ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Την πολιτική διαφθορά ξεσκεπάζει μια τολμηρή, ερευνητική δημοσιογραφία

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Κολέκτιβ

Collective. Ρουμανία, 2019. Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Νανάου. Σενάριο: Αλεξάντερ Νανάου, Αντοανέτα Όπρις. Νταν Αλεξάντρου Κοντρέα, Λίβιου Ιόλου, Ραζβάν Λούτακ. 109´

Με μια μεγάλων διαστάσεων απάτη στο σύστημα υγείας που ξεσκέπασε τη διαφθορά πολιτικών και επιχειρηματιών και οδήγησε στο θάνατο πολλών ατόμων, στη σύγχρονη, μετά-κομμουνιστική Ρουμανία, καταπιάνεται η τολμηρή αυτή, με βραβείο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου και υποψήφια για δυο Όσκαρ (καλύτερης ταινίας και καλύτερου ντοκιμαντέρ), ταινία του Αλεξάντερ Νανάου.

Η ταινία ξεκινάει με σπαρακτικές σκηνές, τραβηγμένες με κινητό, από την πυρκαγιά που ξέσπασε τον Οκτώβρη του 2015, στο νυχτερινό κλαμπ «Κολέκτιβ», στο Βουκουρέστι, στη διάρκεια μιας συναυλίας, αφήνοντας πίσω της 27 νεκρούς και 180 τραυματίες. Η τραγωδία όμως δεν σταμάτησε εκεί: στις επόμενες 15 μέρες, από τους τραυματίες που μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο, άλλοι 37 πέθαναν, εξαιτίας βακτηριακών λοιμώξεων που οφείλονταν σε δέκα φορές αραιωμένων απολυμαντικών που διανέμονταν από τους υπεύθυνους, με τη γνώση και την ευλογία πολιτικών, επιχειρηματιών και πολλών ανώτερων λειτουργών της τότε κυβέρνησης.

Παρά τις 115 κοινοποιήσεις στη Βουλή για νοσοκομειακές λοιμώξεως από το 2011, τις αποκαλύψεις που έγιναν σε νοσοκομεία της Βιέννη, όπου οι συγγενείς αναγκάστηκαν να μεταφέρουν πολλούς από τους τραυματίες, και ενώ τα αραιωμένα απολυμαντικά συνεχίζονταν να διανέμονται και μετά τα θανατηφόρα επεισόδια, ιατροί και κυβερνητικοί εκπρόσωποι ανταποκρινόταν με καθησυχαστικές εκδηλώσεις («έχουμε όλα όσα χρειάζονται»), προσπαθώντας να καλύψουν όχι μόνο την αδιαφορία αλλά και τη διαφθορά των πολιτικών και των αρμοδίων για την δημόσια υγεία.

Ακόμη και οι (ελεγχόμενες) εφημερίδες αποσιωπούσαν το σκάνδαλο και είναι χάρη στη διεξοδική και πεισματική έρευνα μιας αθλητικής εφημερίδας που η ευρύτητα του σκανδάλου τελικά αποκαλύφθηκε («η διαφθορά καταστρέφει», «η αδιαφορία σκοτώνει» και «αραιώσετε τη διαφθορά», φώναζαν οι διαδηλωτές»), οδηγώντας σε τεράστιες διαδηλώσεις και την πτώση της τότε κυβέρνησης.

Ο Νανάου ξεκίνησε τα γυρίσματα στη διάρκεια της τεχνοκρατικής μεταβατικής κυβέρνησης, που είχε αναλάβει την προετοιμασία νέων εκλογών, με επικεφαλής το δημοσιογράφο Καταλίν Τολόνταν και τη δημοσιογραφική ομάδα της αθλητικής εφημερίδας του, για να αποκαλύψουν τη δωροδοκία και την απληστία φαρμακευτικών εταιρειών και ιατρών που θυσίαζαν τις ζωές των ασθενών για βρώμικο χρήμα.

