ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Με τον αγώνα για ανθρώπινα δικαιώματα στο επίκεντρο

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Ενώ τελειώνει η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, δυστυχώς τα καυτά προβλήματα που υπήρχαν από το ξεκίνημά της (και αρκετά πολύ πιο πριν) εξακολουθούν να υπάρχουν. Και είναι ευτυχώς χάρη σε φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, όπως αυτό της Θεσσαλονίκης, όπου το ντοκουμέντο, τα γεγονότα, με ότι αυτά περιλαμβάνουν, παρουσιάζονται συχνά, και χάρη στο ταλέντο των σκηνοθετών τους, για να μας προβληματίσουν και να μας βάλουν σε σκέψη. Θέματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η πολιτική, το περιβάλλον, η εξόντωση των ζώων, η ταυτότητα των φύλων, η μνήμη και η ιστορία, είναι μερικά από τα θέματα που παρουσιάζει στο πλούσιο και ποικίλο πρόγραμμά του το φετινό 21ο φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.

Το φεστιβάλ έκανε έναρξη με μια όμορφη, δοσμένη με ποιητική διάθεση, ταινία, το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ “Μαριάν & Λέοναρντ, λόγια αγάπης” του διάσημου Βρετανού σκηνοθέτη Νικ Μπρούμφιλντ, γύρω από τον τραγικό έρωτα ανάμεσα στο διάσημο τραγουδιστή Λέοναρντ Κοέν και τη μούσα του, τη Νορβηγίδα Μαριάν Ίχλεν. Με συνεντεύξεις από πρόσωπα που γνώρισαν το ζευγάρι, φωτογραφίες και σπάνιο αρχειακό υλικό, ο Μπρούμφιλντ έφτιαξε μια ταινία γύρω από την τόσο προσωπική, ταυτόχρονα πνευματικά δυνατή, σχέση ανάμεσα στα δυο αυτά άτομα, σχέση που ξεκίνησε στην Ύδρα το 1960, περίοδο όταν ξένοι καλλιτέχνες (μουσικοί, συγγραφείς και άλλοι) ζούσαν μια μποέμικη ζωή στα ελληνικά νησιά – στην Ύδρα ακριβώς ήταν που, το 1968, ο ίδιος ο 20χρονος τότε Μπρούμφιλντ συνάντησε για πρώτη φορά την Μαριάν και τον Κοέν.

Στις φετινές ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις και η απονομή του Χρυσού Αλέξανδρου για την προσφορά του στον κινηματογράφο, στον ελληνικής καταγωγής Αμερικανό σκηνοθέτη Λούι Ψυχογιό, επίσημο καλεσμένο της φετινής διοργάνωσης. Την τιμητική αυτή εκδήλωση και την απονομή του Χρυσού Αλέξανδρου, ακολούθησε η προβολή του βραβευμένου με Όσκαρ ντοκιμαντέρ του Ψυχογιού, “Ο όρμος” (The Cove, 2009), που καταγράφει τη μαζική εξόντωση δελφινιών στην Ιαπωνία, ενώ, στη συνέχεια, ακολούθησε συζήτηση του σκηνοθέτη με το κοινό.

Η Λέα Τσεμέλ είναι μια Εβραία δικηγόρος που εδώ και περισσότερο από πενήντα χρόνια αγωνίζεται για να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε Παλαιστίνιους κατηγορούμενους, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί από πολλούς συμπατριώτες της ως προδότρια, «κομουνίστρια”, “δικηγόρος του διαβόλου” και υποστηρίκτρια τρομοκρατών. Κι όμως η Λέα δεν το βάζει κάτω. Συνεχίζει να αγωνίζεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως μας παρουσιάζει το συναρπαστικό, τολμηρό ντοκιμαντέρ “Συνήγορος”, συμπαραγωγή ανάμεσα στο Ισραήλ, τον Καναδά και την Ελβετία, που σκηνοθέτησαν η Ρέιτσελ Λί Τζόουνς και ο Φιλίπ Μπελές (διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ). “Είσαι τρομοκράτισσα;” τη ρωτάει κάποια στιγμή μια δημοσιογράφος της ισραηλινής τηλεόρασης. “Οχι”, της απαντά η Λέα, “είναι υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων… προσπαθώ να δω πίσω από την ιστορία, να δω το άτομο.. Είμαι το μέλλον”. Ένα μέλλον δυστυχώς ακόμη απρόσιτο ενόσω υπάρχουν τα κατεχόμενα εδάφη και η ισραηλινή κυβέρνηση αρνείται την ισότητα και την ελευθερία στους Παλαιστίνιους.

