Της Ζωής Τόλη

Η Μίνα Αδαμάκη μετά από 45 χρόνια ξαναγυρίζει στο υπόγειο του θεάτρου τέχνης Κάρολος Κουν, μεταφράζει και σκηνοθετεί το έργο «Ο εραστής» του νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και την Ευτυχία Γιακουμή.

  Το έργο

«Ο Εραστής»είναι μια έξυπνη  κωμωδία του 1962, την οποία χαρακτηρίζουν η ανατροπή, η κατάρριψη δεδομένων στοιχείων, η αποκάλυψη της προσωπικής μάσκας, η ακύρωση κάθε προσχήματος με έναν ευφυή τρόπο και χιούμορ, από την οξεία και κοφτερή σαν λεπίδα γραφή του αιρετικού και πολιτικού ακτιβιστή Πίντερ.  Είναι ένα σατιρικό κείμενο που ξεβολεύει το θεατή, τον βάζει μπροστά στο φόβο, ώστε να ψάξει τη βαθύτερη αλήθεια για τον εαυτό του, αλλά και για την πραγματικότητα.

Τον φέρνει επομένως αντιμέτωπο με τις ενοχές, που συνακόλουθα αναφύονται, όταν μας τρομάζει αυτό που μπορεί να ανακαλύψουμε, αυτό που κρύβουμε ακόμα και από μας τους ίδιους. Φόβος και Ενοχή. Αυτές τις αλήθειες μάς προσφέρει ο δημιουργός, όπως ο Μπέκετ πριν απ’ αυτόν και ακόμα πιο πριν ο Κάφκα.

Η ψυχαναλυτική λειτουργία σχετικά με το φόβο και την ενοχή, αναποδογυρίζει τα πάντα φέρνοντας στην επιφάνεια πλευρές αθέατες, καθώς η παράφορη ερωτική επιθυμία συναντά τη ζηλοτυπία, οι ενοχές τις διαμάχες, η τέρψη και η απόλαυση την παράτολμη εκτροπή και την απόδραση. Και όλα αυτά με παιχνιδιάρικο πνεύμα, που χρωματίζει τη διάθεση του συγγραφέα, ο οποίος θεωρείται ο κορυφαίος του μοντερνισμού.

Οι παύσεις και οι σιωπές μέσα στο κείμενο αποτελούν γνώρισμα του πιντερικού λόγου, που σε κάποιους μοιάζει δύστροπος και δυσκολεύονται να τον κατανοήσουν, ενώ σε άλλους συνταρακτικός. Η αλήθεια αναζητείται μέσα στον σπασμένο και αγχωτικό λόγο των ανθρώπων σε σύγχυση, πίσω από τις σιωπές, όταν δεν θέλουν ή δεν μπορούν να εκφέρουν αυτό που τους ταράζει.

  Η υπόθεση

Ο Ρίτσαρντ και η Σάρα, ένα τυπικό ζευγάρι ευκατάστατων μεσοαστών ζουν απομονωμένοι σε μια εξοχική κατοικία κοντά στο Windsor. Έχουν ένα υπέροχο, καλόγουστο σπίτι με κήπο. Ο Ρίτσαρντ εργάζεται ως οικονομικός σύμβουλος στο City και η Σάρα είναι η τέλεια σύζυγος, που φροντίζει να δημιουργεί το ιδανικό περιβάλλον για τη συμβίωσή τους. Επειδή όμως η ερωτική τους ζωή  έχει αρχίσει να εμφανίζει κάποια σημάδια κόπωσης, μετά από δέκα χρόνια γάμου συνέλαβαν έναν πρωτότυπο τρόπο για να την τονώσουν. Αποφάσισαν, από κοινού, να βρει η Σάρα έναν εραστή, τον οποίο να δέχεται στο σπίτι τους, όποτε εκείνη επιθυμεί, την ώρα που ο Ρίτσαρντ θα βρίσκεται στο γραφείο του.

Ο άνθρωπος όμως είναι ένα σύνθετο και απρόβλεπτο ον, δεν χωράει σε καλούπια και πολύ συχνά, πέφτει στις παγίδες, που ο ίδιος στήνει.

Ο θεματικός πυρήνας του έργου πραγματεύεται το αδιέξοδο, που γεννά η πλήξη και η αποστειρωμένη συναισθηματικά καθημερινότητα στα ζευγάρια μετά από μακροχρόνια συμβίωση, αλλά και ποιους τρόπους σκαρφίζονται για να «γλιτώσουν» από αυτή τη σαρκοβόρα ρουτίνα. Επινοούν, λοιπόν, ρόλους και προσωπεία, ώστε να διασφαλίσουν μια επιβίωση όσο επισφαλής κι αν είναι, αρκεί να αντέξουν την οδυνηρή πραγματικότητα που βιώνουν, συντηρώντας το επικίνδυνο παιχνίδι της συμβατικότητας. Γίνονται οπαδοί ενός κομφορμισμού χωρίς χαρά, αλήθεια, ελευθερία και εμπιστοσύνη. Κοφτοί, απότομου διάλογοι, τυπικές κουβέντες και ο σαρκασμός , όπως «είμαι με άλλον,  αλλά εσένα αγαπώ» (Σάρα), αποδεικνύουν τη μάταιη αναζήτηση του διαφορετικού και του καινούργιου, που θα τους δώσει φτερά.

