ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ 


Συγκλονιστικές εικόνες δυστοπικών κοινωνιών μέσα από τη σατιρική, μαύρη κωμωδία του Ράντου Γιούντε και την όμορφη, σπαρακτική, δοσμένη με ανθρωπιά ταινία της Τσίε Χαγιακάβα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη


**** ½ – Μην περιμένετε πολλά από το τέλος του κόσμου

 

Nu astepta prea mult de la sfarsitul lu moi/Do Not Expect Too Much from the End of the World. Ρουμανία/Λουξεμβούργο/Γαλλία/Κροατία, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ράντου Γιούντε. Ηθοποιοί: Ιλίνκα Μανολάκε, Κάτια Πεσκάριου, Ούβε Μπολ, Νίνα Χος. 163´

Μιλάμε τα τελευταία χρόνια για δυστοπικές κοινωνίες του μέλλοντος, ενώ οι δυστοπικές αυτές κοινωνίες βρίσκονται κιόλας γύρω μας. Υπάρχουν πιο δυστοπικές κοινωνίες από τις δικές μας, με τις καταστροφές του περιβάλλοντος που έχουν επιφέρει η κλιματική αλλαγή, τον εξευτελισμό των ηθικών αρχών, τη διάλυση των κοινωνικών και άλλων υποδομών, μαζί και της ίδιας της κοινωνίας, με τις κοινωνικές ανισότητες, την πολιτική διαφθορά και την πλήρη υποταγή σε απρόσωπες, στραμμένες σε ένα αδηφάγο κέρδος εταιρίες, που συναντάμε πάνω απ’ όλα σε αστικά περιβάλλοντα, και ιδιαίτερα πόλεις όπως το Λονδίνο, το Παρίσι, η Νέα Υόρκη, ακόμη και η Αθήνα;

Με άλλα λόγια, μια δυστοπία που ζούμε καθημερινά, κι ακόμη πιο έντονα όπως τη ζει το Βουκουρέστι, που μας παρουσιάζει στη σατιρική, αναρχική κωμωδία του, «Μην περιμένετε πολλά από το τέλος του κόσμου», ο Ρουμάνος σκηνοθέτης Ράντου Γιούντε. Σε ένα τέτοιο κόσμο ζει η ηρωίδα της ταινίας του, η καταπονημένη και κακοπληρωμένη Άντζελα, βοηθός παραγωγής σε μια κινηματογραφική εταιρία για την οποία δουλεύει περισσότερες από 16 ώρες την ημέρα, με μισθό ψίχουλα, τρέχοντας συνεχώς με το Uber αυτοκίνητο που της παρέχει η εταιρία (το οποίο χρησιμοποιεί και για περιστασιακό σεξ), έτοιμη να την πάρει ο ύπνος από την κούραση, μασώντας αδιάκοπα τσίχλα, ακούγοντας τραγούδια και αναζητώντας θύματα ατυχημάτων για το διαφημιστικό φιλμ που έχει αναλάβει να γυρίσει η εταιρεία της, και που θα απαλλάσσουν (με αποζημίωση 500 ευρώ) τις πραγματικές ευθύνες του εργοδότη, αποδεχόμενοι οι ίδιοι την ευθύνη επειδή δεν ακολούθησαν δήθεν τους κανόνες εξοπλισμού ασφαλείας – κανόνες που έτσι κι αλλιώς, δεν θα τους έσωζαν.

Σε οποία ταινία κι αν γυρίζει (όπως και στην προηγούμενη ταινία του, «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό», Χρυσή Άρκτος στο φεστιβάλ Βερολίνου, 2021),  ο Ράντου Γιούντε έδειξε πως ο κινηματογράφος δεν μπορεί, και δεν χρειάζεται, να περιορίζεται στον χολιγουντιανού τύπου κινηματογράφο, με ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, αλλά μπορούμε να πούμε ιστορίες χωρίς την παραδοσιακή αφήγηση, ξεφεύγοντας από αυτήν και αναμιγνύοντας διάφορα είδη, από ντοκιμαντέρ, αρχειακό υλικό, μέχρι κολάζ, ακόμη και δοκίμιο, με φιλμ άλλοτε έγχρωμο κι άλλοτε μαυρόασπρο (συχνά γυρισμένο σε φιλμ των 16 χλστ, για να μοιάζει με home movie), με φλας μπακ και ραλαντί, και οτιδήποτε άλλο μπορεί να συνεισφέρει στην πρωτότυπη αφήγησή του.


