Ενα παράθυρο με θέα άνοιξε η ζωγράφος Ρένα Ανούση-Ηλία όταν όλοι είμαστε αναγκαστικά μέσα στο σπίτι λόγω πανδημίας. Δημιούργησε μια σειρά από ουτοπικά τοπία, ονειρεμένα και γοητευτικά σαν τις αντανακλάσεις των νερών, απέραντα σαν ορίζοντες, ανεξερεύνητα σαν τις καρδιές των ανθρώπων και τα εκθέτει 24 Σεπτεμβρίου- 26 Οκτωβρίου 2020 στον Τεχνοχώρο (Λεμπέση 12, μετρό Ακρόπολη) με τον γενικό τίτλο «Ντουέντε».

Η ίδια η καλλιτέχνις, γεμάτη ευγνωμοσύνη για όλα όσα έχει στις αποσκευές της, ανοίγει τους ορίζοντες της σκέψης και των αισθημάτων της, αποστασιοποιείται από τις καθημερινές ειδήσεις, τα σιωπηλά καθημερινά δράματα πίσω από τις ανακοινώσεις των ειδικών, τους αριθμούς που συνεχώς αυξάνονται και απειλούν το εφήμερο της ύπαρξής μας και προσηλώνεται στη δημιουργία της. Στο χρωστήρα της, λίγο νερό και λίγο χρώμα, της ψυχής της η φλόγα και το ντουέντε.

Αλλά πώς μπορεί κανείς να ορίσει το ντουέντε; Όπως μας έμαθε ο Λόρκα, είναι άπιαστο σαν άνεμος του νου που εξαγγέλλει το διαρκές βάπτισμα των νεογέννητων πραγμάτων. Μοιάζει με ρόδο που μόλις δημιουργήθηκε από θαύμα, οδηγώντας την  ύλη σε έναν ενθουσιασμό που αγγίζει τον Θεό. Είναι μοναδικό κάθε στιγμή και δεν επαναλαμβάνεται, όπως δεν επαναλαμβάνονται ποτέ τα σχήματα της θάλασσας στην καταιγίδα.

Μια μαγική δύναμη που μετουσιώνει τα αισθήματα σε έργα τέχνης, που δίνει την δύναμη στο σώμα να αποδράσει από τον φθαρτό κόσμο και προσφέρει στην ψυχή γνήσια συγκίνηση. Κι  αν ποτέ κανείς το αφήσει να ανθίσει μέσα του, το ντουέντε τον παίρνει στα φτερά του, τον λυτρώνει από τα γήινα και τον ανεβάζει στα επουράνια. Εκεί όπου ο πόνος μεταμορφώνεται σε αγάπη, εκεί που η συμπαντική χαρά ανάγει την φθορά σε αιωνιότητα, εκεί όπου οι επιθυμίες σβήνουν για να δώσουν  τόπο στην επίγνωση. 

Με μια σειρά ακουαρέλες, η Ρένα Ανούση-Ηλία περιγράφει θάλασσες κι ορίζοντες απατηλούς, ανέμους που σαρώνουν το φως, σύννεφα που πίνουν από το νεράκι της ψυχής της. Λουλούδια αμάραντα πάνω στις πέτρες της υπομονής, σκιές αιθέριες που γυρεύουν τα σώματα στα οποία ανήκουν και σώματα που ψάχνουν την σκιά τους μέσα στην απεραντοσύνη του ονείρου. Και η ζωγράφος, αθέατη πίσω από τις σταγόνες του νερού, παρατηρεί με τον παιδικό ενθουσιασμό της, έναν ολόκληρο κόσμο εν τη γενέσει του.

Ζει και λειτουργεί σε αυτόν τον κόσμο, όταν ο άλλος, ο “πραγματικός” δεν είναι αρκετός για να χωρέσει τις ευαισθησίες της. Μέσα στα παράξενα τοπία της, με μυστηριακό τρόπο, μας καλεί να ζήσουμε κι εμείς, οι πεζοί και στείροι θεατές μιας πραγματικότητας μάταιης. Αρκεί ν’ ακολουθήσουμε σταγόνα σταγόνα το χρώμα να απλώνεται και να υποχωρεί, να σβήνει και να φεγγοβολάει, να σκοτεινιάζει και να εκρήγνυται. Τότε, ίσως να μεταμορφωθούμε κι εμείς σε σταγόνες φωτός, για να μυηθούμε στον ζωντανό παλμό του δικού της ντουέντε.