Η αισιοδοξία μπορεί να καταστεί το αντίδοτο της πανδημίας; Ο αναγκαστικός εγκλεισμός και η απομόνωση που ζήσαμε όλοι στάθηκε μια καλή ευκαιρία για την ευαίσθητη και πάντα δημιουργική Ελληνίδα ζωγράφο Αλίκη Βενιέρη-Σκουλικίδη να αντικαταστήσει το μαύρο με ωραία χρώματα  και χαρούμενες εικόνες από τα ελληνικά καλοκαίρια.

Ετσι διάλεξε,  αντί να ανοίξει την τηλεόραση και να παρακολουθήσει τα κακά μαντάτα από την πανδημία, να περιπλανηθεί  σε ανοικτές θάλασσες, να ανεβεί νοερά σε ιστιοσανίδες ακολουθώντας τους  σέρφερς στη δυναμική κούρσα τους πάνω στα κύματα ή να σταθεί για λίγο  και να στοχαστεί σε μια προκυμαία καθώς οι  βάρκες λικνίζονται νωχελικά.

Κι όλα αυτά δοσμένα αφαιρετικά στις αποχρώσεις του γαλάζιου, του γκρί και του ροζ. Οπότε ήταν για μας μια ευχάριστη έκπληξη η έκθεσή της στην γκαλερί Αργώ (Νεοφύτου Δούκα 5) που  θα διαρκέσει ως τις 30 Οκτωβρίου. Εύγλωτος και ο τίτλος των έργων της: «Αγαπημένες προκλήσεις ΙΙ».

Αλλωστε η ζωή της ήταν γεμάτη προκλήσεις. Ξεκίνησε από το Εργαστήριο του Μόραλη στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και αντί να κυνηγήσει την καριέρα της, προτίμησε να αφοσιωθεί στην οικογένειά της και σε έναν εξαίρετο επιστήμονα τον καθηγητή του ΕΜΠ Θεόδωρο Σκουλικίδη που η ίδια θαύμαζε, όπως όλοι μας, κυρίως για την πολύτιμη συνεισφορά του στην πρωτοποριακή έρευνα και την ανακάλυψη νέων μεθόδων για την συντήρηση των μνημείων της Ακρόπολης.

Με την τέχνη να την συντροφεύει στη μακρά πορεία της έως σήμερα, με τις στέρεες βάσεις που της πρόσφερε ο δάσκαλος της Γιάννης Μόραλης, έζησε μια ζωή παράλληλη, αλλά  και ανεξάρτητη από το οικογενειακό της περιβάλλον. Μικρόσωμη, λεπτή, αεικίνητη, παραμένει όσα χρόνια την γνωρίζω γεμάτη δύναμη για δράση και δημιουργία.

Η έκθεση αυτή, αλλά και οι παλαιότερες που είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε, όπως εκείνη η αλησμόνητη στην Κηφισιά με τα εκπληκτικά γυναικεία πορτραίτα που παρουσίασε ως έκπληξη στα ανυποψίαστα μοντέλα της  γυναίκες που εκτιμούσε-  στάθηκαν  η αφορμή για να κάνουμε μία ευρύτερη κουβέντα για τη ζωή της και τις αφορμές που ενεργοποίησαν την ενασχόλησή της με την τέχνη.

«Προέρχομαι από μια οικογένεια αρχιτεκτόνων. Παππούς μου ήταν ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Βενιέρης, διάσημος στην εποχή του που έκανε διάφορα ιδιωτικά και  δημόσια έργα. Η βασίλισσα Ολγα του ανέθεσε να φτιάξει τις Φυλακές Αβέρωφ που ήταν στη λεωφ. Αλεξάνδρας στη σημείο και είναι σήμερα το Θέμιδος Μέλαθρον, ο Αρειος Πάγος. Εργο δικό του και ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου στην ομώνυμη οδό στην Ομόνοια. Είχε σχεδιάσει πολλά αρχοντικά, όπως του Ηρακλή Γρυπάρη και είχε συνεργαστεί με τον Τσίλλερ για την κατασκευή της οικίας του Ερρίκου Σλίμαν, το γνωστό μας Ιλίου Μέλαθρον, όπου στεγάζεται σήμερα το Νομισματικόι Μουσείο στην οδό Πανεπιστημίου.