Η νέα του αυτή ταινία τα συνδυάζει όλα σε μια σατιρική, μαύρη κωμωδία, ένα είδος ρόουντ μούβι, με επίκεντρο το συνεχές, στη διάρκεια μιας μέρας, ταξίδι της Άντζελα (Ιλίνκα Μανολάκε) στο αυτοκίνητο, να διασχίζει τους δρόμους του Βουκουρεστίου, σε αναζήτηση του «τυχερού» ανάπηρου που θα χρησιμοποιηθεί στο διαφημιστικό φιλμ της εταιρίας αντιπαραθέτοντάς το με ενδιάμεσες σκηνές από μια παλιότερη ρουμανική ταινία, «Η Άντζελα συνεχίζει» του Λούσιαν Μπράτου, γυρισμένη το 1981, που εκτυλίσσεται στη διάρκεια του καθεστώτος του Τσαουσέσκου, που τόλμησε να δίξει τη φτώχεια και τα καθημερινά δεινά των απλών πολιτών στην καταπιεστική εκείνη περίοδο. 

Συνδέοντας, άλλοτε με τρόπο αναρχικό, ακόμη και με κακό (πάντα όμως απολαυστικό) γούστο, κι άλλοτε με μάτι κριτικό, από το οποίο δεν λείπει και το μαύρο χιούμορ, στις περισσότερες σκηνές του, ανάμεσα τους κι αυτές με τον παράλυτο, σε αμαξίδιο, Οβίντιο (τον «τυχερό» του διαφημιστικού βίντεο), ή εκείνη με τον Γερμανό σκηνοθέτη φτηνών ταινίων (cheap flicks), Ούβε Μπολ, που μιλαει για ένα ιστορικό αγώνα μποξ του 2006,  όταν έσπασε στο ξύλο τους κριτικούς κινηματογράφου που έβρισαν τις ταινίες του. Στο στόχαστρο του Γιούντε και ο εθνικισμός/ρατσισμός των συμπατριωτών του, καθώς και η δουλική υποταγή στους ξένους, στις σκηνές με τα ξιπασμένα αφεντικά, ιδιαίτερα την ξενη διευθύντρια (που ερμηνεύει η Νίνα Χος), καταλήγοντας στην επίσκεψή τους στο Βουκουρέστι, όπου η Άντζελα για να τους εκδικηθεί φτύνει στα πιάτα τους πριν τους σερβίρει το φαγητό. Απο την ταινία δεν λείπουν και αναφορές και κριτική σε επίκαιρα κοινωνικά και πολιτικά θέματα, όπως στην πολιτική του´Ορμπαν σε μια συζήτηση με υποστηρικτή του Ούγγρου πρωθυπουργού, καθώς στις αναφορές στους πρόσφατους πολέμους που συγκλονίζουν τον κόσμο μας.

Με ένα τίτλο, απόσπασμα, όπως διαβάζω, από το ποίημα ενός Πολωνού ποιητή (Γέρζι Άλεκ), ο Ράντου Γιούντε, επιμένει, μέσα από την αγχώδη αυτή, ταυτόχρονα ξεκαρδιστική, περιπέτεια της Άντζελα, ή, αν προτιμάτε, και των δυο Άντζελα, αλλά και ενός τρίτου προσώπου, της Μπομπίτα, του alter ego της σημερινής Άντζελα (που ερμηνεύει και πάλι η Ιλίνκα Μανολάκε), με εμφάνιση/κοροϊδία του  Άντριου Τέιτ (με Τικ Τοκ αποσπάσματα, με ελευθεροστομίες και προσβλητικές για τις γυναίκες αναφορές), να μας υπενθυμίζει, πως το τέλος του κόσμου είναι γύρω μας, μόνο που δεν εμφανίζεται με εντυπωσιακά, τρομακτικά εφέ, όπως στις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, αλλά απλά, σχεδόν απαρατήρητα, οδηγώντας μας αργά και μεθοδικά, στην απόλυτη, τελική, χωρίς τυμπανοκρουσίες, καταστροφή, όπως λέει και ο πολύ αγαπητός ποιητής Τ.Σ. Έλιοτ, στο ποίημα του, «Οι κούφιοι άνθρωποι»: «έτσι τελειώνει ο κόσμος/όχι μ’ ένα βρόντο/μα μ’ένα λυγμό» («this is the way the world ends/ not with a bang but with a whimper»)!


