Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Τη μελαγχολική, κάπου-κάπου πικρή γεύση που συναντάμε στη βραβευμένη με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών ταινία του «Το δωμάτιο του γιου μου», μου θύμισε η νέα ταινία του Νάνι Μορέτι, «Τρεις όροφοι», που διαγωνίζεται για το Χρυσό Φοίνικα των φετινών Κανών.

Σ’ αυτήν, ο Λούτσιο, ένας πατέρας (ο πολύ καλός Ρικάρντο Σκαμάρτσιο), λαθεμένα υποψιάζεται τον Ρενάτο, ένα συμπαθητικό, στα όρια της άνοιας, ηλικιωμένο γείτονα, που με τη γυναίκα του, κάνουν, κάποιες φορές τον μπέιμπι-σίτερ για τη μικρή τους κόρη, πως σε μια νυχτερινή εξαφάνιση τους στο πάρκο της περιοχής (για την οποία υπεύθυνη ήταν το κοριτσάκι) είχε κακοποιήσει σεξουαλικά την κόρη του.

Υποψία που σταδιακά τον παρασύρει σε τέτοια απελπισία που φτάνει στο σημείο να εκμεταλλευτεί την έλξη που έχει γι’ αυτόν η νεαρή εγγονή του Ρενάτο και να το εκμεταλλευτεί σεξουαλικά για να μπορέσει, όπως πιστεύει να μάθει την αλήθεια τι πράγματι έγινε το βράδυ της εξαφάνισης της μικρής του κόρης.

Γύρω από το μπλέξιμο αυτό του Λούτσιο, που θα τον οδηγήσει και στο δικαστήριο, με την καταγγελία, βιασμού ανήλικου κοριτσιού, κινούνται διάφορα άλλα πρόσωπα που ζουν στα διαμερίσματα της τριώροφης πολυκατοικίας. Όπως ο δικαστής Βιτόριο (που τον ερμηνεύει ο ίδιος ο Μορέτι), που η αυστηρότητα του θα οδηγήσει το γιο του Αντρέα σε ασυγχώρητα, τραγικά σφάλματα, όταν οδηγώντας μεθυσμένος το αυτοκίνητό του σκοτώνει μια γυναίκα και καταλήγει, έχοντας περάσει μέσα από τον τοίχο, στο διαμέρισμα του Λούτσιο και της γυναίκας του (σκηνή με την οποία αρχίζει η ταινία).

Μια άλλη κάτοικος είναι η Μόνικα, που, έγκυος, πριν καταλήξει στο νοσοκομείο για να γεννήσει, παρακολουθεί έντρομη στο δρόμο, τον μεθυσμένο γιο του δικαστή να σκοτώνει με το αυτοκίνητο του τη γυναίκα. Μια μοναχική γυναίκα, που τον περισσότερο καιρό ο άντρας λείπει από το σπίτι σε διάφορες αποστολές. Την εξέλιξη των ιστοριών αυτών παρακολουθούμε, στη διάρκεια περίπου δεκαπέντε χρόνων, με τα παιδιά να μεγαλώνουν, τους ενόχους (τον Λούτσιο και τον Αντρέα) να αποφυλακίζονται, και κάποιες τελικά απαντήσεις να δίνονται, έστω και καθυστερημένα, σε καίρια ερωτήματα.

Ο Μορέτι χρησιμοποιεί την ειρωνεία (ο Λούτσιο κατηγορεί τον Ρενάτο για σεξουαλική κακοποίηση, ενώ ο ίδιος κακοποιεί τελικά σεξουαλικά την ανήλικη Σαρλότ) και τις ελλείψεις, ακόμη και τις ανατροπές, με ένα ωραίο και σωστά αναπτυγμένους χαρακτήρες σενάριο, για να αφηγηθεί την ιστορία του, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες από όλους του ηθοποιούς του, από την τακτική του συνεργάτιδα Μαργκαρέτα Μπούι, μέχρι τους: Άλμπα Ρορβάκερ, και Άννα Μποναγιούτο. Συνολικά μια ταινία που θα είναι στα φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα ή ένα από τα άλλα σημαντικά βραβεία του φεστιβάλ.

Από τις καλύτερες μέχρι στιγμής ταινίες που είδαμε στις φετινές Κάνες είναι το «Να οδηγείς το αυτοκίνητο μου» του Ιάπωνα σκηνοθέτη Ριουσούκε Χαμαγκούτσι (στις Κάνες είχαμε δει παλιότερα τις ταινίες του «Ασάκο Ι & ΙΙ). Η ταινία ξεκινά με ένα ζευγάρι, τον Καφούκου, ηθοποιό και σκηνοθέτη του θεάτρου και τη σεναριογράφο γυναίκα του, Ότο, η οποία αντλεί τις εμπνεύσεις της μέσα από τις ερωτικές στιγμές και τον οργασμό της.

