Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων μετά τα τυπικά καλωσορίσματα στη νέα υπουργό Πολιτισμού σχολιάζει τις Κυβερνητικές εξαγγελίες  για «επέκταση του μοντέλου λειτουργίας του Μουσείου της Ακρόπολης», στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, και σε άλλα  μουσεία της χώρας, Η άψογη λειτουργία του πιό επιτυχημένου και πολυβραβευμένου (με διεθνή βραβεία) Μουσείου της χώρας όπως είναι αυτό της Ακρόπολης, όχι μόνο δεν βρίσκει σύμφωνους τους αρχαιολόγους, αλλά «διαχρονικά αντίθετους» όπως σημειώνει ο ΣΕΑ.

Κι αυτό «οχι γιατί αρνούμαστε την ανάγκη για μουσεία που λειτουργούν άρτια ως πόλος έλξης και εργαλείο παιδείας Ελλήνων και ξένων επισκεπτών, αλλά γιατί προτάσεις όπως αυτές υπονομεύουν τον δημόσιο χαρακτήρα της προστασίας της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς, αποδυναμώνουν τον επιστημονικό και παιδευτικό ρόλο των μουσείων  και διασπούν  την ενιαία συγκρότηση και λειτουργία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της διαχείρισης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η οποία αποτελεί αδιαίρετο σύνολο, με ενιαία στρατηγική, φιλοσοφία και οικονομική διαχείριση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο μόνον μπορεί να χαράσσεται δημόσια πολιτική για τον Πολιτισμό, ενώ τα δημόσια μουσεία και οι χώροι που έρχονται πρώτα σε εισιτήρια και εισπράξεις θα μπορούν να στηρίζουν όσα υστερούν, αλλά είναι απαραίτητο να λειτουργούν»..  

Ωστόσο, το Μουσείο της Ακρόπολης είναι δημόσιο Μουσείο, αλλά αυτόνομο (αυτοδιοικούμενο και αυτοσυντηρούμενο). Από τις εισπράξεις του λαμβάνει ένα ποσοστό το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων για να το διανείμει και σε μικρότερα μουσεία που χρειάζονται οικονομική βοήθεια. Οπότε, φαντάζει ακατανόητη η συντεχνιακή αντίληψη των αρχαιολόγων-δημοσίων υπαλλήλων που επιθυμούν να στοιχιστούν οι πάντες -και εν προκειμένω τεράστιοι πολιτιστικοί οργανισμοί όπως είναι τα μεγάλα μουσεία της χώρας- υπό τας διαταγάς ενός γενικού διευθυντή αρχαιοτήτων και ενός αποδυναμωμένου διευθυντή που δεν θα έχει το δικαίωμα να προσλάβει ούτε καθαρίστρια.  

Στην ίδια επιστολή το σωματείο των αρχαιολόγων αναφέρει -ίσως για να προλάβει μελλοντικές αποφάσεις- ότι αντιτίθεται στην εκχώρηση της διαχείρισης της  Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε τρίτους, ιδιώτες ή σωματεία όπως συμβαίνει με το σωματείο «Διάζωμα» του Σταύρου Μπένου. Και σε αυτό έχει απόλυτο δίκιο. Γιατί, όπως εξηγούν: το σωματείο αυτό «από την περιγραφή των καταστατικών του στόχων, έρχεται να αμφισβητήσει το θεσμικό πλαίσιο και να διεκδικήσει ρόλο στη διαχείριση μνημείων και την υλοποίηση έργων συναφών με τους σκοπούς του» σημειώνουν και τονίζουν:

Μάλιστα, σε πρόσφατο δημοσίευμα διαβάζει μονοδιάστατα το άρθρο 24 του Συντάγματος για το πολιτιστικό περιβάλλον και αποδίδει στον κλάδο των αρχαιολόγων αυτοπεριθωριοποίηση, κατασκευή τείχους μεταξύ μνημείων και κοινωνίας με ελατήριο τη συνείδηση ιδιοκτησίας! Τουναντίον, το άρθρο 24 του Συντάγματος, εξασφαλίζει την απρόσκοπτη προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς, έννοιες που συνιστούν δημόσιο και όχι ιδιωτικό κεφάλαιο, και ως εκ τούτου καθιστούν υποχρεωτική τη διαχείρισή τους από το ίδιο το κράτος, ως κατεξοχήν εγγυητή του δημοσίου συμφέροντος και της αειφόρου ωφέλειας του συνόλου.

Ο Σύλλογος θυμίζει ότι δεν αντιτίθεται σε όποιον επιθυμεί να υποστηρίξει τη λειτουργία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του ενιαίου στρατηγικού της σχεδιασμού με ένα σύγχρονο και ευέλικτο πλαίσιο ιδιωτικής πολιτιστικής χορηγίας. Όμως, θα σταθεί απέναντι σε οποιονδήποτε επιθυμεί να την υποκαταστήσει στον θεσμικό της ρόλο».

Για να συζητηθούν όλα τα παραπάνω έχουν ζητήσει συνάντηση με την υπουργό Λίνα Μενδώνη.