ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Για αξέχαστες Βραδιές με Μπέργκμαν, Βισκόντι, Ανιές Βαρντά και Γκουτιέρεζ Αλέα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μπορεί νέες ταινίες όπως το αργεντίνικο «Κόκκινη έκλειψη» του Μπέντζαμιν Νάιστατ ή το χιουμοριστικό animation «Toy Story 4» του Τζος Κούλι να προσφέρουν κάποια διασκέδαση, οι ταινίες όμως της νέας αυτής βδομάδας που θα σας συγκλονίσουν και θα ικανοποιήσουν όσους αναζητούν ένα κινηματογράφο ποιότητας, είναι οι επανεκδόσεις μερικών κλασικών πια ταινιών, που βλέπονται και ξαναβλέπονται.

Ταινίες από σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Σουηδός Ίνγκμαρ Μπέργκαν («Άγριες φράουλες»), ο Ιταλός Λουκίνο Βισκόντι («Θάνατος στη Βενετία»), η Ελληνογαλλίδα Ανιές Βαρντά («Η ευτυχία») και ο Κουβανός Τομάς Γκουτιέρεζ Αλέα («Ο θάνατος ενός γρεαφειοκράτη»), επιβεβαιώνοντας, για μια ακόμη φορά, πως δεν είναι μόνο ο αμερικανικός κινηματογράφος που ξέρει να φτιάχνει καλές ταινίες αλλά και ο ευρωπαϊκός, και πολύ συχνά πολύ καλύτερες ταινίες!

***** Άγριες φράουλες

Smultronstallet. Σουηδία, 1957. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ηθοποιοί: Βίκτορ Σέστρομ, Μπίμπι Αντερσον, Ίνγκριντ Τούλιν, Γκούναρ Μπγιόρνστραντ, Νάιμα Βίσφραντ. Διάρκεια: 93΄

Κάθε σχεδόν ταινία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν είναι και ένα κινηματογραφικό γεγονός. Και σίγουρα καμιά περισσότερο από τις “Αγριες φράουλες” (Χρυσή Άρκτος στο φεστιβάλ Βερολίνου 1958), από τις πιο σύνθετες και πλούσιες σε φιλοσοφικά και ηθικά θέματα ταινίες του Σουηδού αυτού δημιουργού.

Πρωταγωνιστής της ταινίας ο παλαίμαχος σκηνοθέτης του βωβού, ταυτόχρονα “πατέρας” του σύγχρονου σουηδικού κινηματογράφου, Βίκτορ Σέστρομ, που ερμηνεύει τον Ισαάκ Μποργκ, καθηγητή της ιατρικής που ξεκινάει για ένα ταξίδι στο πανεπιστήμιο του Λουντ, όπου πρόκειται να τιμηθεί για τα 50 χρόνια από την αποφοίτησή του. Μαζί του ταξιδεύει και η νύφη του, Μαριάν (Ίνγκριντ Τούλιν), αποφασισμένη να εγκαταλείψει τον άντρα της. Επίκεντρο της ταινίας η πορεία τους, διανθισμένη με τους προσωπικούς καυγάδες τους, πραγματικές και φανταστικές συναντήσεις με διάφορα άγνωστα και γνωστά πρόσωπα, με τους εφιάλτες του ηλικιωμένου Μποργκ που έχει αρχίσει να σκέφτεται το θάνατο, και με ένα λυρικό “διάλειμμα” στο σπίτι όπου ο Μποργκ έζησε τα νεανικά του χρόνια.

