Γούντι Άλεν: «Αγαπώ τις πόλεις όπως οι σκηνοθέτες αγαπούν τις πρωταγωνίστριές τους»

Ο Γούντι Άλεν μιλάει για την ταινία του και το ρόλο της τύχης

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Παρά την προσπάθεια ορισμένων να δημιουργήσουν πρόβλημα με την παρουσία του στο πρόσφατο φεστιβάλ της Βενετίας, εξαιτίας των κατηγοριών για υποτιθέμενη σεξουαλική κακοποίηση, ιδιαίτερα θερμή ήταν η υποδοχή του Γούντι Άλεν από τους δημοσιογράφους στη συνέντευξη τύπου που μας έδωσε έδωσε μετά την προβολή της ταινίας του, «Τα γυρίσματα της τύχης» στο εκτός διαγωνισμού τμήμα της 80ης Μόστρας του Κινηματογράφου και που αρχίζει να προβάλλεται στις αίθουσες. Μια ιστορία που ξεκινά ανάλαφρα για να μας οδηγήσει στο έγκλημα και να μετατραπεί σε θρίλερ.

Αν και κάπως κουρασμένος, χωρίς όμως να έχει χάσει την σπιρτάδα και το χιούμορ του, πλαισιωμένος από τους δυο πρωταγωνιστές του, τον Λου Ντε Λαζ και τη Βαλερί Λεμερσιέ, και τον διευθυντή φωτογραφίας, Βιτόριο Στοράρο (που με τη συμμετοχή του κάλυψε σχεδόν το ένα τρίτο της συνέντευξης), ο 87χρονος Γούντι Άλεν απάντησε με προθυμία στα διάφορα θέματα που του έθεσαν δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο.

 

  • Πώς ξεκίνησε μια τέτοια ιστορία με δυο Αμερικανούς στο Παρίσι και μάλιστα σας έκανε να χρησιμοποιήσετε τη γαλλική γλώσσα;
  • Σκέφτηκα πως θα ήταν δυο Αμερικανοί που ζουν στο Παρίσι. Κι ύστερα είπα: «το μεγαλύτερο μέρος του καστ θα είναι Γάλλοι. Γιατί τότε να μην γυρίσω την ταινία στα γαλλικά;» Μου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω στο Παρίσι μερικούς μήνες και το καστ μου ήταν πραγματικά θαυμάσιοι άνθρωποι. Μπορείς να ξεχωρίσεις την καλή από την κακή ερμηνεία. Αν δεις, για παράδειγμα, μια ιαπωνική ταινία, μπορείς να καταλάβεις ποιος παίζει καλά και ποιος κακά, και το ίδιο συμβαίνει και με οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Γι αυτό θα έλεγα πως δεν είναι και τόσο περίπλοκο. 
  • Γιατί επιλέγετε τόσο συχνά το Παρίσι;
  • Αγαπώ τις πόλεις όπως οι σκηνοθέτες αγαπούν τις πρωταγωνίστριές τους. Απλά αγαπώ τις πόλεις και ρωμαντικοποιούσα τη Νέα Υόρκη για χρόνια. Αν δεις τη Νέα Υόρκη όπως την παρουσιάζουν ο Σπάικ Λι ή ο Μάρτιν Σκορσέζε, η δική μου είναι πολύ διαφορετική από τη δική τους. Το ίδιο και στο Παρίσι, βλέπω το Παρίσι πολύ ρομαντικοποιημένο. Κι αυτό βοηθά γιατί φτιάχνεις μια ιστορία με φόνους, ο λόγος που αγαπά κανείς τόσο πολύ τις ταινίες του Χίτσκοκ είναι γιατί υπάρχει σ’ αυτές μια ελαφρότητα, μια ρομαντική αίσθηση. Δεν είναι ζοφερές και άσχημες, όπου παρακολουθείς να δολοφονούνται άνθρωποι. Σε μια ταινία όπως το «Shadow of a Doubt» (ελληνικός τίτλος: «Το χέρι που σκοτώνει»), δεν βλέπεις τίποτα, και, παρόλα αυτά, ολοκληρη η ταινία, από την αρχή ως το τέλος, είναι συναρπαστική. Γι’ αυτό, εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να δείξω το Παρίσι και παριζιάνικους χαρακτήρες με χαριτωμένο τρόπο και να την κάνω να είναι μια ταινία με φόνους.  
  • Θα ξαναγυρίζατε μια ταινία στη Νέα Υόρκη;
  • Αν κάποιος ξαφνικά παρουσιαστεί και μου πει: «Θα χρηματοδοτήσουμε την ταινία σου στη Νέα Υόρκη» και δεχτεί όλους τους περιορισμούς μου, αν κάποιος τρελός συμφωνήσει με αυτά, τότε θα γυρίσω την ταινία στη Νέα Υόρκη. Έχω πολλές ιδέες για ταινίες που θα έμπαινα στον πειρασμό να το κάνω, αν η χρηματοδότηση ήταν εύκολη. Αλλά δεν ξέρω αν έχω την ίδια όρεξη να βγω και να ξοδέψω αρκετό χρόνο για να μαζέψω τα απαιτούμενα χρήματα. 
  • Η ταινία σας μιλάει για την τύχη. Θα λέγατε πως η τύχη έπαιξε ρόλο στη ζωή σας;
  • «Είχα δυο γονείς που με αγαπούσαν και καλούς φίλους. Έχω μια θαυμάσια σύζυγο και ένα θαυμάσιο γάμο και δυο παιδιά. Σε μερικούς μήνες θα γίνω 88 χρονών. Δεν πήγα ποτέ σε νοσοκομείο, δεν μου έχει συμβεί ποτέ κάτι τρομερό. Όταν άρχισα να γυρίζω ταινίες οι άνθρωποι επέλεγαν να τονίζουν όλα όσα έκανα καλά… ήταν πολύ γενναιόδωροι. Δεν είχα παρά καλή τύχη κι ελπίζω να κρατήσει. Ακόμη είναι πολύ νωρίς σήμερα το απόγευμα», συμπληρωσε χιουμοριστικά.