23ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ένας πρωτότυπος μυστικός πράκτορας και μια μελαγχολική ωδή σ’ ένα «στέκι» που εξαφανίζεται

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

«Ζητείται άντρας ηλικίας από 80 έως 90 χρονών, με γνώσεις τεχνολογίας», πληροφορεί η αλλόκοτη είδηση σε έντυπο, με την οποία αρχίζει το θαυμάσιο, πρόταση της Χιλής για τα Όσκαρ, ντοκιμαντέρ «Ο μυστικός πράκτορας», σκηνοθετημένο από τη Χιλιανή Μάιτε Αλμπέρντι.

Αφού ανακρίνει τρεις τέσσερις ηλικιωμένους υποψήφιους, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, που δημοσίευσε την είδηση, καταλήγει στον Σέρχιο Σαμί, εξηγώντας του πως η δουλειά του «μυστικού πράκτορα» θα είναι να εισαχθεί για τρεις μήνες σ’ ένα γηροκομείο του Σαντιάγο για να παρακολουθεί από κοντά τη Σόνια Ρέγιες, μητέρα μιας εύπορης γυναίκας η οποία έχει αναθέσει στον ντετέκτιβ να ανακαλύψει αν η διευθύντρια και το προσωπικό του γηροκομείου κακομεταχειρίζονται τη μητέρα της.

Ο Σέρχιο, ένας συμπαθητικός, ιδιαίτερα ευγενικός 83χρονος, καλοστεκούμενος για την ηλικία του, άντρας, με κόρη και εγγόνια, θεωρώντας πως η ενασχόληση αυτή θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει τη μοναξιά και το πένθος εξαιτίας του πρόσφατου θανάτου της γυναίκας του, δέχεται, με τη σύμφωνη γνώμη της κόρης του, πρόθυμα τη θέση.

Με τα ειδικά γυαλιά και στιλό με κρυμμένη κάμερα, που του δίνει ο ντετέκτιβ, και παίζοντας το ρόλο ενός μυστικού, σύμφωνα με τις κινηματογραφικές ταινίες, πράκτορα, ο αφελής Σέρχιο περιφέρεται, κάθε άλλο παρά μυστικά, στους διαδρόμους, εξετάζοντας τα δωμάτια και σημειώνοντας σ’ ένα σημειωματάριο τα ονόματα τροφίμων, στις συνεχείς προσπάθειές του ν’ ανακαλύψει τη Σόνια, σημειωματάριο που μετατρέπει και σε είδος ημερολογίου, τις σελίδες του οποίου, καθημερινά, μεταδίδει, μαζί με τις βιντεοσκοπήσεις, μέσω του WhatsApp, χωρίς να δίνει καμιά σημασία σε μυστικότητα, στον εργοδότη του.

Για ένα διάστημα, και με τη Σόνια εκτός πλάνου (όπως θ’ ανακαλύψει αργότερα αυτή έχει πρόβλημα σωματικό και περνάει τον περισσότερο καιρό της απομονωμένη), ο Σέρχιο αρχίζει να γνωρίζει τις διάφορες γυναίκες που έχουν εισαχθεί στο γηροκομείο (40 γυναίκες και μόνο 4 άντρες, όπως ανακαλύπτει), γυναίκες μοναχικές που όλες ενθουσιάζονται με την παρουσία του, και προσπαθούν να του κάνουν παρέα, επειδή είναι, όπως λένε, κύριος και καλοντυμένος, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να του οργανώσουν και γιορτή για τα γενέθλιά του, με τούρτα και τραγουδιστή.

Με τον Σέρχιο, από τη δική του πλευρά, να γίνεται σταδιακά φίλος τους και να νοιάζεται για όλες: να διασκεδάζει μαζί τους σε μια γιορτή (όπου τον ανακηρύσσουν Βασιλιά), να ακούει με ενδιαφέρον τα ποιήματα που έχει γράψει μια από αυτές, για να βοηθήσει μια άλλη που δεν την επισκέπτεται η οικογένεια της, να ζητά από τον εργοδότη ντετέκτιβ του να βρει και να του στείλει οικογενειακές φωτογραφίες της για να δώσει λίγο φως στη μοναχική ζωή της, ακόμη και να μετατρέπεται, όταν χρειάζεται, σε ψυχολόγο για μια άλλη.

