Στη Γερμανία αυξάνεται ο αριθμός των στρατιωτών της κατά 5.000, με αποτέλεσμα το στρατιωτικό προσωπικό να φτάσει στα περίπου 200.000 στελέχη μέχρι το 2024, την ώρα που η πίεση των ΗΠΑ προς τα κράτη-μέλη του NATO στην Ευρώπη προκειμένου να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες κορυφώνεται.

«Ο γερμανικός στρατός αντιμετωπίζει απαιτήσεις όπως ποτέ πριν», σημείωσε η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και πρόσθεσε ότι «οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να είναι σε θέση να αντιδρούν κατάλληλα στις εξελίξεις στο εξωτερικό και στις ανησυχίες για την ασφάλεια της χώρας».

Η Γερμανία  για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της  μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από το πολύ μακρινό 1945, έχει ενεργοποιηθεί περισσότερο και συμμετέχει σε διεθνείς αποστολές όπως στο Αφγανιστάν και στο Μάλι, αλλά και εναντίον των τζιχαντιστών της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος.

Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις σχεδιάζουν επίσης άμεσα τους επόμενους μήνες να προσθέσουν στο έμψυχο δυναμικό τους 1.000 πολιτικούς υπαλλήλους και περίπου 500 έφεδρους.

Η αύξηση του προσωπικού, την οποία επιδκιώκει να υλοποιήσει  επί μακρόν η φον ντερ Λάιεν, ανακοινώνεται την ώρα που ο Αμερικανός πρόεδρος  Τραμπ και η κυβέρνησή του εντείνουν τις πιέσεις προς τους συμμάχους τους στο NATO, ειδικά τις χώρες-μέλη της Ε.Ε., να αφιερώσουν μεγαλύτερο ποσοστό των προϋπολογισμών τους στις στρατιωτικές δαπάνες. Εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Άμυνας δήλωσε ότι «εάν το σχέδιο εκτελεστεί, η αύξηση του προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων θα σημάνει επιπλέον κόστη ύψους περίπου 955 εκατομμυρίων ευρώ κατ’ έτος από το 2024».

Το NATO συμφώνησε το 2014 να μπει τέλος στις πολυετείς περικοπές των στρατιωτικών δαπανών και να προωθηθεί η εκπλήρωση της δέσμευσης των κρατών-μελών του περί δαπάνης του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα ώς το 2024. Οι στρατιωτικές δαπάνες της Γερμανίας ανέρχονται κατά το τρέχον διάστημα ήδη στο 1,22% του ΑΕΠ της.