Ανάμεσα στα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η ταινία, εκείνα της ζωής και του θανάτου, της παρουσίας του θεού καθώς και των σχέσεων ανάμεσα στα δυο φύλα και της κόλασης που σταδιακά δημιουργούν ανάμεσά τους, καθώς και της ψυχολογίας των προσώπων, ιδιαίτερα των γυναικείων χαρακτήρων. Το κυρίαρχο όμως θέμα εδώ είναι εκείνο της μοναξιάς που εκφράζεται μέσα από τον κεντρικό ήρωα – με, για πρώτη και μοναδική φορά στον Μπέργκμαν, να είναι άντρας. Πρόσωπο διφορούμενο και αντιφατικό, με τη μοναξιά να είναι στενά δεμένη με το θέμα του θανάτου, πρόσωπο άλλοτε συμπαθητικό κι άλλοτε αντιπαθητικό, συχνά εγωιστικό, σύμφωνα με τον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν (ή και που ο ίδιος αντιμετωπίζει) τα άλλα πρόσωπα γύρω του.

Η ταινία κινείται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό, συνδυάζοντας τους διαλόγους με την αφήγηση “off”, χωρίς ούτε μια στιγμή να δημιουργεί κανένα χάσμα, κι αυτό χάρη στη δεξιοτεχνία με τα οποία αντιμετωπίζει ο Μπέργκμαν τις σκηνές του. Δυο (αξέχαστες) σκηνές καθορίζουν και σηματοδοτούν την ταινία: η σκηνή του ονείρου του Μποργκ και η σκηνή που αυτός θυμάται, σε φλας-μπακ, τη νεανική του ηλικία. Στην πρώτη, εφιαλτική σχεδόν σκηνή, ο Μποργκ ενώ περπατά σε μια έρημη πόλη, τον πλησιάζει ένας άντρας χωρίς πρόσωπο, στη συνέχεια βλέπει ένα τεράστιο, χωρίς δείκτες, ρολόι και γίνεται μάρτυρας σε μια σύγκρουση νεκροφόρας, που όταν την πλησιάζει και ανοίγει το φέρετρο βλέπει σ’ αυτή νεκρό τον εαυτό του (όνειρο που τον κάνει ν΄ αρχίσει να σκέφτεται το θάνατο).

Στη δεύτερη, ο Μποργκ βρίσκεται στο σπίτι των νεανικών του χρόνων και παρακολουθεί (ο ίδιος παραμένοντας πάντα σε προχωρημένη ηλικία) σκηνές από τη ζωή του: την ξαδέρφη του Μαριάν (Μπίμπι Αντερσον), με την οποία ήταν ερωτευμένος, να τη φλερτάρει κάποιος άλλος, κι αργότερα την ίδια, να του προσφέρει σε μια εκδρομή τους στο δάσος, άγριες φράουλες. Σκηνή δοσμένη με ποίηση και λυρισμό, “διάλειμμα” στους προβληματισμούς και τα υπαρξιακά άγχη των ηρώων της ταινίας. Η ερμηνεία του Σέστρομ ήρεμη, σίγουρη, λιτή αλλά και επιβλητική, σφραγίζει ολόκληρη την αριστουργηματική αυτή ταινία. Χωρίς βέβαια να ξεχνάμε τις ερμηνείες των άλλων πρωταγωνιστών, ιδιαίτερα των γυναικών (της Ίνγκριντ Τούλιν και της Μπίμπι Αντερσον), ηθοποιών που συναντάμε και σε πολλές άλλες, κατοπινές, θαυμάσιες ταινίες του μεγάλου αυτού δημιουργού.

***** Θάνατος στη Βενετία

Morte a Venezia. Ιταλία, 1971. Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι. Σενάριο: Λουκίνο Βισκόντι, Νίκολα Μπαταλούκο, από μυθ. Τόμας Μαν. Ηθοποιοί: Ντερκ Μπόγκαρντ, Μαρκ Μπερνς, Μπγιορν Αντρεσεν, Σιλβάνα Μαγκάνο. 130΄

Από εικαστικής πλευράς και γενικά από μια με φαντασία και τόλμη σκηνοθετική ματιά, ο Βισακόντι έχει σ’ όλες τις ταινίες του πάντα κάτι να μας πει. Καμιά ταινία του δεν ήταν ποτέ αδιάφορη. Απλά η εκτίμησή της περιοριζόταν ανάμεσα στο πολύ καλό και το αριστουργηματικό, κάτι που μόνο για τους πραγματικά μεγάλους σκηνοθέτες μπορεί να πει κανείς. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτό το «Θάνατο στη Βενετία», βασισμένο στο βιβλίο του Τόμας Μαν και εμπνευσμένο από τη ζωή του Γκούσταβ Μάλερ.

