξίδι στις αχανείς μεσοπολιτείες της Αμερικής, κάνοντας διάφορες ευκαιριακές δουλειές, αναζητώντας παρέα και ζώντας, με πραγματικούς νομάδες που συναντά στο μοναχικό της ταξίδι, σ’ αυτό το μελαγχολικό, λυρικό, όμορφο, βραβευμένο με τρία Όσκαρ (και πολλά άλλα βραβεία) ρόουντ μούβι, ταυτόχρονα σχόλιο πάνω στην καταστροφή του αμερικανικού ονείρου, σκηνοθετημένο από τη γεννημένη στην Κίνα σκηνοθέτρια, Κλόε Ζάο.

Ένα ρόουντ-μούβι που η Ζάο εκμεταλλεύεται για να παρουσιάσει αληθινούς νομάδες που συναντά η Φερν στο ταξίδι της και που μας δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε τα προβλήματα, τον πόνο, συχνά και την απελπισία τους, σε μια Αμερική, που πίσω από τα λιγοστά νεοφιλελεύθερα, πάμπλουτα άτομα που καθορίζουν την τύχη και το μέλλον της χώρας τους, έχουν οδηγήσει τους υπόλοιπους στη φτώχια, την ανεργία και την εξαθλίωση.

Νομάδες γυναικών που η Φερν συναντά στην έκθεση των RV, ή συνάντηση μ’ ένα νεαρό νομάδα που της ζητάει φωτιά για το τσιγάρο του, είτε με τον αρχηγό των homeless Μπομπ Γουέλς (αν και η ίδια προτιμά να λέει πώς είναι houseless, όπως σημειώνει από την αρχή κιόλας της ταινίας) στην ετήσια συνάντησή τους, είτε με τον μοναχικό άντρα με τον οποίο αρχίζει μια πιο στενή γνωριμία (με έναν εξαιρετικό Ντέβιντ Στράδερν σ’ ένα από τους λιγοστούς ρόλους που ερμηνεύουν αληθινοί ηθοποιοί).

Συναντήσεις μέσα από πολύπλοκες συχνά ιστορίες και χαμένα, διαλυμένα όνειρα, που μας αποκαλύπτουν την ανθρωπιά, μαζί και τη ζεστασιά, πίσω από το συχνά θλιμμένο πρόσωπο της Φερν, με την ΜακΝτόρμαντ να δίνει μια από τις πιο όμορφες, γεμάτη δύναμη αλλά και συγκίνηση, ερμηνείες της, ερμηνεία που δίκαια της χάρισε το Όσκαρ.

Ένα αξέχαστο, συναρπαστικό ρόουντ-μούβι, που πέρα από τη λεπτομερή καταγραφή των σχέσεων της Φερν με όλους αυτούς τους ανθρώπους του περιθωρίου που συναντά στο δρόμο της, εκμεταλλεύεται και τους φυσικούς χώρους στους οποίους κινείται η ηρωίδα για να μας δώσει την εικόνα, συχνά λυρική και όμορφη, της σύγχρονης αμερικανικής Δύσης, με τις αχανείς έρημες εκτάσεις και τα πανύψηλα, βραχώδη βουνά της, μιας Δύσης που μπορεί να μην είναι σαν εκείνη του Φαρ Ουέστ, αλλά σίγουρα μια Δύση εγκαταλειμμένη, φέρνοντας στο νου τόσο τις ταινίες του Τζον Φορντ (και όχι μόνο «Τα σταφύλια της οργής» αλλά και τα θαυμάσια γουέστερν του) όσο και του Τέρενς Μάλικ (το Badlands έρχεται στο νου), ιδιαίτερα στο λυρισμό και την ομορφιά που αποπνέουν τα φωτογραφημένα με αγάπη τοπία από τον τακτικό συνεργάτη της Ζάο, διευθυντή φωτογραφίας, Τζόσουα Τζέιμς Ρίτσαρντς.