Ηταν Μυκονιάτης ο Δημήτρης Βενιέρης. Οταν έβγαλε  το Γυμνάσιο στη Σύρο -γιατί στη Μύκονο δεν υπήρχε Γυμνάσιο τότε- ήρθε στην Αθήνα και φοίτησε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Τότε, το Πολυτεχνείο είχε μόνο τέσσερις Σχολές και μία αυτές ήταν η Αρχιτεκτονική.  Εργάστηκε με ζήλο και διέθετε δική του άμαξα με αμαξά προκειμένου να να επιβλέπει τις κατασκευές του. Σχέδιά του στόλιζαν επώνυμα κτήρια. Σήμερα σώζονται  στις οροφές του υπέροχα ανακαινισμένου κτηρίου, του πρώην Ταχυδρομείου, στην  πλατεία Κοτζιά. Αντίγραφα των σχεδίων του και από το Ιλίου Μέλαθρον έχει συγκεντρώσει στο σπίτι του, το μοναδικό νεοκλασικό, στη χώρα της Μυκόνου.

Αρχιτέκτονας ήταν και ο πατέρας μου ο οποίος όμως ασχολήθηκε περισσότερο με την πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Σύρου το 1924 με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Αρχιτέκτονας ήταν και ο θείος μου, ο  αδελφός της μητέρας μου,  Βασίλης Κασσάνδρας που γεννήθηκε το 1904 και πέθανε το 1973.

Σπούδασε στην Ecole Nationale des Beaux Arts στο Παρίσι. Είχε αρχιτεκτονικό γραφείο στην Αθήνα και μαζί με τον συμφοιτητή και συνεργάτη Λεωνίδα Μπόνη κατασκεύασαν δύο εμβληματικά κτήρια στο κέντρο της Αθήνας: το Μέγαρο Κοτοπούλη-Ρεξ και το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στο τετράγωνο Σταδίου, Αμερικής, Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου με το θέατρο Παλλάς. Κτήρια που θεωρήθηκαν μοντέρνα και παραμένουν ως κτήρια αναφοράς για την αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου.   Aρχιτέκτονας ήταν και ο αδελφός μου, όπως επίσης  η κόρη μου και η ανιψιά μου.

Ο πατέρας μου ζωγράφιζε και εκτιμούσε την καλή ζωγραφική από τότε που σπούδαζε στο Παρίσι. Ζούσα λοιπόν σε ένα τέτοιο περιβάλλον που με ενεθάρρυνε να ασχοληθώ με την τέχνη.  Ξεκίνησα σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου φοίτησα μεταξύ των ετών 1950-1955. Ημουν στο εργαστήρι του Γιάννη Μόραλη. ‘Ηταν νεότατος τότε ο Μόραλης, ήταν η πρώτη του χρονιά στην ΑΣΚΤ. Δάσκαλοί μας τότε ήταν ο Παντελής Πρεβελάκης, εξαιρετικός στην Ιστορία της τέχνης, ο Γιάννης  Κεφαλληνός  στο εργαστήριο Χαρακτικής και ο Γεωργιάδης ο Κρης που ήταν πιο κλασικός.

Συμφοιτητές μου ήταν εκτός από τον Τσόκλη, ο Χρήστος Καρράς, ο Νίκος Κεσσανλής, ο Παύλος, ο  Τάκης Παρλαβάντζας. ο Βασίλης Γκρόζας  και πολλές γυναίκες.  Μόλις αποφοίτησα, το καλοκαίρι του 1956, παντρεύτηκα και φύγαμε με τον Θόδωρο για το Μόναχο. Είχε πάρει μία υποτροφία και μείναμε δυό χρόνια. Εκεί φοίτησα στην Σχολή Καλλιτεχνών του Μονάχου που οφείλω να ομολογήσω πως δεν μου άρεσε καθόλου. Ηταν αποπνικτική ατμόσφαιρα εκεί κι αυτοί είχαν για μοντέλα τους κάτι μηχανήματα!» Μετά έμεινα έγκυος».