Αντί να αντιμετωπίσουν ο καθένας τον εαυτό του και μετά το σύντροφο και τη σχέση ολιστικά, προτιμούν την προσποίηση και το ψέμα. Η αλλοτρίωση προχωρά ανεπαίσθητα, εξελίσσεται όμως προοδευτικά. Στην αρχή βέβαια το παιχνίδι της πλαστής υπαρκτότητας έχει κάποιο ενδιαφέρον ή και όφελος,πρόσκαιρο οπωσδήποτε.

Το νόημα όμως μιας ουσιαστικής σχέσης δεν είναι αυτό. Προϋποθέτει καθημερινό αγώνα και βαθμό αυτογνωσίας, κάτι που δεν συμμερίζονται ως άποψη οι χαρακτήρες του θεατρικού μας. Φαίνονται να γνωρίζουν τον εγκλωβισμό τους σε παραδοσιακά στερεότυπα και καθωσπρεπισμούς ανεκτούς κοινωνικά, όμως αρνούνται να βαθύνουν ή να αξιολογήσουν ερευνώντας το «μέσα» τους. Ό,τι κοφτερό ή δηκτικό υπάρχει το παραγκωνίζουν ξορκίζοντάς το άλλοτε ως Ρίτσαρντ και Σάρα και άλλοτε ως Μαξ και Ντολόρες, ζώντας τις φαντασιώσεις τους με χιούμορ μέσα σε ερωτικό κλίμα, που αρκετές φορές  χρωματίζεται από στιγμές αμβλυμένης βίας ή υποτίμησης του συντρόφου.

Το σκηνικό, ένα μεσοαστικό  σαλόνι,  μετατρέπεται σε ρινγκ ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο αντιπάλους.  Αυτή η σύγκρουση αυτεπάγγελτα εγείρει ερωτήματα του τύπου: έχουμε ανάγκη τις φαντασιώσεις, όταν είμαστε σε υγιή σχέση και μέσα στο γίγνεσθαι; Συνάπτουμε διαπροσωπικές σχέσεις με νόημα ή νομίζουμε τον εαυτό μας κέντρο του κόσμου, εκμεταλλευόμενοι τους άλλους με τον άφθονο εγωισμό μας;

Οι πρωταγωνιστές του θεατρικού δεν εξελίχτηκαν ως προσωπικότητες, απλώς θέλησαν να κρατήσουν τα κεκτημένα με όποιο κόστος, στρουθοκαμηλίζοντας εμπρός στα προβλήματα, σε στίβο διεκδίκησης της εξουσίας στη σχέση.

 Ερμηνείες

Το δίδυμο Λάζαρος Γεωργακόπουλος και η Ευτυχία Γιακουμή εξαιρετικοί, άνετοι στους δύσκολους ρόλους τους, εύστοχοι, με σωστές κορυφώσεις επηρεάζουν το θεατή αμέσως, τον προβληματίζουν, καθώς παίζουν με όλα τα εκφραστικά μέσα και παράλληλα δημιουργούν με το ταπεραμέντο τους μια κατάσταση κωμική, με μπόλικη δόση σαρκασμού και αγγλοσαξωνικού χιούμορ. Οι δύο πολύ καλοί ηθοποιοί μας, ταίριαξαν και αυτό φαίνεται στην απόδοση της ερμηνείας τους. Η χημεία που αναπτύσσεται μεταξύ τους γίνεται εφαλτήρας για την δραματική πλοκή και εξέλιξη του μύθου του θεατρικού πονήματος.

  Συντελεστές

Βέβαια στο όλο εγχείρημα συνέβαλε τα μέγιστα η σκηνοθέτιδα Μίνα Αδαμάκη, η εμπνευσμένη ματιά της οποίας οδήγησε στο αισθητικά υψηλό αποτέλεσμα, καθότι το κείμενο έχει τεράστια δυναμική και εκείνη κατάφερε και το κωμικό να βγάλει και το δραματικό βάθος των ηρώων να αναδείξει, κάνοντας συνάμα το έργο διαχρονικό και επίκαιρο. Εκμεταλλεύτηκε το υλικό της με επιδεξιότητα και ευθύνη στήνοντας μία γήινη παράσταση με πολλά μηνύματα και «αξίες» προς συζήτηση.

Επιμέλεια σκηνικού, κοστούμια, φωτισμοί και μουσικές επιλογές της Μίνας Αδαμάκη, και επιμέλεια κίνησης της Καλλιόπης Σίμου.

«Ο εραστής» του μεγάλου Πίντερ, μπορεί να θεωρηθεί μια ανατρεπτική περιπέτεια «ενηλικίωσης» και ας αφορά άτομα μη ανήλικα, ένα οδοιπορικό προς την πραγματική επαφή ανάμεσα σε ανθρώπους, που βρίσκονται σε κρίση ταυτότητας.