Ξεκινώντας από τον “πόλεμο των έξι ημερών” του 1967, όπου ως φοιτήτρια πίστεψε για μια στιγμή πως επρόκειτο για ένα πόλεμο που θα επέβαλλε την ειρήνη και τη συμβίωση ανάμεσα στις δυο εθνότητες, η Λέα προσχώρησε στις ομάδες εκείνες που αγωνίζονταν για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, σύντομα, ως δικηγόρος, αρχίζει να αναλαμβάνει, συχνά τις πιο δύσκολες, τις υποθέσεις Παλαιστινίων κατηγορούμενων, χωρίς διακρίσεις, τονίζοντας πως ακόμη και όταν αυτοί χρησιμοποιούσαν τη βία, αυτή ήταν η βία ανθρώπων υπό κατοχή και που αγωνίζονταν ενάντια σε μια μεγαλύτερη βία, εκείνη του κράτους.

Με αφορμή τη σημαντική δίκη ενός 13χρονου αγοριού που συνελήφθη επειδή κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι κυνηγώντας ισραηλινούς χωρίς όμως να χτυπήσει κανένα, η ταινία μας παρουσιάζει την πορεία της Λέα στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, προσφέροντας τις υπηρεσίες της σε φεμινίστριες, σε φονταμενταλιστές, σε διαδηλωτές αλλά και ένοπλους μαχητές (πάντα υποστήριζε και υποστηρίζει πως οι Παλαιστίνιοι μάχονται για την ελευθερία τους, κάτι που εξοργίζει μερίδα των συμπατριωτών της), βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή της. “Για κάθε Παλαιστίνιο το να είσαι φυλακισμένος αποτελεί γεγονός της ζωής”, όπως μας λέει σε μια στιγμή. Γιατί κάθε οικογένεια, έχει στη φυλακή κάποιο άτομο: είτε αδερφό, είτε αδερφή, είτε πατέρα.

Αγώνας εξοντωτικός, με την Λέα, την “Ισραηλινή κατακτητή” (όπως παραδέχεται η ίδια, μια και ζει σε κατεχόμενα εδάφη), να φορά το κοστούμι της Wonder Woman, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κόρη της, και να επιμένει, να αγωνίζεται με πείσμα, 24 ώρες το 24ωρο (“δίπλα μου, όταν κοιμάμαι, έχω τόμους δικηγορικών ντοσιέ και όχι γυναίκα”, λέει σε κάποια στιγμή χιουμοριστικά ο σύζυγος), για να μας αποκαλύψει την ωμότητα και τα συστηματικά βασανιστήρια των ανδρών της Ειδικής Ασφάλειας ενάντια στους Παλαιστίνιους κρατούμενους (παρά τα συνεχή βασανιστήρια και τις απειλές το 13χρονο αγόρι δεν υπέκυψε ποτέ επιμένοντας στην αθωότητά του), καταστρατηγώντας τις συμφωνίες της Γενεύης σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ένα αγώνα που κάποια στιγμή θα την οδηγεί και στο Ανώτατο Δικαστήριο (η πρώτη της μεγάλη νίκη) που τελικά καταδικάζει τη χρήση βασανιστηρίων και μειώνει την αρχική ποινή του 13χρονου αγοριού.

