Του απεσταλμένου μας Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ και η Τζέιν Κάμπιον έδωσαν με τις δυο εξαιρετικές ταινίες τους, «Παράλληλες μητέρες» και «Η εξουσία του σκύλου» αντίστοιχα, το στίγμα της φετινής 78ης Μόστρας του κινηματογράφου, που για δεύτερη φορά διεξάγεται φέτος, εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19, κάτω από πολύ αυστηρά μέτρα: καθημερινός έλεγχος εμβολιασμού και άλλων αντίστοιχων ιατρικών μέτρων, ενώ σε όλες τις αίθουσες προβολών κρατείται σωστή απόσταση (με πάντα μια κενή θέση ενδιάμεσα).

Το μητρικό ένστικτο, οι γυναικείες σχέσεις, οι μνήμες ενός τραυματικού παρελθόντος αλλά και οι συγκλονιστικές αποκαλύψεις, είναι στο επίκεντρο της νέας ταινίας «Παράλληλες μητέρες» του Πέδρο Αλμοδόβαρ με την οποία έκανε μια εντυπωσιακή έναρξη το φετινό φεστιβάλ. Ένα εξαιρετικό μελόδραμα, στο στιλ των καλύτερων ταινιών του Ισπανού αυτού δημιουργού («Όλα για τη μητέρα μου», «Μίλα της», Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης»), που συνεχίζει απτόητος, και με μούσα, σε μια σειρά συναρπαστικές ταινίες την εξοχή Πενέλοπε Κρουζ.

Δυο γυναίκες που συναντιούνται στη μαιευτική πτέρυγα ενός νοσοκομείου, η Τζάνις (όνομα, όπως μαθαίνουμε που της έδωσε η μητέρα της που λάτρευε τη Τζάνις Τζόπλιν), πετυχημένη φωτογράφος, και η έφηβη Άνα, και οι οποίες, ενώ περιμένουν να γεννήσουν, γίνονται γρήγορα φίλες. Ανάμεσα τους κινούνται ο παντρεμένος εραστής της Τζάνις, ανθρωπολόγος Αρτούρο, και η ηθοποιός του θεάτρου μητέρα της Άνας, Τερέζα.

Τα συναισθήματα και οι καταστάσεις που προκαλούν η καθυστερημένη μητρότητα, από τη μια, για την Τζάνις και η γρήγορη ενηλικίωση για την έφηβη Άνα, από την άλλη, μαζί με ένα ξαφνικό, τρομερό μυστικό στη ζωή της Τζάνις, είναι τα κύρια στοιχεία με τα οποία καταπιάνεται ο Αλμοδόβαρ. Στοιχεία που προσφέρονται για μελοδραματισμο, που στα χέρια ενός μέτριου σκηνοθέτη θα οδηγήσουν σε ένα ακόμη αδιάφορο μελό.

Ο 71χρονος όμως Αλμοδόβαρ παραμένει, όπως αποδεικνύει σε κάθε πλάνο του, ένας με φαντασία, πρωτοτυπία, και ευρηματικότητα, δημιουργός, Με στημένα με εξαιρετική επιμέλεια πλάνα, εκπληκτικά και εντυπωσιακά όπως πάντα, χρώματα (η θαυμάσια φωτογραφία είναι του Χοζέ Λουίς Αλκάινε), με την ωραία μουσική του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, που ξέρει να τονίζει αλλά και να υποβάλλει όταν χρειάζεται, με τέλεια ελεγχόμενο ρυθμό, και με εξαίρετους ηθοποιούς, από την Πενέλοπε Κρουζ (η οποία στο ρόλο της Τζάνις να δίνει τον καλύτερο εαυτό της, που σίγουρα θα είναι στα φαβορί για το βραβείο ερμηνείας), μέχρι τους Μιλένα Σμιτ (Άνα), Αϊτάνα Σάντσεζ Γκιγιόν (Τερέζα), Ίσραελ Ελεγιάλντε (Αρτούρο), και Ρόσι Ντε Πάλμα (Έλενα), έφτιαξε μια, με χείμαρρώδη, δοσμενη με αγάπη και ευαισθησία για τους χαρακτήρες του, σκηνοθεσία, ταινία.

Η καλύτερη για μένα ταινία της Νεοζηλανδής Τζέιν Κάμπιον παραμένει το «Μαθήματα πιάνου» κι είναι ευχάριστο, μετά από μια σειρά όχι και τόσο σημαντικές ταινίες, με τη νέα της ταινία, «»Η εξουσία του σκύλου», που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της Μόστρας, να βλέπουμε πως επιστρέφει στον καλύτερο της εαυτό. Τη φορά αυτή, η Κάμπιον στρέφεται σε ένα γουέστερν που εκτυλίσσεται στη Μοντάνα του 1925, αν και η ταινία γυρίστηκε στην πραγματικότητα στη Νέα Ζηλανδία, χωρίς να χάσει τίποτα από την ατμόσφαιρα της (κι αυτό χάρη στην εξαιρετική φωτογραφία του Άρι Γουέκνερ).

