Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Wonder Wheel

ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γούντι Άλεν. Ηθοποιοί: Τζιμ Μπελούσι, Κέιτ Γουίνσλετ, Τζούνο Τέμπλ, Τζάστιν Τίμπερλέικ, Τζακ Γκορ. 101 λεπτά.

Στις ταινίες που σκηνοθετεί όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα σ’ εκείνες με φόντο τη Νέα Υόρκη, ο Γούντι Άλεν έχει καταφέρει να φτιάξει ένα εντελώς δικό του, προσωπικό κόσμο. Ένα κόσμο κατοικημένο από πρόσωπα από όλα τα κοινωνικά στρώματα: από συγγραφείς και καλλιτέχνες μέχρι ανθρώπους λαϊκούς.

Έναν  κόσμο όμως όπου πάντα, ιδωμένος είτε από χιουμοριστική είτε από δραματική πλευρά, η τέχνη (ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, το θέατρο, η μουσική, η φιλοσοφία) έχουν ξεχωριστή θέση. Ξεχωριστή θέση έχουν και στη νέα του αυτή, δραματική κομεντί, «Wonder Wheel» (Ο τροχός των θαυμάτων ή και της χαράς, θα μπορούσε να πει κανείς). Ένας τροχός που βρίσκεται στο λούνα παρκ του Coney Island, τη μικρή χερσόνησο του Μπρούκλιν, με πλαζ και πάρκα ψυχαγωγίας για τους Νεοϋορκέζους, που αναζητούσαν τη διασκέδαση ιδιαίτερα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.

«Με σύμβολα και μελόδραμα» θα πω την ιστορία μου, λέει ο νεαρός σπουδαστής, φιλόδοξος συγγραφέας και προσωρινός για το καλοκαίρι ναυαγοσώστης στο Κόνεϊ Άιλαντ, Μίκι (ένας πολύ καλός Τζάστιν Τίμπερλεϊκ) στην αρχή της ταινίας. Μια ιστορία που εκτυλίσσεται στη δεκαετία του ‘50, περίοδο της διακυβέρνησης του Αϊζενχάουερ, της μεταπολεμικής ευημερίας αλλά και ενός κοινωνικού συντηρητισμού και κομφορμισμού.

Η ιστορία που μας αφηγείται ο Μίκι αφορά τέσσερα βασικά πρόσωπα: τη Τζίνι (μια εξαιρετική, γεμάτη πάθος και δύναμη, αντάξια για Όσκαρ, ερμηνεία από την Κέιτ Γουίνσλετ), πρώην ηθοποιό και νυν σερβιτόρα στην προκυμαία του Κονεϊ Άιλαντ, απογοητευμένη με την πορεία που πήρε η ζωή της, τον αλκοολικό άντρα της Χάμπτι (το ίδιο εξαιρετικός ο Τζιμ Μπελούσι), που λειτουργεί το καρουζέλ του λούνα παρκ, το μικρό, 10χρονο Ρίτσι (άλλη καλή ερμηνεία από τον Τζακ Γκιρ), πυρομανή γιο της Τζίνι από άλλο πατέρα, και την 26χρονη Καρολάινα (μικρή αποκάλυψη η Τζούνο Τεμπλ), κόρη του Χάμπτι από άλλη μητέρα, που εμφανίζεται ξαφνικά, μετά από χρόνια, κυνηγημένη από τον γκάνγκστερ άντρα της και τους μπράβους του, που βρίσκει δουλειά ως σερβιτόρα στο εστιατόριο όπου εργάζεται η Τζίνι.

