66 Berlinale Plakat 1 IMG FIX 173x173Το πορτρέτο μιας παντρεμένης, όλο ενέργεια, γυναίκας που ξαφνικά αποκτά την πλήρη ελευθερία της, παρουσιάζει η δοσμένη με ευαισθησία, τρυφερότητα και οξυδέρκεια γαλλική ταινία του «Το μέλλον» της Μία Χάνσεν-Λαβ, που είδαμε στο φετινό 66ο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου – της καλύτερης, μαζί με την ταινία «Φωτιά στη θάλασσα» του Ρόζι, μέχρι στιγμής, ταινίας, που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της Μπερλινάλε.

Η ηρωίδα, η Ναταλί (Ιζαμπέλ Ιπέρ), καθηγήτρια της φιλοσοφίας, είναι μια γυναίκα με πολλαπλές ασχολίες που την κρατάνε σε κίνηση όλο σχεδόν το 24ωρο. Η κάμερα του Ντενί Λενουάρ την ακολουθεί ασταμάτητα, καταγράφοντας με όμορφες εικόνες, της καθημερινές, γεμάτες απίθανη ενέργεια, απασχολήσεις της: με τα δυο παιδιά της, τα διδακτικά βιβλία που ετοιμάζει για μια νέα έκδοση, τον επίσης καθηγητή σύζυγό της, τη συνεχώς άρρωστη (με επιθέσεις πανικού) μητέρα της, που με το παραμικρό καλεί την πυροσβεστική στη διάρκεια της νύχτας, καθώς και τους ευνοούμενους φοιτητές της και ιδιαίτερα τον πρώην σπουδαστή της, Φαμπιέν, που ετοιμάζεται να γράψει ένα βιβλίο.

 

Κάποια στιγμή, και σε σύντομο διάστημα, τα πράγματα αλλάζουν: τα παιδιά της, που έχουν μεγαλώσει, αρχίζουν μια δική τους, ανεξάρτητη ζωή, η μητέρα της πεθαίνει, ο Φαμπιέν εγκαταλείπει το Παρίσι για να φτιάξει ένας είδος σύγχρονου κοινόβιου μαζί με άλλους φίλους, και ο άντρας της, της αναγγέλλει πως έχει δεσμό με άλλη, νεότερη γυναίκα και θα την εγκαταλείψει. Σε μια συνηθισμένη ταινία θα περίμενες να ακολουθήσει ένα δράμα, με τη γυναίκα να βρίσκεται σε αδιέξοδο, να τα φτιάχνει αργότερα με κάποιον άλλο, ενώ ο σύζυγος, κάποια στιγμή, ίσως και να επέστρεφε στη γυναίκα του. Αντίθετα, η Χάνσεν-Λαβ επέλεξε έναν εντελώς διαφορετικό (ευπρόσδεκτο) τρόπο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Παρά τα 40 χρόνια της, η Ναταλί δέχεται με ικανοποίηση την πλήρη αυτή ελευθερία της. Αδιαφορεί για το εξοχικό με τις οικογενειακές αναμνήσεις που θα χάσει, για τα βιβλία της που της παίρνει, χωρίς καμιά συμφωνία τους, όταν μετακομίζει ο σύζυγος, το να βρει καινούριο σύντροφο (απορρίπτει κάποιον που της «κολλάει» στο σινεμά), και δέχεται τη νέα της ζωή, με τις μικρές καθημερινές χαρές της (τους υπόλοιπους σπουδαστές της, τα βιβλία της, το εγγόνι που μόλις έχει αποκτήσει).

 

Η σκηνοθέτρια, με μια ιστορία εμπνευσμένη από τη ζωή των καθηγητών γονιών της, όπως ανάφερε η ίδια, και με ένα στιλ που εμπνέεται από το έργο σκηνοθετών όπως ο Ρομέρ και ο Τριφό, σκιαγραφεί με συμπάθεια όλα τα πρόσωπα (με εξαίρεση το δίδυμο των εκδοτών που προσπαθούν να την πείσουν να δεχτεί ένα δήθεν μοντέρνο, φρικτό στην πραγματικότητα, τρόπο έκδοσης των βιβλίων της), καταγράφοντας με μικρές, γρήγορες σκηνές την ιστορία, αντικαθιστώντας τους μελοδραματισμούς και τα κλισέ με ωραίες, πρωτότυπες σκηνές (την απιστία του συζύγου τη μαθαίνουμε από την κόρη που το αναγγέλλει στον πατέρα της και του ζητά να το αποκαλύψει στη μητέρα τους, την άλλη γυναίκα βλέπουμε μονάχα σε μια γρήγορη σκηνή όταν η Ναταλί, σε μια στιγμή αδυναμίας όταν αρχίζει να κλαίει, βλέπει ξαφνικά, μέσα από το λεωφορείο, το ζευγάρι να περπατάει στο δρόμο) και ωραίους διαλόγους και κείμενα (με τα αποσπάσματα από κείμενα του Πασκάλ, του Ρουσό και άλλων, καθώς και τραγούδια όπως αυτό το Αρνο Γκάθρι, να έχουν δραματουργική σχέση με αυτά που συμβαίνουν μπροστά μας). Στις αρετές της ξεχωριστής αυτής ταινίας αξίζει να αναφέρω την Ιζαμπέλ Ιπέρ που ερμηνεύει συγκρατημένα, με ξεχωριστή ευαισθησία και δύναμη, τη Ναταλί – ρόλος που σίγουρα θα είναι στα φαβορί για το βραβείο ερμηνείας του φεστιβάλ.