Πρόκειται για ένα γουέστερν χαρακτήρων, με την ιστορία να επικεντρώνεται στις σχέσεις ανάμεσα σε δυο αδέρφια, με τον Φιλ, ένα σκληρό και αυταρχικό αγελαδοτρόφο (εκπληκτικός στο ρόλο ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, που τονίζει με τις κινήσεις του και την όλη μάτσο συμπεριφορά ενός χαρακτήρα, μαζί και τη ζήλεια του, και που στόχο του έχει να ελέγχει τους πάντες), να αντιμετωπίζει με σχεδόν θα ελεγα σαδισμό και να προσβάλλει τον ευγενικό και υποχωρητικό αδερφό του, Τζορτζ (Τσέσι Πλέμονς). Τα πράγματα θα’ αλλάξουν, όταν ο Τζορτζ παντρεύεται (με την Κίρστεν Ντανστ να δίνει τον καλύτερο εαυτό της).

Με ένα καλογραμμένο σενάριο (βασισμένο στο μυθιστόρημα του Τόμας Σάβεϊτζ), με ωραία μουσική του Τζόνι Γκρίνγουντ, με εικαστικά λαμπρές εικόνες, και με σιγουριά και μεθοδικότητα στη διεύθυνση των ηθοποιών της, τοσο στις απέραντες πεδιάδες όπου κινούνται όσο και στα κλειστοφοβική εσωτερικά, χρησιμοποιώντας τους εντυπωσιακούς εξωτερικούς χώρους σε αντίστιξη με τα δρώμενα και αναπτύσσοντας με άνεση τις συγκρουόμενες σχέσεις τους (από όπου δεν λείπει και η αίσθηση του καταπιεσμένου σεξουαλικού πόθου), η Κάμπιον φτιάχνει μια πράγματι όμορφη, δυνατή ταινία.

Με ταινίες όπως το «Post Mortem» και «Νο», ο Χιλιανός σκηνοθέτης Πάμπλο Λαρέν μας είχε δώσει δυνατές, αξεχαστες εικόνες μέσα από ταινίες για την πολιτική κατάσταση στη Χιλή, στην περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ. Δυστυχώς πιο πρόσφατες ταινιες του («Τζάκι», «Έμα», «Η ιστορία της Λίσι») έδειξαν μια στροφή σε μέτρια θέματα και σε χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση σκηνοθεσία. Κάπου ανάμεσα στις καλύτερες και τις μέτριες ταινιες του βρίσκεται η νέα του ταινία, «Σπένσερ», που αναφέρεται στη σχέση της πριγκίπισσας Νταϊάνα με τον σύζυγο της και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, στη διάρκεια του τριημέρου των Χριστουγέννων, που διεξήχθησαν στο εξοχικό κτήμα του Σάνγριγχαμ, πριν η Νταϊάνα εγκαταλείψει τον πρίγκιπα Κάρολο.

Ο Λαρέν έφτιαξε ένα ψυχόδραμα της βασικής ηρωίδας του (με την Κρίστεν Στιούαρτ να προσπαθεί με την πολύ καλή ερμηνεία της να ανεβάσει το όλο επιπεδο), μιας νεαρής, «ανυπότακτης» γυναίκας που προσπαθούσε να παραμείνει απλή και ελεύθερη εκεί που η παράδοση και η τελετουργία του Παλατιού την ήθελε υποταγμένη στην ξεπερασμένη και κουραστική παράδοση του παλατιού.

Ο Λαρέν πετυχαίνει περισσότερο στις διανθισμένες με ειρωνεία και χιούμορ σκηνές των προετοιμασιών του φαγητού (πρωινά, απογευματινά, δείπνα, κλπ.), με τα διάφορα φαγητά, τα φρούτα και τα γλυκά, που ετοιμάζει ένας πρώην στρατιωτικός μάγειρας, και τις συγκεντρώσεις των μελών της βασιλικής οικογένειας (με τη βασίλισσα περικυκλωμένη με τα διάφορα σκυλιά της), καθώς κι ένα κυνήγι φασιανών, που καταστρέφει με την απρόσμενη παρουσία της η Νταϊάνα. Η οποία, όπως την παρουσιάζει η ταινία, παρέμενε δεμένη με τον πατέρα της, τον Σπένσερ (από όπου και ο τίτλος της ταινίας) και την παιδική της ηλικία (όταν έτρωγε, όπως όλοι οι απλοί συμπατριώτες της, φις εν τσιπς κάπου στο Κένσινγκτον).

Με τον Λαρέν να εκμεταλλεύεται και να χρησιμοποιεί έξυπνα για τη ψυχογραφία της ηρωιδας του, τόσο το ιστορικό βιβλίο για την Άννα Μπολέιν (που ο Ερρίκος ο 8ος είχε εκτελέσει), όσο και το κόκκινο σακάκι του πατέρα της, με το οποίο είχε ντύσει το σκίαχτρο του κτήματος τους. Στα θετικά της ταινίας και οι ερμηνείες της Σάλι Χόκινς (η πίστη υπηρέτρια της Νταϊάνας) και Τίμοθι Σπολ (ο ταγματάρχης Γκρέγκορι που βλέπει και επιβλέπει όλα).