Αποτέλεσμα ένα ντοκιμαντέρ δοσμένο με αληθινή αγάπη, τρυφερότητα, διεισδυτικότητα, μαζί και χιούμορ (σε πολλές πρέπει να πω σκηνές), ένα έργο τόσο γύρω από την τρίτη ηλικία όσο και για την αληθινή εικόνα και τη ψυχολογία των τροφίμων των γηροκομείων: ανθρώπων μοναχικών, εγκαταλειμμένων από τους δικούς τους, που μπορεί να ξοδεύουν αρκετά χρήματα για τη φροντίδα τους αλλά τους αφήνουν εκεί και τους ξεχνούν (σε μια σκηνή βλέπουμε έναν από αυτούς να τον επισκέπτονται οι δικοί του μια φορά το χρόνο στα γενέθλιά του, ενώ σε άλλες σκηνές, μέλος του προσωπικού, για μια γυναίκα που δεν την επισκέπτεται η μητέρα της, της τηλεφωνεί κάθε τόσο μιμούμενη την απούσα μητέρα), ανθρώπων που αποζητούν την επαφή, την αγάπη και τη στοργή εκείνων που συχνά τους εγκαταλείπουν εκεί. Ένα ντοκιμαντέρ, συχνά βουτηγμένο σε μια ατμόσφαιρα θλίψης, που όμως την αναιρεί μια φωτεινή αχτίδα, η αχτίδα εκείνη της φιλίας και της αγάπης που τους προσφέρει ο συμπαθητικός αυτός, με την καλή καρδιά, «μυστικός πράκτορας».

Αξίζει να αναφέρω πως η σκηνοθέτρια, για να γυρίσει το ντοκιμαντέρ όσο πιο αληθινά και χωρίς παρέμβαση, δεν απεκάλυψε στο γηροκομείο την απασχόληση του Σέρχιο ως κατασκόπου, αλλά πήρε απλά άδεια να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τους ηλικιωμένους και τη ζωή τους στο γηροκομείο «Σαν Φρανσίσκο» του Σαντιάγο, πηγαίνοντας μάλιστα εκεί με το συνεργείο της μια βδομάδα πριν εμφανιστεί ο Σέρχιο (σε ένα από τα πρώτα πλάνα της ταινίας βλέπουμε και την ίδια, μαζί με τον κάμεραμαν, να γυρίζουν σκηνές), με αποτέλεσμα οι σκηνές με τον Σέρχιο να φαίνονται σαν απλό τμήμα του όλου ντοκιμαντέρ. Με αποτέλεσμα το ντοκιμαντέρ να είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό.

 

 

Η θλιμμένη ατμόσφαιρα κυριαρχεί στο ντοκιμαντέρ «Μύτη ανοιγμένη – άδειες τσέπες» των αδελφών Μπίλ και Τέρνερ Ρος (στο ντοκιμαντέρ τους, «Tsioupitoulas», παρακολουθούσαν τρία αδέρφια στη ζωή τους στη Νέα Ορλεάνη), ένας ύμνος στις περαστικές φιλίες αλλά και τα στέκια που χάνονται. Ένας ύμνος στη ζωή, τις συναντήσεις, τις καθημερινές απλές κουβέντες και τη χαρά ανάμεσα στα πρόσωπα διαφορετικών ηλικιών, τη χαρά να παραβρίσκεσαι και να πίνεις το ποτό σου με άλλους, με αφορμή την τελευταία βραδιά στο μπαρ Roaring Twenties του Λας Βέγκας.

Κουβέντες και διασκέδαση με υπόκρουση συχνά μουσική (άλλοτε από jukebox κι άλλοτε από ένα πελάτη που παίζει τραγούδι του Ρέι Όρμπινσον στην κιθάρα του, κι άλλοτε ως υπόκρουση, όπως το «Is That All There Is» που τραγουδά η Πέγκι Λι προς το φινάλε της ταινίας), που μας φέρνουν σ’ επαφή με τα διάφορα πρόσωπα, όπως τον Μάικλ, έναν άνεργο ηθοποιό (με τα μακριά μαλλιά του να κυματίζουν, θυμίζοντάς μου τον Μπρους Ντερν του «Νεμπράσκα»), που συνήθως κοιμάται στον καναπέ του μπαρ (εκεί θα τον συναντήσουμε και στα τελευταία πλάνα της ταινίας), αλλά και με τα θέματα που τους ενδιαφέρουν και σχολιάζουν:

Aπό ρομαντικά μέχρι την πολιτική, όπως η αναφορά στον Τραμπ που μόλις έχει κερδίσει στις εκλογές, ή τους διάφορους, πάντα ανόητους πολέμους, όπως τους χαρακτηρίζουν βετεράνοι διάφορων πολέμων, πελάτες του μπαρ, ή για τις παλιές καλές εποχές, όταν οι άνθρωποι δούλευαν σκληρά (οργώνοντας τη γη, μαζεύοντας το σανό, κλπ.), ή ακόμη για το πόσο κατάστρεψε τον κόσμο και τον πλανήτη η παλιά γενιά, καθώς και για τα μελλοντικά, παρά την προχωρημένη ηλικία τους, σχέδια (ένας σχεδιάζει να ταξιδέψει στο Λονδίνο και την Ιρλανδία). Με άλλα λόγια την παρηγοριά, όπως αναφέρει κάποιος, να βρίσκεσαι σ’ αυτό το στέκι, ένα στέκι όπου «όταν δεν σε θέλει κανείς έρχεσαι εδώ».

Η «Μύτη ανοιγμένη – άδειες τσέπες» είναι ένα φιλμ που σε παρασύρει με τις ιστορίες του, την ατμόσφαιρά του, τους αυθεντικούς χαρακτήρες του, ένα είδος λιμανιού για όσους αναζητούν μια επαφή, έστω και παροδική, για όσους πιστεύουν πως ο άνθρωπος είναι ζώο κοινωνικό, που χρειάζεται τον συνάνθρωπό του, την παρουσία του αλλά και να μπορεί να μοιράζεται μαζί του τις χαρές και τις λύπες του. Μια ωδή όμορφη, κάπου κάπου μελαγχολική, μαζί και ποιητική που καταφέρνει ν’ αγγίξει μια λεπτή χορδή στην καρδιά σου.

 

Στην Αίγυπτο, σε μια χώρα όπου η γυναίκα δεν ενθαρρύνεται να ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα σπορ, και συγκεκριμένα σε μια αλάνα της Αλεξάνδρειας, η 14χρονη Ζεμπίμπα ασκείται στην άρση βαρών για να μπορέσει να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς, στο συγκινητικό ντοκιμαντέρ «Σήκωσέ το σαν κορίτσι» της Μάγιε Ζάγεντ. Η στροφή νεαρών κοριτσιών στα άρση βαρών ξεκίνησε όταν το 2003 η 15χρονη Αιγύπτια Νάλα Ραμαντάν ανακηρύχθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια της άρσης βαρών, εντυπωσιάζοντας τον γυναικείο κόσμο των Αραβικών χωρών.

Και τώρα, στην αλάνα αυτή (για την οποία ο ιδιοκτήτης της ζητά επανειλημμένα οικονομική ενίσχυση από κράτος και οργανισμούς), υπό την καθοδήγηση ενός αφοσιωμένου στο σπορ αυτό, του ηλικιωμένου Ολυμπιακού προπονητή, και πατέρα της Νάλα, «Καπετάνιου» Ραμαντάν, η 15χρονη Νάλα ασκείται καθημερινά, όπου ασκούνται και άλλα νεαρά κορίτσια, και με τρόπο πράγματι αμείλικτο, για να μπορέσει να αγωνιστεί για το παγκόσμιο πρωτάθλημα.

Στην πρώτη της αυτή σκηνοθεσία, η Μάγιε Ζάγεντ καταφέρνει να πλησιάσει, με λεπτότητα και επιμονή, με τρόπο τελικά συγκινητικό, τόσο τη νεαρή Ζεμπίμπα, ένα κορίτσι που αγωνίζεται με επιμονή και πείσμα στο δικό της «μικρό κόσμο» της αλάνας, άλλοτε «σαν άντρας» κι άλλοτε «σαν κορίτσι» για να μπορέσει να πετύχει το στόχο της, όσο και τον παθιασμένο «Καπετάνιο», όπως τον αποκαλούν τα νεαρά υπό την προστασία του κορίτσια, έναν άντρα αφοσιωμένο τυφλά στη δουλειά του και τα κορίτσια, επίμονο και έντονα σκληρό όταν χρειάζεται, ωραίο όταν χρειάζεται παραμυθά, έτοιμο να πείσει αλλά και να ποτίζει και να φροντίζει τα δέντρα γύρω από την αλάνα του.

Έναν άνθρωπο που το πάθος και η αφοσίωσή του επηρέασαν σημαντικά μια ολόκληρη γενιά γυναικών και όχι μόνο, ιδιαίτερα όταν η Ζεμπίμπα άρχισε να κερδίζει διάφορα μετάλλια ανά τον κόσμο, αποδεικνύοντας, όπως τονίζει και ο τίτλος του ντοκιμαντέρ, πως μπορεί να σηκώσει σαν κορίτσι.