Η ταυτότητα φύλου είναι στο επίκεντρο του ιταλικού ντοκιμαντέρ “Νορμάλ” της Αντέλ Τούλι, που πρωτοπροβλήθηκε στο τμήμα “Πανόραμα” του φετινού φεστιβάλ του Βερολίνου και που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της Θεσσαλονίκης. Η ταινία αρχίζει με ένα μικρό κοριτσάκι που δέχεται υπομονετικά την προετοιμασία που της κάνουν για να της τρυπήσουν τ’ αυτιά για σκουλαρίκια, για να συνεχίσει με άλλες νορμάλ δραστηριότητες, από γυναίκες με τα μωρά τους σε καρότσια να κάνουν χορευτικές και άλλες ασκήσεις, μέχρι ειδικά μαθήματα για να φλερτάρεις τη γυναίκα κι ένας γάμος με γκέι ζευγάρι, στο οποίο παρίσταται και καθολικός ιερέας. Νορμάλ δραστηριότητες για τη σύγχρονη εποχή που λίγα χρόνια πιο πριν θα θεωρούνταν παραξενιές, συχνά απαράδεκτες. Με χιούμορ, με ένα αέρα cool, με εικόνες άλλοτε χαριτωμένες και άλλοτε βουτηγμένες σε μια ατμόσφαιρα σχεδόν τρόμου, η σκηνοθέτρια φτιάχνει ένα είδος τοιχογραφίας κοινωνικών συνηθειών και τελετουργιών, που τονίζουν και τη διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνες που αφορούν τις γυναίκες (που πρέπει να μάθουν να υποκύπτουν) και σ’ εκείνες που αφορούν τους άντρες (που πρέπει να αγωνίζονται για να καταφέρουν να κυριαρχούν).

Στην ταινία “Μέχρι τη θάλασσα” του Μάρκου Γκαστίν (στο τμήμα “Ανθρώπινη κατάσταση”) μεταφερόμαστε στην Κλινική Φυσικής Αποκατάστασης του ΚΑΤ, για να παρακολουθήσουμε τον διαρκή, επίπονο αγώνα ασθενών που νοσηλεύονται μετά από σοβαρά ατυχήματα, για να επανέλθουν στη φυσιολογική τους κατάσταση, ή, στις πιο πολλές περιπτώσεις να αποδεχτούν και να μάθουν να ζουν, όσο καλύτερα και πιο ανθρώπινα, με το πρόβλημά τους.

Σ’ ένα τέτοιο θάλαμο είχε βρεθεί και ο ίδιος, όπως παραδέχεται στο σημείωμά του ο σκηνοθέτης, “ήταν μια από τις πιο έντονες και διδακτικές εμπειρίες που έζησα ποτέ. Έκανα την ταινία “Μέχρι τη θάλασσα”, για να μοιραστώ αυτή την εμπειρία με τον θεατή. Πιστεύω ότι έχει κι αυτός πολλά να νοιώσει, αλλά και πολλά να μάθει. Για τον εαυτό του, για την κοινωνία μας, για την ανθρώπινη κατάσταση…”

Ο Γκαστίν παρακολούθησε, με την κάμερα του, για αρκετούς μήνες μερικούς από τους ασθενείς, καταγράφοντας την καθημερινή τους πάλη να επανακτήσουν τις φυσιολογικές λειτουργίες τους, με τις συζητήσεις τους με τους γιατρούς και το προσωπικό αλλά και τους δικούς τους, πάλη άλλοτε σιωπηλή και ήρεμη, άλλοτε έντονη και σπασμωδική (ενίοτε και οργισμένη), άλλοτε με αστεία και φαινομενικά άσχετες πράξεις, πάντα όμως με την ελπίδα πίσω από το συχνά ανέκφραστο τους πρόσωπο (για να φτάσουν στη θάλασσα, όπως λέει ένας από αυτούς), χωρίς όμως ποτέ ο ίδιος να επεμβαίνει για να σχολιάσει. Μια όμορφη, δοσμένη με αγάπη και ξεχωριστή ανθρωπιά, ταινία, που μας κάνει να δούμε την αναπηρία με διαφορετικό μάτι, όπως ακριβώς το θέλησε και ο Γκαστίν.