Η συναρπαστική ζωή τους, μέσα και έξω από τη δουλειά τους διακόπτεται όταν ο Καφούκου, ένα βράδυ, μετά που ανακαλύπτει πως η γυναίκα του τον απατούσε με ένα νεαρό ηθοποιό, τη βρίσκει νεκρή στο διαμέρισμα τους.

Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, δυο χρόνια μετά το θάνατο της Ότο, παρακολουθούμε τον Καφούκου σε ένα ταξίδι του στη Χιροσίμα, με οδηγό του αυτοκινήτου μια νεαρή, επαγγελματία οδηγό, τη Μισάκι, να ακούει από μαγνητόφωνο την Ότο να διαβάζει τις σκηνές από τον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ, έργο που ο Καφούκου ετοιμάζει να ανεβάσει, με τον εραστή της γυναίκας του στο ρόλο του Βάνια.

Το θέατρο, στο πρώτο μέρος το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ και στο δεύτερο, ο τσεχοφικός «Θείος Βάνιας» παίζουν ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας και στην προβολή των προβλημάτων και των αναζητήσεων των βασικών προσώπων, ιδιαίτερα του Καφούκου.

Η ζωή και ο θάνατος, η προσφορά μιας γενιάς και το άνοιγμα του δρόμου για μια νεότερη περνούν αρμονικά ανάμεσα από τα αποσπάσματα του έργου του Τσέχοφ στην πραγματική ζωή και τα ερωτήματα των πρωταγωνιστών, με τον Χαμαγκούτσι να συνδυάζει τέλεια τον αισθησιασμό με το θάνατο και το πένθος, και να στήνει εξαίρετες σκηνές τόσο ανάμεσα στις καίριες συζητήσεις ανάμεσα στα πρόσωπα και στα αποσπάσματα από τις θεατρικές πρόβες (πολύ πρωτότυπη και ωραία η ιδέα να χρησιμοποιήσει μια κωφάλαλη στο ρόλο της Σόνιας), όσο και στο ταξίδι του Καφούκου και της Μισάκι στη χιονισμένη περιοχή του εξαφανισμένο από ολισθήσεις χωριό της Μισάκι, για να επισκεφτούν το καμένο από φωτιά οικογενειακό της σπίτι. Συνολικά, μια τρυφερή, δοσμένη με λεπτότητα και ξεχωριστή ομορφιά, ταινία.

Την πολιτική διαφθορά και καταπίεση καθώς και τη βία του κράτους καταγγέλλει στην τολμηρή ταινία του «Κατ’ οίκον περιορισμό» ο Ρώσος σκηνοθέτης (Delo) Αλεξέι Γκέρμαν Τζούνιορ, που ταινίες του είδαμε στο φεστιβάλ του Βερολίνου («Ντοβλάτοβ» και σ’ εκείνο της Βενετίας («Χάρτινος στρατιώτης», που κέρδισε και το Αργυρό Λιοντάρι). Τη φορά αυτή ήρωάς του είναι ο Νταβίντ (πολύ καλή ερμηνεία από τον Μέραμπ Νινίντζε), ένας καθηγητής σε ρωσική επαρχιακή πόλη, που αποφασίζει να ξεσκεπάσει τον δήμαρχο της περιοχής για διαφθορά, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί ο ίδιος για δήθεν υπεξαίρεση και να καταδικαστεί σε κατ’ οίκον περιορισμό, μέχρι την αναμονή της δίκης.

Στον περιορισμένο στο χώρο του διαμερίσματός, που δίνει στον Γκέρμαν την ευκαιρία της δημιουργίας μιας καφκικής ατμόσφαιρας, ο Νταβίντ συναντά διάφορα πρόσωπα, από μια άρρωστη μητέρα, που λατρεύει και η οποία συνεχώς καπνίζει, όπως κι ο ίδιος, θα χωρισμένη σύζυγο που εργάζεται στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου και μερικούς φίλους, και προσπαθεί να προωθήσει την υπόθεση του, που οι φοβισμένοι κάτοικοι της πόλης (μαζί και η πρώην σύζυγος) αρνούνται να τον υποστηρίξουν, παρόλο που όλοι τους γνωρίζουν την αλήθεια για τις υπεξαιρέσεις και την όλη διεφθαρμένη πολιτική του δημάρχου.

Σε μια περίοδο του το ρωσικό κράτος του Πούτιν όχι μόνο περιορίζει ολοένα και περισσότερο τα δικαιώματα των πολιτικών του αλλά και συλλαμβάνει τους πολιτικούς του αντιπάλους (ανάμεσα στα πρόσφατα παραδείγματα αναφέρω εκείνο του Αλεξέι Ναβάλνι καθώς και του σκηνοθέτη Κίριλ Σερεμπρένικοβ, που κατηγορήθηκε, όπως και ο ήρωας της ταινίας, για υπεξαίρεση, και παρέμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό για 18 μήνες), η ταινία του Γκέρμαν είναι μια γενναία κραυγή δοσμένη με ξεχωριστή δύναμη και που της αξίζει μια όσο το δυνατό πιο πλατιά διανομή.