Αυτό όμως που, πέρα από τη λεπτομερή, σχολαστική θα έλεγα (με την έννοια της φιλοφρόνησης). ματιά του ξεχωριστού αυτού δημιουργού, η ομορφιά και η δύναμη αυτής της ταινίας βασίζεται, και σ’ ένα πολύ μεγάλο τμήμα της, τόσο στην εξαιρετική ερμηνεία του Ντερκ Μπόγκαρντ (από τις καλύτερες, αξίζει να σημειώσω, της καριέρας του) όσο και στην ευρηματική χρήση της θαυμάσιας μουσικής του Γκούσταβ Μάλερ (της τρίτης και της πέμπτης συμφωνίας του).

Στην ταινία, ο Μπόγκαρντ ερμηνεύει τον Γερμανό συνθέτη Γκούσταβ Ασεμπανμπαχ (διάβαζε: Μάλερ) που, ενώ περνάει τις αναρρωτικές διακοπές του (μετά το θάνατο του παιδιού του) στη Βενετία, ελκύεται από την ομορφιά ενός νεαρού αγοριού που βλέπει στο ξενοδοχείο όπου έχει κατακλύσει, Η έλξη σίγουρα είναι σεξουαλική (τουλάχιστο όπως την παρουσιάζει ο Βισκόντι) αλλά, ταυτόχρονα είναι και ένα είδος μεταφοράς για την ομορφιά που υπάρχει γύρω του και που ελκύει τον μουσικό – τη λιγοστή πρέπει να πω ομορφιά, που ανακαλύπτει, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου στη Βενετία έχει ξεσπάσει επιδημία χολέρας.

Η κάμερα του Πασκουαλίνο ντε Σάντις κινείται με άνεση, σε μεγάλα, χωρίς σχεδόν καθόλου ή με λιγοστούς, διαλόγους, πλάνα, ανάμεσα στα ντυμένα κομψά πρόσωπα της αριστοκρατίας που περιφέρονται στο ξενοδοχείο και την όμορφη πλάζ του στο Λίντο (πρόκειται για το περιβόητο Hotel de bains), και τα μισοσκότεινα, φοβιστικά, γεμάτα φωτιές και καπνούς από την επιδημία, στενά σοκάκια της Βενετίας, ενώ οι υπεύθυνοι του ξενοδοχείου αποφεύγουν, για λόγους τουρισμού, να αποκαλύψουν την οποιαδήποτε ύπαρξη επιδημίας, με τον Βισκόντι να τα εκμεταλλεύεται, με ένα οπερατικό θα έλεγα ρυθμό, για να καταγράψει τη δύσκολη πνευματική, αγωνιώδη πορεία του κουρασμένου, που ξέρει πως σύντομα πρόκειται να πεθάνει, ήρωά του. Με τον επερχόμενο θάνατο να του δίνει την ευκαιρία να μας μιλήσει για τη ζωή και τις (έστω και περαστικές και σύντομες) ομορφιές της.

**** Η ευτυχία

Le bonheur. Γαλλία,1965. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ανιές Βαρντά. Ηθοποιοί: Ζαν-Κλοντ Ντρουό, Μαρία-Φρανς Μπουαγιέ, Μανόν Λανκλό, Σίλβια Σορέλ. 79’

Τρία χρόνια μετά την ταινία της, «Η Κλεό από τις 5 ως τις 7», μια με στοργή και ζεστασιά ματιά πάνω σε μια νεαρή γυναίκα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θέμα του θανάτου, η Ανιές Βαρντά, φεμινίστρια, ακτιβίστρια, ταυτόχρονα μοναδική δυναμική σκηνοθέτρια της γαλλικής νουβελ βαγκ, στρέφεται στη σχέση ενός ζευγαριού στην ταινία της «Η ευτυχία» («Le bonheur»). Τίτλος σίγουρα ειρωνικός πάνω σ’ ένα παντρεμένο για χρόνια και με δυο μικρά παιδιά ζευγάρι.