 

festival1

 

Ο αποικιακός πόλεμος των Πορτογάλων στην Αγκόλα είναι στο επίκεντρο της ταινίας «Γράμματα από τον πόλεμο» του Πορτογάλου Ιβο Μ. Φερέιρα (διαγωνιστικό τμήμα), βασισμένο στο βιβλίο του τότε 28χρονου στρατιωτικού γιατρού Αντόνιο Λόπο Αντούνες. Ο Φερέιρα παρουσιάζει τη φρίκη του πολέμου μέσα από συγκλονιστικές συχνά, εικόνες που συνδυάζει με την αφήγηση off των επιστολών που ο γιατρός έστελνε καθημερινά στην έγκυο γυναίκα του. Επιστολές αρχικά γεμάτες έρωτα, στοργή και αφοσίωση, που σταδιακά αρχίζουν να γίνονται πιο σκοτεινές και διανθισμένες με μελαγχολία και απογοήτευση, που ο σκηνοθέτης αντιπαραθέτει με ένα στιλ από το οποίο δεν λείπει και μια όμορφη, ποιητικό διάθεση.

 

festival2

 

Η πετυχημένη ατμόσφαιρα και ένα καλογραμμένο σενάριο (από τον σκηνοθέτη και τη συν-σεναριογράφο του Σελίν Σιαμά) είναι το βασικό στοιχείο της ταινίας «Οταν είσαι 17 χρονών» του Αντρέ Τεσινέ (διαγωνιστικό τμήμα), γύρω από δυο έφηβα αγόρια που ανακαλύπτουν και εξερευνούν τη ομοφυλοφιλική σεξουαλικότητά τους στη διάρκεια ενός σχολικού έτους. Βασικοί πρωταγωνιστές είναι τα δυο αγόρια και η μητέρα (μια πολύ καλή Σαντρίν Κιμπερλέν) του ενός. Στη δημιουργία της ατμόσφαιρας συμβάλλει και η με έμπνευση χρήση των φυσικών χώρων (η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια βουνίσια, αγροτική, χιονισμένη τον περισσότερο καιρό, περιοχή), που άλλοτε σχολιάζουν κι άλλοτε βρίσκονται σε αντίστιξη με τις πράξεις και τη συμπεριφορά των προσώπων.

 

Με τη συνηθισμένη, εικαστικά λαμπρή, στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία του αφηγείται την ιστορία της μεγάλης, παραγνωρισμένης δυστυχώς την εποχή της, Αμερικανίδας ποιήτριας Εμιλι Ντίκινσον, στην ταινία του, «A Quiet Passion» («Ενα ήρεμο πάθος», στις Ειδικές Προβολές της Μπερλινάλε), ο Βρετανός σκηνοθέτης Τέρενς Ντέιβις («Μακρυνές φωνές, ασάλευτες ζωές», «Η μεγάλη μέρα τελειώνει»). Ο Ντέιβις αποφεύγει να ακολουθήσει τον τρόπο αφήγησης μιας βιογραφικής ταινίας, προτιμώντας να εστιάσει το ενδιαφέρον του στη διερεύνηση της ψυχικής, πνευματικής δύναμης της πρωτότυπης αυτής, ποιήτριας και «ήρεμης επαναστάτριας» (με έξοχη ερμηνείας από τη Σίνθια Νίξον), σε σκηνές που συνδυάζει, με ξεχωριστή μαεστρία, με διάφορα ποιήματα της Ντίκινσον. Η ταινία του συναρπάζει με τις στημένες με ξεχωριστή έμπνευση εικόνες της, με την κλειστοφοβική συχνά ατμόσφαιρά τους (η Ντίκινσον παρέμεινε σε όλη της τη ζωή κλεισμένη στο σπίτι της με την οικογένειά της), καθώς και την άνεση με την οποία κινείται ο ρυθμός.

 

festival3