Της Άννας Φαρδή

Ο Οκτώβριος που πέρασε, σημαδεύτηκε από τις «σοκαριστικές» αποκαλύψεις για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις που λαμβάνουν χώρα στο Hollywood και έδωσαν μία πρώτη ώθηση για μία πιο ενδελεχή συζήτηση για το θέμα των σεξουαλικών παρενοχλήσεων, από το χώρο εργασίας μέχρι το δημόσιο χώρο.

Ωστόσο, ένα μήνα μετά, η συζήτηση αυτή φαίνεται να έμεινε στα στενά πλαίσια των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων, αφού, από τις υποθέσεις που ήρθαν στο φως, ούτε μία δεν έφτασε στα δικαστήρια, έστω και ως ένας πρώτος σχηματισμός δικογραφίας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που τέτοιες υποθέσεις κλείνουν με οικονομικούς συμβιβασμούς ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους, ή θάβονται μόλις καταλαγιάσει η οργή της κοινής γνώμης. Είναι όμως ίσως η πρώτη φορά, που η κοινή γνώμη έχει υπάρξει τόσο οργισμένη ώστε να οδηγήσει σε αυτοδικίες, οι οποίες μόνο περισσότερα προβλήματα προκαλούν στο τέλος, παρά εξομαλύνουν την κατάσταση.

Η υπόθεση Κέβιν Σπέισι

Η υπόθεση αυτή είναι ιδανική για να μελετήσουμε αυτό φαινόμενο. Ακολουθώντας τη ροή αποκαλύψεων για παρενοχλήσεις από πρόσωπα του δημόσιου χώρου, μία συνέντευξη στο Buzzfeed υπήρξε το μέσο για να αποκαλύψει ο Άντονι Ραπ την απόπειρα αποπλάνησης του από τον Κέβιν Σπέισι, ενώ ήταν ακόμη ανήλικος.

Ο ηθοποιός, απάντησε στην καταγγελία απολογούμενος και επικαλούμενος απώλεια μνήμης λόγω αλκοόλ και αποκαλύπτοντας εν συνεχία το γεγονός ότι είναι ομοφυλόφιλος, μία παραδοχή με τη χειρότερη ίσως, χρονική συγκυρία. Το «μεμονωμένο» αυτό γεγονός, ακολούθησαν κατά συρροή αποκαλύψεις για σεξουαλικές παρενοχλήσεις, μεταξύ των οποίων  και 20 (!) εργαζομένων στην παραγωγή της σειράς του Netflix, “House of Cards”.

Η δημόσια κατακραυγή

Με την εμφάνιση των καταγγελιών, οι χρήστες όλων των social media αποφάσισαν να ανασηκωθούν (ψηφιακά πάντα) και να εκφράσουν την οργή τους καθώς και να απαιτήσουν την τιμωρία των θυτών. Παρόλο που οι «διαδικτυακοί σωματοφύλακες» δεν φαίνεται ποτέ να αναγνωρίζουν τη φράση «αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου», η αποδοχή των καταγγελιών από τον Σπέισι ήρε και τα τελευταία αναχώματα των αμφιβολιών.

Η οργή άρχισε να γίνεται προβληματική, όταν ξεπέρασε τα όρια του «εκφράζω την αγανάκτησή μου» και οδήγησε το Netflix στην ανακοίνωση της αντικατάστασης του Σπέισι από έναν άλλο ηθοποιό, ως μία «ποινή» για τη συμπεριφορά του. Μάλιστα, η ανακοίνωση αυτή έγινε πριν την δημοσιοποίηση των παρενοχλήσεων στα πλαίσια της παραγωγής House of Cards, γεγονός που αναιρεί την θέση ότι τον απομάκρυνε για να προστατεύσει τους εργαζόμενούς του.