*** Πλάνο 75

Plan 75. Ιαπωνία/Γαλλία/Φιλιππίνες, 2022. Σκηνοθεσία: Τσίε Χαγιακάβα. Σενάριο: Τζέισον Γκρέι, Τσίε Χαγιακάβα. Ηθοποιοί: Τσιέκο Μπαϊσο, Χαγιάτο Ισομούρα, Στεφανί Αριάν. 113´

Μια άλλη εικόνα δυστοπικής κοινωνίας μας παρουσιάζει στην όμορφη, σπαρακτική, δοσμένη με ανθρωπιά, βουτηγμένη σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, πρώτου μήκους ταινία της, «Πλάνο 75» (Βραβείο Μνείας Χρυσής Κάμερας στο φεστιβάλ των Καννών, 2022), η Γιαπωνέζα Τσίε Χαγιακάβα, μέσα από την πορεία τριών προσώπων: της Μίσι, μιας ηλικιωμένης, μοναχικής γυναίκας, καμαριέρας σε ξενοδοχείο, του Χιρόσι, ενός νεαρού πωλητή του Πλάνου 75 και της Μαρίας, μιας Φιλιππινέζας εργάτριας, που έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, με αφορμή το κυβερνητικό Πλάνο 75 που προσφέρει την ευθανασία στους άνω των 75 ετών πολιτών της Ιαπωνίας, με στόχο να προστατεύσει την οικονομία της χώρας εξαιτίας της ραγδαίας γήρανσης  πληθυσμού. 

Πλάνο επιφανειακά ελκυστικό και καλοδεχούμενο μια και αυτός/αυτή που το δέχεται εισπράττει 100.000 γεν (περίπου 900 ευρώ) για να απολαύσουν με διακοπές ή όποιο άλλο τρόπο θέλουν τις τελευταίες μέρες της ζωής τους, αν και τελικά πλάνο μοχθηρό, που πίσω του κρύβονται και άλλα επικερδή για το κράτος σχέδια, όπως η εμπορική επεξεργασία της τέφρας. Κράτος που η σκηνοθέτρια παρουσιάζει στραμμένο στο κέρδος και την αδιαφορία για τη ζωή και την ευημερία του πολίτη. Σ’ ένα κράτος ζοφερό και σκληρό, όπου τα ηλικιωμένα άτομα περιφέρονται μόνα, εγκαταλειμμένα από το κράτος και τους συγγενείς («είμαστε μόνες στη ζωή», λένε κάποια στιγμή οι ηλικιωμένες φίλες της Μίσι), με την Τσία Χαγιακάβα να τα παρακολουθεί να προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια κοινωνία που έχει χάσει την ενσυναίσθηση και τον αληθινό προορισμό της, άτομα που διασχίζουν χώρους, δρόμους, τοπία, έρημα, σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, που τονίζει με τον καλύτερο τρόπο η φωτογραφία του Χιτέχο Ουράτα. 