Σύντομα, ο Μίκι θα ξελογιάσει την Τζίνι, η οποία, στη σχέση τους, βρίσκει μια ελπίδα φυγής από την άχαρη, ανέραστη ζωή της, ενώ, στη συνέχεια, θα προσπαθήσει να τη ξεφορτωθεί, όταν γνωρίζει κι ερωτεύεται την Καρολάινα. Ένα πολύ ωραία στημένο μελόδραμα, με φόντο τους μαφιόζους του συζύγου της Καρολάινα να ψάχνουν το κορίτσι (μάρτυρα κατηγορίας ενάντια στον εγκληματία σύζυγο) για να την «εξαφανίσουν» και με την κάμερα του μάστορα Βιτόριο Στοράρο να συλλαμβάνει κάτι από την ομορφιά, τα φανταχτερά χρώματα και την ατμόσφαιρα των αμερικανικών ταινιών της δεκαετίας του ‘50, ιδιαίτερα εκείνες του Ντάγκλας Σερκ.

Το μελόδραμα μπορεί, από ένα σημείο και μετά, να κυριαρχεί, η ταινία όμως έχει και τα χιουμοριστικά της στοιχεία, όταν στο σενάριο βρίσκεται ο πάντα εμπνευσμένος Γούντι: στις πρώτες συναντήσεις της Τζίνι με τον Μίκι ή εκείνες της Καρολάινα με τον Μίκι, ή ακόμη στις σκηνές που η Τζίνι προβάρει μπροστά στον καθρέφτη τις ατάκες της όταν θα συναντήσει ξανά τον Μίκι. Ενώ η παρουσία των μαφιόζων (στις πρώτες τουλάχιστο εμφανίσεις τους καθώς και στη συνάντησή τους με τον Χάμπτι) διέπονται από μια σατιρική διάθεση.

Πίσω όμως από όλα αυτά καραδοκεί το δράμα. Ιδιαίτερα στις σκηνές με την Τζίνι, όταν αυτή αρχίζει ζηλεύει την Καρολάινα, με τη ζωή της να μετατρέπεται σταδιακά σε μια χωρίς διέξοδο κόλαση. Κόλαση σίγουρα επηρεασμένη από τις ταινίες του Μπέργκμαν που ο Άλεν καταφέρνει να μετατρέψει, πέρα για πέρα, σε δική του.

Εκτός από τα μελοδραματικά στοιχεία που χρησιμοποιεί ο Μίκι στην αφήγησή του (με πολλές από τις σκηνές να αφηγείται ο ίδιος), την έξυπνα ενταγμένη στην πλοκή μουσική, τα τραγούδια εποχής (Kiss of Fire, See the Pyramids Along the Nile, κ.α.), τις αναφορές στη λογοτεχνία (Γκογκέν, Τσέχοφ, Ο’ Νιλ, αρχαία τραγωδία) και τον κινηματογράφο (τις ταινίες που βλέπει ο μικρός Ρίτσι, το Flying Down to Rio, τις κινηματογραφικές αφίσες), υπάρχει και ενα άλλο σημαντικό στοιχείο, που χρησιμοποιεί ο Άλεν: τα σύμβολα.

Ήδη, η χρήση του Κόνεϊ Άιλαντ, με το όνειρο και τη φυγή που προσφέρουν τα πάρκα ψυχαγωγίας του, είναι μια μεταφορά για την  ίδια την Αμερική της τότε περιόδου, εκείνης του άπιαστου, απατηλού αμερικανικού ονείρου (μεταφορά, αξίζει να προσθέσω, και για τον ίδιο τον αμερικανικό κινηματογράφο της τότε εποχής). Μεταφορά που συνεχίζεται και στη σκηνή με τον περίπατο του Μίκι με την Τζίνι σε πανέμορφους, γεμάτους λουλούδια και φυτά, Κινέζικους Κήπους, που τονίζουν την αίσθηση ενός ανεκπλήρωτου παράδεισου.

Ακόμη και τα ονόματα έχουν κάποια συμβολική έννοια: ο Χάμπτι (Humpty Dumpty από την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», όνομα που ο Λούις Κάρολ εμπνεύστηκε από ένα ποτό), ενώ τα ονόματα Μίκι και Τζίνι παραπέμπουν σε καρτούν. Πάνω όμως από όλα είναι ο ναυαγοσώστης του Μίκι, ναυαγοσώστης που, στην πραγματικότητα, θα μετατραπεί τελικά σε άνθρωπο που οδηγεί στον πνιγμό! Με τον Γούντι Άλεν να μας προσφέρει ένα ακόμη υπέροχο, μαζί και θλιμμένο, γαϊτανάκι στη μνήμη αλλά και στα θέματα που τον απασχολούν (και τον στοιχειώνουν) από την εποχή του «Νευρικού εραστή».