Χωρίς συνεντεύξεις ή αφήγηση, συχνά με επίκεντρο μιαν από τους επιζώσαντες της τραγωδίας, η οποία στη συνέχεια έγινε ένθερμη ακτιβίστρια, αλλά και τις ειλικρινείς προσπάθειες του νέου υπουργού Υγείας για διαφάνεια, με διεισδυτικότητα και επιμονή που θυμίζουν τα ντοκιμαντέρ του Φρέντερικ Γουάιζμαν αλλά και με τόλμη και αποφασιστικότητα στην έρευνα που θυμίζει αυτές άλλων συναδέλφων του, του ρουμανικού νέου κύματος (Κρίστι Πούιου, Κορνέλιου Παρουμπόιου, Κρίστιαν Μουντζίου, Ράντου Τζούντε), ο Νανάου φτιάχνει μια ενδελεχή, τολμηρή έρευνα που δείχνει πως μόνο η ευθύνη και η συμμετοχή του κάθε ατόμου, ιδιαίτερα σε μια εποχή παγκόσμιας κρίσης όπως αυτή που περνάμε όχι μόνο στη Ρουμανία αλλά και παντού, μπορεί να συμβάλει σε μια συλλογική αλλαγή.

**** Χαρακτηριστικά γνωρίσματα

Identifying Features/Sin senas particulares. Μεξικό/Ισπανία, 2020. Σκηνοθεσία: Φερνάντα Βαλάντεθ. Σενάριο: Αστρίντ Ροντέρο, Φερνάντα Βαλάντεθ. Ηθοποιοί: Μερσέντες Χερνάντεζ, Νταβίντ Ιλέσκας, Χουάν Χεζούς Βαρέλα. 95´

Στις εξαφανίσεις παιδιών στο Μεξικό, σε μια χώρα που κάθε χρόνο εξαφανίζονται χιλιάδες άνθρωποι, προσπαθούν να ρίξουν φως τα «Χαρακτηριστικά γνωρίσματα», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Φερνάντα Βαλάντεθ, θέμα με το οποίο είχε ήδη καταπιαστεί το 2014 με τη μικρού μήκους ταινία της, «400 Maletas».

Δυο μήνες, χωρίς νέα του, μετά την απόφαση του έφηβου γιου της, Χεζούς, να ξεκινήσει από το Μεξικό, μαζί με το φίλο του, Ροντρίγκο, σε αναζήτηση δουλειάς στις Ηνωμένες Πολιτείες, η μητέρα του Μαγκνταλένα ξεκινάει το δικό της ταξίδι για να ανακαλύψει τι ακριβώς συνέβη, όταν μάλιστα γνωρίζει πως τα νεκροτομεία γεμίζουν με χιλιάδες άγνωστους νεκρούς μετανάστες, που πέφτουν θύματα εγκληματικών καρτέλ, με τις οικογένειες να προσπαθούν, χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια από τις αρχές, να αναγνωρίσουν τους δικούς τους νεκρούς.

Η κάμερα της Βαλάντεθ ακολουθεί από κοντά την απελπισμένη Μεξικανή μάνα-κουράγιο (με την Μερσέντες Χερνάντεζ να τονίζει με τις εκφράσεις του προσώπου της αλλά και την τραγική συχνά σιωπή της, το δράμα της ηρωίδας της), με κοντινά συχνά πλάνα, που τα εναλλάσσει με εκείνα των συναντήσεων της με διάφορα άλλα πρόσωπα, είτε εκείνα που ψάχνουν ανάμεσα στα αντικείμενα των εξαφανισμένων (νεκρών;) αγοριών (τις τσάντες, τα σακάκια, τις φθαρμένες μπότες, κ.ά.) που τους παρουσιάζουν στα νεκροτομεία όπως της μητέρας του φίλου του παιδιού της, με την οποία ταξιδεύει στο πρώτο μέρος της ταινίας, είτε τον Μιγκέλ, τον νεαρό άντρα που έχει απελαθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και που την βοηθά να ανακαλύψει την αλήθεια για το γιο της, σε μια χώρα όπου, όλοι είμαστε ίδιοι, όπως της λέει σε μια στιγμή, άνθρωποι «χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας.