Σε μια τέτοια δυστοπική κοινωνία (που φέρνει στο νου μιαν άλλη δυστοπική ταινία, το Soylent Green του Ρίτσαρντ Φλάισερ), τόσο τα ενήλικα άτομα, που έχουν αποφασίσει να δεχτούν την ελκυστική πρόταση του μοχθηρού στην πραγματικότητα αυτού σχεδίου, όσο και τα νεαρά άτομα, υπάλληλοι του Πλάνου 75, που περνούν τις μέρες τους προετοιμάζοντας τους ηλικιωμένους για το «ταξίδι» της ευθανασίας, παρά τη μοναξιά και την απομόνωση τους, δεν δείχνουν να έχουν χάσει την ανθρωπιά τους: ο Χιρόμι, ο νεαρός υπάλληλος του Πλάνου, ανακουφισμένος από την αντίδραση της Μίσι, θα κλέψει το πτώμα του θείου του για να το αποτεφρώσει μακριά από τα κρατικά κρεματόρια και να κρατήσει την τέφρα του, ενώ η Μίσι, έτοιμη πάντα για φιλίες και διηγήσεις ωραίων ιστοριών (φτάνει να θυμηθούμε τη φιλία της με τον Γιόκο, παλιό γνώριμο από την υπηρεσία των πελατών), παρά για ευθανασία, βλέποντας, την τελευταία στιγμή, τον άντρα δίπλα της να πεθαίνει, θα ξανανιώσει και θα αισθανθεί την ανάγκη αλλαγής. Για να ξεκινήσει μια νέα, αισιόδοξη πορεία, τραγουδώντας στο φινάλε ένα όμορφο τραγούδι  που ξεκινάει «αύριο στης γέρικης μηλιάς την σκιά θα έρθω για να σε βρω ξανά…»

** ½ – Ύποπτος 

Accused. Ηνωμένο Βασίλειο, 2023. Σκηνοθεσία: Φίλιπ Μπαραντίνι. Σενάριο: Μπάρναμπι Μπούλτον, Τζέιμς Κάμινγκς. Ηθοποιοί: Σακίλ Κούλαρ, Λορίν Αγιούφο, Νίτιν Γκανάτρα. 88´

Ο επικίνδυνος ρόλος των social media είναι στο στόχαστρο του σκηνοθέτη (πρώην ηθοποιού) Φίλιπ Μπαραντίνι σ’ αυτό το δοσμένο με γοργό ρυθμό και αρκετό σασπενς θρίλερ του, γύρω από έναν 20χρονο νεαρό, άδικα ταυτοποιημένο ως ύποπτο τρομοκράτη, ο οποίος γίνεται στόχος οργισμένων εκδικητών.

Ο νεαρός, πακιστανικής καταγωγής, Χάρι Μπαβσντάρ, ταξιδεύει με το τρένο από το Λονδίνο για το σπίτι των γονιών του στην εξοχή, όπου έχει αναλάβει τη φροντίδα του σκυλιού τους, ενώ αυτοί θα απουσιάσουν. Φτάνοντας εκεί θα μάθει, από την τηλεόραση, για την τρομοκρατική επίθεση στο σταθμό του Λονδίνου, από τον οποίο είχε ταξιδέψει. 

Μόνος, στο διαδίκτυο, έντρομος θα διαπιστώσει πως έχει ταυτοποιηθεί με τον καταζητούμενο τρομοκράτη, με καταιγισμό μηνυμάτων να πλημμυρίζει τα social media από πρόθυμους vigilantes που εκφράζουν με τις πιο τρομακτικές, υβριστικές φράσεις την οργή και την επιθυμία τους να τον δολοφονήσουν με τους πιο οικτρούς τρόπους. Επιθυμία που αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν δυο από τους υποψήφιους εκδικητές οι οποίοι καταφέρνουν να διεισδύσουν στο καλά προστατευμένο σπίτι των γονιών του. Με τον Χάρι να προσπαθεί να βρει τρόπους να προστατευτεί και να αντισταθεί και τον Φίλιπ Μπαραντίνι (που παλιότερα είχε  εντυπωσιάσει με την ταινία του «Σημείο βρασμού») να χτίζει όμορφα και σταδιακά το σασπένς και να δημιουργει την απειλητική ατμόσφαιρα, με ένα σφιχτό μοντάζ και σωστό ρυθμό, χρησιμοποιώντας το θέμα του για να τονίσει (ιδιαίτερα τόσο μέσα από τα μηνύματα του Διαδικτύου όσο και με τις σχέσεις του Χάρι με μια γειτόνισσα) το ρατσισμό που εξακολουθεί να υπάρχει σε αρκετά στρώματα της βρετανικής (και όχι μόνο) κοινωνίας.