Η ταινία ξεκινά με το γκρο πλάνο ενός ηλιοτροπίου να κυριαρχεί στους τίτλους της, ενώ ακολουθούν ειδυλλιακές σκηνές του ζευγαριού που περνάει το Σαββατοκύριακο του σ’ ένα δάσος, έξω από τα περίχωρα του Παρισιού όπου ζουν: ένας περίπατος στο δάσος, ένα πικ-νικ, με τη γυναίκα να μαζεύει λουλούδια, με τα παιδιά να κοιμούνται στη συνέχεια κάτω από ένα φτιαγμένο πρόχειρα σκέπαστρο, με το ζευγάρι, τον Φρανσουά, έναν ψηλό, αρρενωπό, άντρα και την Τερέζ, μια όμορφη ξανθιά, ικανοποιημένη από τη ζωή της γυναίκα, αγκαλιά κάτω από τα δέντρα, και με υπόκρουση μια όμορφη μουσική του Μότσαρτ – ειδυλλιακές εικόνες μιας ευτυχισμένης ζωής που φέρνουν στο νου την «Εκδρομή στην εξοχή» του Ρενουάρ. Ευτυχισμένης ζωής όμως που σταδιακά ανακαλύπτουμε πως δεν είναι παρά επιφανειακή.

Αργότερα, ο άντρας, που εργάζεται στο ξυλουργείο του θείου του, φεύγει για τη δουλειά του, ενώ, η γυναίκα, στο σπίτι κάνει διάφορες δουλειές, μαγειρεύει, φροντίζει τα παιδιά, και στους ίδιους χώρους κάνει και τη δουλειά της ράφτρας για ρούχα γυναικών της περιοχής. Κάποια στιγμή, μια νέα γυναίκα, η Εμιλί, που μοιάζει πολύ με την Τερέζ, υπάλληλος στο ταχυδρομείο, που τη συναντά ο Φρανσουά, σε μια δουλειά του σε γειτονική πόλη, και η οποία σχεδιάζει να μετακομίσει στην περιοχή όπου ζει ο Φρανσουά, του ζητάει να φτιάξει τα ράφια στο νέο της διαμέρισμα. Συνάντηση που θα οδηγήσει πολύ γρήγορα σε μια παθιασμένη ερωτική σχέση, με τον Φρανσουά να της εξηγεί – και ειλικρινά να το πιστεύει – πως την αγαπά το ίδιο με τη γυναίκα του και να προσπαθεί, χωρίς ενδοιασμούς, να συνεχίσει τη σχέση, έχοντας την αίσθηση μιας μεγαλύτερης ευτυχίας, όπως θα εξηγήσει αργότερα στην ίδια τη γυναίκα του, σε ένα μεγαλόστομο μονόλογο, γεμάτο με περίεργες – αστείες όταν το σκεφτείς – παρομοιώσεις,

Δεν θέλω να σας αποκαλύψω τη συνέχεια, αλλά όσα παρακολουθούμε (με τον Φρανσουά να συνεχίζει την γεμάτη ευτυχία ζωή του και με τι δυο γυναίκες, ευτυχία που δεν μπορεί παρά να έχει και τις ανατροπές της), τονίζουν με τον καλύτερο τρόπο τη στάση της Βαρντά απέναντι στα πρόσωπα της, τόσο τις δυο γυναίκες όσο και τον άντρα, αλλά και γενικότερα την κοινωνία της τότε εποχής. Ταυτόχρονα, βάζει μερικά ουσιαστικά θέματα, από τις αληθινές σχέσεις και τις ηθικές αξίες μέχρι την υποκρισία και το βόλεμα μιας φαινομενικά ευημερούσας κοινωνίας.