**** Το τετράγωνο

The Square. Σουηδία/Γερμανία/Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ρούμπεν Όστλουντ. Ηθοποιοί: Κλάες Μπανγκ, Ελίζαμπεθ Μος, Ντομινίκ Γουέστ, Τέρι Νόουταρι. 142 λεπτά.

Η κωμωδία δεν είναι είδος που βραβεύεται συχνά σε ένα φεστιβάλ. Και ήταν μια πολύ ευπρόσδεκτη έκπληξη, τον περασμένο Μάιο, η βράβευση με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών, της σουηδικής ταινίας, «The Square» του Ρούμπεν Όστλουντ (ήδη βραβευμένος το 2014 στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα» των Κανών  για την ταινία του «Force majeure»).

Πρόκειται για μια ιδιαίτερα απολαυστική ταινία, με θέμα την έλλειψη επαφής και αλληλεγγύης σε μια σύγχρονη, αποξενωμένη κοινωνία. Με ήρωα τον Κρίστιαν (Κλάες Μπανγκ), το διευθυντή μιας υπερμοντέρνας γκαλερί της Στοκχόλμης (το Square του τίτλου, είναι ένα τετράγωνο, κεντρικό έκθεμα μιας νέας έκθεσης, μέσα στο οποίο μπορεί να σταθεί κάποιος και να αισθάνεται πως δεν είναι πια μόνος αλλά ένα είδος ασύλου εμπιστοσύνης και φροντίδας για τον άλλο), που γίνεται στόχος ενός «κόλπου», όπου του κλέβουν το πορτοφόλι και το κινητό του, ο Όστλουντ έφτιαξε μια, διάρκειας σχεδόν δυόμιση ωρών, ευρηματική, ευρηματική, με σατιρική διάθεση, κωμωδία, που μας μιλά για τις ηθικές και άλλες αξίες μας, τις ανισότητες μιας δημοκρατικής, φιλελεύθερης κοινωνίας καθώς και τις ταξικές διαφορές, τη φτώχια και τα διάφορα «κακώς έχοντα» των αποξενωμένων μεγαλουπόλεων.

Η τοποθέτηση του «Τετραγώνου» στην πλατεία, στην θέση ακριβώς που κάποτε βρισκόταν το άγαλμα ενός βασιλιά (το βλέπουμε στα πρώτα πλάνα να καταστρέφεται στη διάρκεια της μεταφοράς του), βάζει το θέμα της διαφοράς ανάμεσα στις σύγχρονες δημοκρατικές αξίες και εκείνες μιας ξεπερασμένης, ολιγαρχικής κοινωνίας.

Οι σκηνές της κλοπής του κινητού (με το έξυπνο, καθόλου αναμενόμενο, τριπλό κόλπο της ομάδας των κλεφτών), εκείνες όπου ο ήρωας προσπαθεί να βρει το κινητό του καθώς και εκείνες των επίσημων εγκαινίων της έκθεσης με έναν άντρα να μιμείται τον γορίλα και να τρομοκρατεί τους καλεσμένους (με απολαυστικό στο ρόλο τον γνωστό κασκαντέρ Τέρι Νόουταρι), ή ακόμη εκείνη με τους καλεσμένους που πέφτουν με λαιμαργία στα φαγητά ενώ ο μάγειρας δεν έχει ακόμη τελειώσει την περιγραφή των φαγητών, είναι από τις πιο ωραία στημένες, ιδιαίτερα απολαυστικές σκηνές της κωμωδίας, που σταδιακά μετατρέπεται σε προσωπικό δράμα.