 

*** ½ Η μικρή Σάμα

For Sama. Συρία/Βρετανία/ΗΠΑ, 2019. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Γουάαντ Αλ-Κατέαμπ & Ένταουρντ Γουότς. Ηθοποιοί: Γουάαντ Αλ-Κατέαμπ, Χάμσα Αλ-Κατέαμπ, Σάμα Αλ-Κατέαμπ. 100;

Συγκλονιστικό ταξίδι στη βουτηγμένη εδώ και 8 χρόνια στον εμφύλιο πόλεμο Συρία, μας παρουσιάζει, μέσα από τις καταγραφημένες με την κάμερά της σκηνές, η δημοσιογράφος Γουάαντ Αλ-Κατέαμπ, στο ντοκιμαντέρ, «Η μικρή Σάμα», που συν-σκηνοθέτησε μαζί με τον Έντουαρντ Γουότς.

Ένα αποκαλυπτικό, σπαραχτικό ντοκουμέντο, γυρισμένο «Για τη Σάμα» (όπως είναι ο πραγματικός τίτλος της ταινίας, κινηματογραφική μαρτυρία σε είδος επιστολής, για τα μικρή της κόρη, τη Σάμα, που γεννήθηκε στη διάρκεια του εμφύλιου, και που η σκηνοθέτρια γύρισε για να δώσει στην κόρη της μια εικόνα της ζωής της σε μια χώρα, που οι μεγάλες δυνάμεις, η κάθε μια για τα δικά της συμφέροντα, αφήνουν να οδηγείται στο αιματοκύλισμα και την καταστροφή.

Μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, με τη Γουάαντ Αλ-Κατάεμπ να καταγράφει σε βίντεο τη ζωή της στη διάρκεια της παραμονής της στο Χαλέπι, στην καρδιά της πολεμικής ζώνης, στη διάρκεια του εμφύλιου. «Θα με συγχωρέσεις που σε έφερα σ’ αυτό τον κόσμο;», ακούγεται η φωνή της Γουάαντ να ρωτάει τη μικρή της κόρη Σάμα, ενώ περιφέρεται, άλλοτε στους δρόμους με τα μισογκρεμισμένα, κατεστραμμένα σπίτια και άλλοτε στο νοσοκομείο, όπου εργάζεται ο γιατρός σύζυγός της, Χάμσα, νοσοκομείο γεμάτο με νεκρά ή βαριά τραυματισμένα παιδιά (σε σκηνές αφόρητα συγκλονιστικές), ενώ τα ρωσικά, όπως μας πληροφορεί, αεροπλάνα, βομβαρδίζουν όχι μόνο τα σπίτια στο Χαλέπι αλλά και τα νοσοκομεία – κατέστρεψαν εφτά από τα οκτώ νοσοκομεία της πόλης και, όπως μαθαίνουμε, στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν ο άντρας της, οι νεκροί (ασθενείς και γιατροί), με το βομβαρδισμό του, έφτασαν τα 53 άτομα.

Ενδιάμεσα, η σκηνοθέτρια παραθέτει σκηνές και από αλλοτινές εποχές, όπως το 2011, όταν ακόμη αυτή σπούδαζε, την περίοδο των φοιτητικών διαδηλώσεων ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς του Μπασάρ Αλ Ασάντ, ή σκηνές από την περίοδο της φοιτητικής εξέγερσης του 2012, την περίοδο της Αραβικής Άνοιξης , καθώς και σκηνές από τα αμέτρητα πτώματα των βασανισμένων από το καθεστώς επαναστατών που, την επόμενη χρονιά, ανακαλύφθηκαν και ανασύρθηκαν από τον ποταμό.

Με μια κάμερα που παρακολουθεί ασταμάτητα και καταγράφει την όλη εφιαλτική ατμόσφαιρα που ζούσαν καθημερινά οι κάτοικοι στο Χαλέπι, με τους ασταμάτητους βομβαρδισμούς και τους θανάτους, με γονείς και καθηγητές να προσπαθούν να δημιουργήσουν μια όσο το δυνατό πιο υποφερτή ατμόσφαιρα για τα παιδιά τους (συγκινητική είναι η σκηνή που δίνουν στα παιδιά χρώματα για να ζωγραφίσουν πάνω στο απομεινάρι ενός καμένου λεωφορείου), σε μια πόλη βουτηγμένη στη θλίψη και το θάνατο – «ζηλεύω αυτή τη γυναίκα», λέει σε μια στιγμή η σκηνοθέτρια στοχεύοντας με την κάμερά της μια νεκρή γυναίκα, «γιατί πέθανε πριν χρειαστεί να θάψει το νεκρό παιδί της»! Πόλη από την οποία η Γουάαντ, ο Χάμσα και η Σάμα, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι, αναγκάστηκαν το 2016 να εγκαταλείψουν (η Γουάαντ βρίσκεται τώρα στην Αγγλία όπου εργάζεται για το τηλεοπτικό κανάλι Channel 4).