Δεν πρέπει ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην «ιδανική» κοινωνία της Γαλλίας του Ντε Γκολ, μια κοινωνία συντηρητική, ανδροκρατούμενη και εφησυχασμένη (ακόμη και η αρχικά ανεξάρτητη Εμιλί υποκύπτει τελικά στην οργανωμένη μικροαστική ζωή της εποχής της). Και θα χρειαστεί να περάσουν τρία ακόμη χρόνια πριν φτάσουμε στην εξέγερση το Μάη του 68.

**** Ο θάνατος ενός γραφειοκράτη

Muerte de un burocrata. Κούβα, 1966. Σκηνοθεσία: Τομάς Γκουτιέρεζ Αλέα. Σενάριο: Αλφρέντο Ντελ Γκουέρτο, Τομάς Γκουτιέρεζ Αλέα. Ηθοποιοί: Σαλβαδόρ Γουντ, Σίλβια Πλάνας, Μανουέλ Εστανίγιο. 85΄

Ένας από τους πιο γνωστούς σκηνοθέτες ταινιών μεγάλου μήκους του σύγχρονου κουβανέζικου κινηματογράφου είναι ο Τομάς Γκουτιέρεζ Αλέα. Αφού σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, ο Αλέα παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στο Πανεπιστημιακό Κέντρο Κινηματογράφου της Ρώμης.

Με την επιστροφή του στην Κούβα, γυρίζει την πρώτη του ταινία, που τον κάνει γνωστό και στο εξωτερικό, τις «Ιστορίες της Επανάστασης» (Historias de la revolución, 1961), ταινία που αποτελείται από τρία σκετς που, όπως το λέει και ο τίτλος της ταινίας, έχουν για θέμα τους την Επανάσταση. Ανάμεσα στις επόμενες ταινίες του είναι οι «Αναμνήσεις της υπανάπτυξης» (Memorias del subdesarrolo), ταινία βασισμένη σ’ ένα βιβλίο του Κουβανού συγγραφέα Εντμούντο Ντεσνοές, και το «Κουμπίτε» (Cumbite, 1964), που εκτυλίσσεται στην Αϊτή, το 1940, και έχει για θέμα της τη σύγκρουση του παλιού με το καινούργιο.

Η ταινία του, «Ο θάνατος ενός γραφειοκράτη» (1966), που προβάλλεται σε επανέκδοση, είναι μια αρκετά πετυχημένη σάτιρα της γραφειοκρατίας, που δυστυχώς δεν έχει εξαφανιστεί ακόμη ούτε από τις σοσιαλιστικές χώρες. Η ταινία περιγράφει τις κωμικές περιπέτειες ενός νέου που ξεχνά να βγάλει την ταυτότητα του νεκρού θείου του από το κοστούμι του νεκρού. Όταν ανακαλύπτει πως χωρίς την ταυτότητα η χήρα θεία του δεν μπορεί να πάρει τη σύνταξή της, ο νέος αποφασίζει να ξεθάψει το πτώμα του θείου του, ανακαλύπτει όμως πως δεν είναι και τόσο εύκολο να ξεθάψεις ένα νεκρό και ακόμη χειρότερο –όταν ύστερα από περιπέτειες καταφέρνει να τον ξεθάψει κρυφά– να τον ξαναθάψει.

Η γραφειοκρατία μας παρουσιάζεται όπως πραγματικά είναι: νόμοι και κανονισμοί, υπογραφές και λεπτομέρειες που κυβερνούν τους ανθρώπους, έτσι που το άτομο να γίνεται μια απλή μαριονέττα που κινείται σ’ ένα κλίμα σχεδόν καφκικό. Ο Αλέα συνδυάζει με δεξιοτεχνία το σλάπστικ του κλασικού βωβού κινηματογράφου (εκείνο κωμικών όπως ο Μπάστερτ Κίτον,ο Χάρολντ Λόιντ και το δίδυμο Χοντρός-Λιγνός) με ένα χιούμορ καυστικό, συχνά παράλογο (θυμίζοντας συχνά τον Μπουνιουέλ) για να μας προσφέρει μιαν από τις πιο απολαυστικές ταινίες του.