Με ένα εικαστικά εξαιρετικό στιλ, με το σασπένς να δίνει τον τόνο στο ρυθμό, με μια φωτογραφία που παίζει με τους διάφορους χρωματισμούς (ιδιαίτερα με το πράσινο), όχι μόνο συλλαμβάνει τέλεια τις παραμικρές, αποκαλυπτικές εκφράσεις των προσώπων αλλά και την ομορφιά του τοπίου (σε αντίστιξη με το ανθρώπινο δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας), η Βαλάντεθ καταφέρνει να φτιάξει μια τελικά συναρπαστική ταινία, ταυτόχρονα δριμύ κατηγορώ ενάντια σε ένα ανθρωπιστικό πρόβλημα που οι ισχυροί αυτού του πλανήτη, που δεν χάνουν την ευκαιρία να μιλούν για κράτη δικαίου, δεν έχουν ακόμη καταφέρει να λύσουν.

*** Dune

ΗΠΑ/Καναδάς, 2021. Σκηνοθεσία: Ντενί Βιλνέβ. Σενάριο: Τζον Σπέιτς, Ντενί Βιλνέβ, Έρικ Ροθ. Ηθοποιοί: Τιμοτέ Σαλαμέτ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Ζεντάγια, Όσκαρ Αϊζακ, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Χαβιέ Μπαρντέμ, Τζος Μπρόλιν, Σάρλοτ Ράμπλινγκ. 155΄

Η νέα εκδοχή της φουτουριστικής, οικολογικής αλληγορικής περιπέτειας επιστημονικής φαντασίας, «Dune» του Φρανκ Χέρμπερτ (εκτός συναγωνισμού), από τον Καναδό Ντενί Βιλνέβ (Dune Part I, όπως είναι ο νέος τίτλος της), ύστερα από την όχι πάντα πειστική αν και εικαστικά γεμάτη ωραία αλά-Ντέιβιντ Λιντς ευρήματα και εξαιρετική χρήση των χρωμάτων, μεταφορά του, το 1984 από τον Ντέιβιντ Λιντς, εστιάζει, και πολύ καλά κάνει, στις εντυπωσιακές, δοσμένες με τέλεια ειδικά εφέ, περιπέτειες του νεαρού Μεσσία, Πολ Ατρείδη (η τραγωδία των Ατρειδών ήταν στη σκέψη του συγγραφέα), στον αγώνα του να σώσει τον βουτηγμένο στην άμμο πλανήτη Αράκι (που σημαίνει Dune στη γλώσσα της αυτόχθονες φυλής των Φρέμεν) από θανατηφόρες χορδές μιας Αυτοκρατορίας που θέλει να εξοντώσει τους κατοίκους του πλανήτη και τους υπερασπιστές τους και να εκμεταλλευτούν το πανάκριβο ναρκωτικό του, γνωστό ως spice, το οποίο επιμυκαίνει τη ζωή και κάνει δυνατά τα διαστημικά ταξίδια.

Η σειρά των βιβλίων του Dune άρχισε να γράφεται σε συνέχειες το 1963, στο περιοδικό επιστημονικής φαντασίας Analog, κι είναι μόνο δυο χρόνια αργότερα που εκδόθηκε σε κανονικό και τόσο αυτό όσο και τα σίκουελ είχαν τεράστια εκδοτική επιτυχία, ξεπερνώντας τα πρώτα τους χρόνια τα 15 εκατομμύρια. Και είναι υπέρ του σκηνοθέτη που επέλεξε το πρώτο μέρος των βιβλίων για να αφηγηθεί τη συναρπαστική αυτή περιπέτεια – προετοιμάζοντας μας για το σίκουελ.

Όλα τα κύρια πρόσωπα και τέρατα του βιβλίου παίρνουν την αντίστοιχη, με, όταν χρειάζεται, εντυπωσιακά πάντα εφέ, μορφή τους, με επικεφαλής τον φρικτό, σαδιστικό Βαρώνο, με ένα ημι-αιλουροειδές σώμα που αιωρείται πάνω από τραπέζια και αντικείμενα. Επικίνδυνοι στρατιωτικοί, προδότες, μάγοι και Πυθίες, κινούνται στους διάφορους πλανήτες ενός μακρινού μέλλοντος (βρισκόμαστε στο έτος 10,191), όπου εκτυλίσσεται η γαλακτική περιπέτεια.