Στη συνέχεια, ακολούθησε το ένστικτο της και αφοσιώθηκε στην οικογένεια και στα παιδιά της. Τι το ιδιαίτερο χαρακτηρίζει την τέχνη της; Η απάντηση είναι απλή: το χρώμα και την κίνηση. Αλογα, ποδήλατα, ιστιοσανίδες, γερανοί στα έργα της Ακρόπολης και ελάχιστες νεκρές φύσεις.

Ο Θόδωρος Σκουλικίδης εκτιμούσε το ταλέντο της και την προέτρεπε να κάνει πορτραίτα. «Εσύ πρέπει να κάνει πορτραίτα» της έλεγε και είχε δίκιο. Η ίδια ωστόσο πιστεύει ότι  «είναι δύσκολο να αποδώσεις την έκφραση του μοντέλου σου, γιατί όταν ποζάρει ώρες, βαριέται, αλλοιώνεται η αρχική έκφρασή του.  Δεν μπορώ το στήσιμο, χάνει τη ζωντάνια του!» τονίζει. Ωστόσο , τα γυναικεία πορτραίτα που είδαμε στην έκθεση της Κηφισιάς πλάι στα πραγματικά πρόσωπα, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να δει κανείς στη  σύγχρονη προσωπογραφία.

Γυναίκες με προσωπικότητα, όμορφες γυναίκες ανεξαρτήτου ηλικίας και κυρίως ενδιαφέρουσες. Αυτή η δουλειά της έμοιαζε σα μια σπουδή στη γυναικεία φύση καi την γυναικεία κοκεταρία. Ηταν  όλες καλοντυμένες και η καλύτερη όλων η Μάντω Οικονομίδου, η πρώτη διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου. Η εικόνα της γυναίκας εμπεριέχει και την αρχετυπική μορφή tης μάνας που κουβαλάει καθένας μέσα του.

Ποιά ήταν όμως η μητέρα της Αλίκης Σκουλικίδη;

«Η  μητέρα μου στα νειάτα της ήταν η ωραία της εποχής. Η «δεσποινίς Κασσάνδρα» απασχολούσε την κοσμική Αθήνα με τις   ιππευτικές της ικανότητες στο «Κυνήγι της Αλεπούς», ένα παιχνίδι που γινόταν στην Κηφισιά. Αργησε να παντρευτεί. Είχε φτάσει 30 χρόνων, δηλαδή μεγάλη για την εποχή για να παντρευτεί Είχε τελειώσει τις Καλόγριες και έπειτα ταξίδεψε στο Μόναχο όπου έμεινε δυo χρόνια κι έπειτα πήγε στο Παρίσι όπου σπούδαζε ο αδελφός της. Δεν ασχολήθηκε με την τέχνη, αλλά έζησε σε ένα περιβάλλον που εκτιμούσαν τις καλές τέχνες και με ενεθάρρυνε να ακολουθήσω τη ζωγραφική.

Αν ξαναγεννιότανε η Αλίκη Σκουλικίδη και δεν είχε ανάγκη να ζωγραφίζει για βιοπορισμό,  όπως συνέβη σε άλλους συμφοιτητές της, θα έδινε πάλι έμφαση σε εκείνα τα μικροπράγματα που συγκινούν ιδιαίτερα τους νέους ανθρώπους. Η φυγή με ένα ποδήλατο, πάνω στ΄ άλογο ή  σε μια ιστιοσανίδα, ήταν η πιo αγαπημένη της διέξοδός. Γι αυτό διατηρεί μια παιδική αθωότητα και εκπέμπει δροσιά.