Η απόφαση αυτή, αποτελεί καθαρή κίνηση αυτοδικίας, με σκοπό φυσικά την διατήρηση της δημοφιλίας της εκπομπής και κατ’ επέκταση, της πλατφόρμας. Δεδομένου ότι δεν έχει σχηματιστεί «φάκελος» για την υπόθεση, ο οποίος θα οδηγούσε σε μία καταδίκη, η τιμωρία αυτή λειτουργεί εξευμενιστικά για το κοινό και φαίνεται αρκετή. Όμως , η νομική οδός δεν είναι εκείνη που θα έπρεπε να έχει πάρει θέση στο ζήτημα;

Γιατί όμως είναι λανθασμένη η κίνηση αυτή;

Μία συχνή παρανόηση είναι ότι τα θύματα σφάλουν διότι δεν καταθέτουν οι ίδιοι μήνυση. Ακόμα κι αν ερευνήσουμε τους λόγους για τους οποίους τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης φοβούνται να καταθέσουν επώνυμη μήνυση, το βασικό ζήτημα είναι ότι στην Αμερική, οι μηνύσεις γίνονται από εισαγγελέα του κράτους αυτεπάγγελτα και όχι από το ίδιο το θύμα.

Η εισαγγελία είναι αυτή που αποφασίζει αν θα προβεί στη σύλληψη του υπόπτου μετά από καταγγελία, εφόσον κρίνει ότι στοιχειοθετείται κατηγορία. Ακόμα και στην υπόθεση Γουάινστιν, στην οποία οι καταγγελίες περιλαμβάνουν και υποθέσεις βιασμού, η αστυνομία της Νέας Υόρκης διεξάγει έρευνα, χωρίς όμως να έχει ακόμα συντάξει επίσημη υπόθεση εις βάρος του. Ο λόγος της καθυστέρησης αυτής, είναι ο φόβος ότι εάν τα στοιχεία δεν αρκετά ισχυρά, ο Γουάινστιν δεν θα καταδικαστεί, το οποίο σημαίνει, πέρα από την ελευθέρωση ενός ενόχου, τη δημιουργία ενός δεδικασμένου, το οποίο θα οδηγήσει στην καταβαράθρωση όλων των αντίστοιχων υποθέσεων.

Ας ανοίξουμε μία παρένθεση εδώ, στην οποία θα κατανοήσουμε το αμερικανικό νομικό σύστημα και τα προβλήματα που δημιουργεί στην εν λόγω υπόθεση. Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με το δίκαιο που ακολουθείται στην Ελλάδα, οι υποθέσεις στην Αμερική δεν επιλύονται κατόπιν  μελέτης μίας σειράς νόμων, αλλά έπειτα από μελέτη προηγούμενων υποθέσεων, τον οποίων η έκβαση λειτουργεί ως το «δεδικασμένο».

Δηλαδή, μία υπόθεση βιασμού που δικάστηκε το 1976, παραδείγματος χάριν, και έχει κοινά στοιχεία με μία υπόθεση βιασμού το 2017, λειτουργεί ως γνώμονα, με βάση τον οποίο αποδίδονται οι ποινές. Εάν λοιπόν, μία υπόθεση εις βάρος του Σπέισι καταλήξει σε αθώωση του ή σε μία μικρή ποινή, αντίστοιχες μελλοντικές υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης ή και αποπλάνησης ανηλίκου, θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο.

Επιστρέφοντας στο ζήτημα της αυτοδικίας από το Νetflix, καταλαβαίνουμε ότι η ποινή της απομάκρυνσης του βλάπτει τον Σπέισι οικονομικά, επαγγελματικά και ηθικά. Ένας καλός δικηγόρος επομένως, μπορεί να ισχυριστεί αυτούς τους τρεις παράγοντες και να ζητήσει μία μικρή ή ανύπαρκτη ποινή, ισχυριζόμενος απέναντι στους ενόρκους ότι ο πελάτης του ήδη έχει τιμωρηθεί για τις πράξεις του. Και, αν το δούμε με ψυχρούς υπολογισμούς, δεν θα έχει άδικο.

Ως εκ τούτου, θα δημιουργηθεί ένα δεδικασμένο το οποίο θα αθωώνει υπαίτιους παρενόχλησης, οι οποίοι έχουν πληγεί ηθικά και οικονομικά έπειτα από τη δημοσιοποίηση του γεγονότος.

Είναι όμως η λύση οι υποθέσεις αυτές να μην φτάσουν ποτέ στα δικαστήρια, ελλείψει στοιχείων; Σίγουρα όχι, αφού και σε αυτήν την περίπτωση τα θύματα παραμένουν για άλλη μία φορά η τελευταία τροχός της αμάξης που ποτέ δεν δικαιώνεται. Όμως, όταν μιλάμε για μία χώρα όπου ο πρόεδρος της εξελέγη έπειτα από τη δήλωση “Grab’ er by the pussy”, τι καλύτερο θα μπορούσαμε να περιμένουμε;