Οι εικόνες που καταγράφει στην ταινία της μπορεί συχνά να είναι αφόρητες, και να σε κάνουν να θέλεις να στρέψεις το κεφάλι σου αλλού, πρόκειται όμως για ένα ντοκιμαντέρ που σε ταρακουνάει και σε εξοργίζει για την κατάσταση στην οποία η ανθρωπότητα έχει οδηγήσει τους κατοίκους της Συρίας, αφήνοντας να εξακολουθούν να παίζονται τα πολιτικά και άλλα παιχνίδια των ισχυρών, σε βάρος ενός αβοήθητου, χωρίς καν την αναγκαία ανθρωπιστική βοήθεια, λαού!

*** Πρόστιμο
Ελληνική ταινία, 2021. Σκηνοθεσία: Φωκίων Μπόγρης. Σενάριο: Πάνος Τράγος, Φωκίων Μπόγρης. Ηθοποιοί: Βαγγέλης Ευαγγελινός, Στάθης Σταμουλακάτος, Βαγγέλης Μουρίκης, Μαρία Μπαλούτσου, Φένια Αποστόλου, Γιάννης Οικονομίδης. 101΄

Κυνηγημένος από τους μεγαλοκαρχαρίες της διακίνησης, ο Βαγγέλης, ένας νεαρός μικροντίλερ αναγκάζεται να καταφύγει στο σπίτι της αδερφής του, όπου ο αρραβωνιαστικός της θα τον βοηθήσει να διεισδύσει στα κυκλώματα της νύχτας. Μια διείσδυση εφιαλτική που θα τον φέρει σε επαφή με τον κόσμο της διαφθοράς και της απροκάλυπτης βίας, κόσμο στον οποίο εμπλέκει ολοένα και περισσότερο, χωρίς καμιά ελπίδα διαφυγής, παρά την κάποια βοήθεια που συναντά στην πορεία από μια τρανς πελάτισσά του.

Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας, με τον ίδιο μάλιστα τον σκηνοθέτη του «Σπιρτόκουτου», σε ρόλο guest star, μαζί με τους άμεσους, καθημερινούς, ιδιαίτερα ρεαλιστικούς διαλόγους της ταινίας, και την παρουσία του πολύ καλού ηθοποιού Βαγγέλη Μουρίκη, σ’ έναν από τους βασικούς ρόλους, αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι στον κόσμο των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη.

Ο Μπόγρης, με τη βοήθεια του συν-σεναριογράφου του, Πάνου Τράγου, φτιάχνει μια ταινία που συνδυάζει την αστυνομική ίντριγκα με το δράμα και τη ψυχολογία των ηρώων του (αντιηρώων στην πραγματικότητα), καταφέρνοντας ταυτόχρονα να τοποθετήσει τα πρόσωπά του σε ένα καθαρά ρεαλιστικό περιβάλλον, με χαρακτήρες που αναπτύσσονται με λεπτομέρεια και οξυδέρκεια. Παρά την κάποια αργή ανάπτυξη στην ιστορία και τον κάπως χαλαρό ρυθμό του πρώτου μέρους, η ρεαλιστική απεικόνιση μιας «άλλης» (αν και όχι τόσο άγνωστης) Ελλάδας, μαζί με την προσεγμένη διαγραφή των χαρακτήρων και τις πολύ καλές ερμηνείες (χωρίς να ξεχνάμε και την προσεγμένη φωτογραφία του Γιάννη Σίμου) δίνουν στην ταινία την βασική της δύναμη.

** Έξι λεπτά πριν τα μεσάνυχτα

Six Minutes to Midnight. Βρετανία, 2020. Σκηνοθεσία: Άντι Γκόνταρντ. Σενάριο: Άντι Γκόνταρντ, Έντι Ίζαρντ, Σέλιν Τζόουνς. Ηθοποιοί: Νάιτζελ Λίντσεϊ, Τζούντι Ντεντς, Έντι Ίζαρντ, Τζιμ Μπρόουντμπεντ. 99΄

Μια κατασκοπευτική περιπέτεια αναπτύσσει από μια ιστορία του (που στάθηκε βάση για το τελικό σενάριο), ο Άγγλος ηθοποιός και stand-up κωμικός Έντι Ίζαρντ, εμπνευσμένη από την ιδιωτική σχολή (το Κολλέγιο Αυγούστα Βικτώρια) της παραλιακής πόλης του Bexhill-on-Sea του Σάσεξ, που λειτούργησε από το 1932 μέχρι το 1939. Ένα κολέγιο για νεαρά κορίτσια της καλής κοινωνίας, παιδιά ισχυρών ναζί οικογενειών από τη Γερμανία, που είχαν πάει στην Αγγλία για να μάθουν την αγγλική γλώσσα.