Σε αντίθεση με την σε αποσύνθεση ατμόσφαιρα της ταινίας του Λιντς, ο Βιλνέβ «Η άφιξη», «Blade Runner 2049») επιλέγει μια πιο φωτεινή, αλά-Star Wars ατμόσφαιρα, όπου η δράση και τα εφέ (όπως τα γιγαντιαία σκουλήκια που βγαίνουν κάθε τόσο μέσα από την άμμο για να καταβροχθίσουν ανθρώπους και αντικείμενα) έχουν κάτι από το ρυθμό και την ομορφιά των παλιών κινηματογραφικών σίριαλ. Ξεχωριστή αναφορά αξίζει να κάνω στους ηθοποιούς, με επικεφαλής τον Τιμοτέ Σαλαμέτ στο ρόλο του Πολ Ατρείδη, τον Όσκαρ Άιζακ (ο Δούκας και πατέρας του Πολ), τη Ρεμπέκα Φέργκιουσον (Τζέσικα), τον Χαβιέ Μπαρντέμ (Στιλγκαρ), τον Στέλαν Σκάρσγκαρντ (Βαρώνος Βλαντιμίρ Χαρκόνεν), τον Τζός Μπρόλιν (Γκάρνεϊ) και τη Σάρον Ντάνκαν-Μπρούστερ (ο οικολόγος Λιντ Κάνιε).

*** Η τελευταία μονομαχία

The Last Duel. ΗΠΑ/Βρετανία, 2021. Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ. Σενάριο: Νικόλ Χολοφσένερ, Μπεν Άφλεκ, Ματ Ντέιμον. Ηθοποιοί: Ματ Ντέιμον, Άνταμ Ντράιβερ, Τζόντι Κόμερ, Μπεν Άφλεκ, Χάριετ Γουόλτερ. 152´

Ύστερα από μια εκπληκτική παρουσία σε δυο, κλασικές σήμερα, περιπέτειες επιστημονικής φαντασίας («Άλιεν» και «Μπλέιντ Ράινερ»), ο Βρετανός σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ έδειξε το ταλέντο του και σε περιπέτειες εποχής, με τις περισσότερες με ιππότες ήρωες («Ο μονομάχος», «Το βασίλειο των ουρανών»), που, εκτός από την εμπορική επιτυχία, ξεχώριζαν και για το με φαντασία και δεξιοτεχνία στήσιμο των σκηνών (αιματηρών συχνά) δράσης. Στοιχείο που συναντάμε και στη νέα του περιπέτεια, «Η τελευταία μονομαχία», βασισμένη σε ένα αληθινό γεγονός: την τελευταία, επίσημη, δικαστική μονομαχία (η ιστορία εκτυλίσσεται στη Γαλλία του 14ου αιώνα, εποχή του Εκατοντάχρονου Πολέμου, όταν βασιλιάς ήταν ο Κάρολος ο 6ος).

Μονομαχία, μαζί και δίκη (μια και, σύμφωνα με τον ιπποτικό νόμο, ο νικητής είχε το δίκαιο με το μέρος του), ανάμεσα στον Ζαν Ντε Καρούς (πολύ καλός στο ρόλο ο Ματ Ντέιμον) και τον παλιό του φίλο και συναγωνιστή στις άγριες μάχες, Ζαν Λε Γκρι (με τον Άνταμ Ντράιβερ να δίνει με δύναμη τον ελκυστικό, που εντυπωσιάζει τις γυναίκες με τις γνώσεις του, ιππότη), μονομαχία με την οποία αρχίζει και τελειώνει η ταινία.