Ένας Βρετανός κατάσκοπος, ο Τόμας Μίλερ (Έντι Ίζαρντ), φτάνει στη σχολή, μερικές βδομάδες πριν η Γερμανία εισβάλει στην Πολωνία, οδηγώντας στην έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Θα προσληφθεί ως καθηγητής από τη διευθύντρια της σχολής, κυρία Ρότσολ (έξοχη όπως πάντα η Τζούντι Ντεντς σ’ ένα ρόλο που δυστυχώς δεν αναπτύσσεται αρκετά), με στόχο ν’ ανακαλύψει τα μυστικά σχέδια της Γερμανίδας δασκάλας και πρώην αθλήτριας των Ολυμπιακών, Ίλσε Κέλερ (Κάρλα Γιούρι), η οποία ετοιμάζει την κρυφή διαφυγή των κοριτσιών από τη Βρετανία, με γερμανικό αεροπλάνο. Με τον Μίλερ, όπως ανακαλύπτουμε στη συνέχεια,, να μην σκοπεύει να βοηθήσει τα κορίτσια αλλά να τα κρατήσει όμηρους στο Μπεξχιλ-ον-Σι όταν ξεσπάσει ο πόλεμος.

Κάποια στιγμή θα εμφανιστεί ένας άλλος Γερμανός πράκτορας, που μπλέκει ψεύτικα τον Μίλερ σε φόνο, με τον ήρωα να γίνεται στόχος κυνηγητού, φέρνοντας αναπόφευκτα στο νου τον Χίτσκοκ, ιδιαίτερα τα «39 σκαλοπάτια» (1935) του, δίνοντας την ευκαιρία στον τηλεοπτικό βασικά σκηνοθέτη Άντι Γκόνταρντ («Αλυτα μυστήρια») να αναπτύξει ένα, καλύτερο από το πρώτο μέρος της ταινίας του, ρυθμό και να δημιουργήσει τον αναγκαίο σασπένς. Στα συν της ταινίας, η με πολύ ωραίες συνθέσεις φωτογραφία του Κρις Σίγκερ, παράδειγμα στις σκηνές με τα κορίτσια να γυμνάζονται στην ακτή ή στις ασκήσεις τους στην αυλή του σχολείου, ασκήσεις που όπως θ’ ανακαλύψουμε προς το φινάλε είναι για να δημιουργήσουν, στη διάρκεια της νύχτας, τη φωτεινή λωρίδα που χρειάζεται για να προσγειωθεί το γερμανικό αεροπλάνο.

*½ Τρία υπέροχα κορίτσια

E per il tuo bene. Ιταλία, 2020. Σκηνοθεσία: Ρολάντο Ραβέλο. Σενάριο: Φάμπιο Μπονιφάτσι, Μανουέλ Μπούρκε, Γιόζεπ Γκατέλ. Ηθοποιοί: Μάρκο Τζιαλίνι, Βιντσένζο Σαλέμε, Τζιουζέπε Μπάτιστον. 96΄

Τρεις φίλοι πατεράδες συνωμοτούν για να βάλουν τέλος στις διάφορες ερωτικές σχέσεις των τριών απειθάρχητων θυγατέρων τους, και να τις αναγκάσουν να ακολουθούν τα δικά τους, στερεότυπα σχέδια…

Συνηθισμένη φαρσική κωμωδία με παρεξηγήσεις και απρόοπτα, με χιούμορ και καταστάσεις στο απελευθερωτικό πνεύμα των καιρών (μια από τις σχέσεις είναι ομοφυλοφιλική) που ακολουθεί, με υπερβολή και χωρίς καμιά φαντασία, όλα τα στερεότυπα. Για απλή, χωρίς απαιτήσεις, θερινή διασκέδαση.