Αιτία για τη μονομαχία, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, είναι η κατηγορία από την πλευρά του Καρούς, ο βιασμός από τον Λε Γκρι της γυναίκας του, Μαργκερίτ (Τζόντι Κόμερ), η οποία, σύμφωνα πάντα με το νόμο της εποχής, αν ο σύζυγος σκοτωνόταν, απόδειξη ότι δεν υπήρξε βιασμός, αυτή θα καιγόταν στην πυρά! Ενδιάμεσα από την αιματηρή, άγρια αυτή μονομαχία, παρακολουθούμε, σε μια σειρά φλας-μπακ, στο στιλ του «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάβα, την πορεία της εξέλιξης της ιστορίας, για να ανακαλύψουμε την αλήθεια, αν πράγματι έγινε βιασμός ή αν σ’ αυτήν συναίνεσε η σύζυγος.

Μιας ιστορίας όπως την έζησαν και τη θυμούνται οι τρεις πρωταγωνιστές και όπως την περιγράφουν οι τρεις σεναριογράφοι της ταινίας: ο Ματ Ντέιμον και ο Μπεν Άφλεκ, για τις ιστορίες του Καρούς και του Λε Γκρι και η Νικόλ Χολοφσένερ για εκείνη της Μαργκερίτ.

Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκονται η πατριαρχία και ο μισογυνισμός που κυριαρχούσαν την εποχή των ιπποτών (και που δυστυχώς εξακολουθούν να κυριαρχούν και στον 21ο αιώνα), που ο Σκοτ αναπτύσσει με διάφορους τρόπους: από τον ανδρισμό και τον κώδικα τιμής στα πεδία των σκληρών, ανελέητων, αιματηρών μαχών (σκηνές στις οποίες ξεχωρίζει, όπως και στο παρελθόν, το εικαστικό ταλέντο και η δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη) μέχρι την υπεροψία των ανδρών, τον συνεχή αγώνα για απόκτηση εξουσίας και την ταπεινωτική θέση της γυναίκας στη ζωή τους (αντικείμενο ηδονής είτε στο κρεβάτι του άρχοντα είτε στα γλέντια των διάφορων οργίων, που διοργανώνουν ο Λε Γκρι και ο Δούκας Πιέρ Ντ’Αλανσόν, που τον ερμηνεύει με ξεχωριστή απόλαυση ο Μπεν Άφλεκ).

Τα δυο πρώτα φλας-μπακ, ιδωμένα από την πλευρά του Γκαρούς και του Λε Γκρι, που περιγράφουν πώς κατέληξαν στην κατηγορία για βιασμό, στη διάρκεια αρκετών χρόνων της ζωής των δυο αντρών, αλληλοκαλύπτονται σε αρκετές σκηνές που δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους και που δείχνουν μια στο ρυθμό της ταινίας, κάτι που, μέχρι σε ένα βαθμό, σε κάνει να την παραβλέψεις, η εξαιρετική, ατμοσφαιρική (που θυμίζει πίνακες εποχής) η φωτογραφία του Ντάριους Βόλσκι.

Το πιο ενδιαφέρον, τόσο από σεναριακής όσο και από κινηματογραφικής πλευράς, είναι το τρίτο επεισόδιο, η ιστορία από την πλευρά της Μαργκερίτ. Ιστορία βιασμού, που, από μια απλή φιλική, ίσως και με κάποιο απροσδιόριστο φλερτ από την πλευρά της Μαργκερίτ, αντιμετωπίζεται ως πρόσκληση για σεξ, από τον Λε Γκρι, και που απλά αποκαλύπτει την πραγματική αδιαφορία των δυο αντρών για το πραγματικό γεγονός, με τον καθένα να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον εαυτό του και τα δικά του αισθήματα:

Τον Γκαρούς ως ατιμασμένο σύζυγο που, ως προσβληθέντα, πρέπει να υπερασπίσει την τιμή του για την κακοποίηση στο απόκτημά του (γιατί η γυναίκα δεν ήταν παρά ένα απόκτημα για να γεννήσει απογόνους και να υπηρετεί τον άρχοντα-σύζυγο) και τον επαρμένο Λε Γκρι να θεωρεί τα χαμόγελα και τη φιλική συζήτηση, μαζί και το «όχι» της γυναίκας στην περίπτωση του σεξ, ως «ναι» στην πραγματικότητα. Αν και, με το ξαφνικό φινάλε του, ο Σκοτ αφήνει και κάποιο ερώτημα στο θέμα του βιασμού.