Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** 1/2 – Το ξέρουν όλοι

Todos lo saben. Ισπανία/Γαλλία/Ιταλία, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ασγκάρ Φαρχάντι. Ηθοποιοί: Πενέλοπε Κρουζ, Χαβιέ Μπαρντέμ, Ρικάρντο Ντάριν, Έντουαρντ Φερνάντεζ. 132´

Σε ένα οικογενειακό δράμα, με επίκεντρο μια απαγωγή, στρέφεται στην ισπανικής (και όχι μόνο) παραγωγής ταινία του, «Το ξέρουν όλοι» ο Ιρανός σκηνοθέτης Ασγκάρ Φαρχάντι, με την οποία έκανε επίσημη έναρξη το φεστιβάλ των Κανών. Μια απαγωγή που για τον Φαρχάντι («Ένας χωρισμός») είναι απλά ευκαιρία για να αναπτύξει τους χαρακτήρες της ιστορίας του και να μας αποκαλύψει μερικά από τα καλά κρυμμένα μυστικά τους.

Η ταινία ξεκινάει με την Λάουρα (Πενέλοπε Κρουζ) να φτάνει από το Μπουένος Άιρες, σ’ ένα χωριό κοντά στη Μαδρίτη, μαζί με τα παιδιά της, τη 16χρονη, που υποφέρει από άσθμα, Ιρένε και τον μικρότερο γιο της, για να παραστεί στο γάμο της μικρότερης αδερφής της. Ενώ, όπως μαθαίνουμε, ο άνεργος αυτή τη στιγμή άντρας της, Αλεχάντρο (Ρικάρντο Ντάριν) έχει παραμείνει στο Μπουένος Άιρες ψάχνοντας να βρει δουλειά.

Ο χρόνος και ο τρόπος που τον αντιμετωπίζουμε είναι στο επίκεντρο της ταινίας. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας, ο Φαρχάντι μας παρουσιάζει ένα σταματημένο, σπασμένο σε μια άκρη, ρολόι στον τοίχο μιας εκκλησίας, ενώ περιστέρια πετάνε τριγύρω. Σταδιακά θ’ ανακαλύψουμε το παιχνίδι αυτό με το χρόνο, που αρχικά μοιάζει απλώς σαν παρουσίαση όμορφων εικόνων που προσδίδουν μια ποιητική πλευρά στην αφήγηση, έχει σχέση με το παρελθόν που κατατρέχει και καθορίζει την πορεία των διάφορων χαρακτήρων.

Ενώ στα πρώτα είκοσι περίπου λεπτά, τα πράγματα κυλούν πολύ ήρεμα, χωρίς ενδείξεις για ανατροπές, στην πορεία όμως της προετοιμασίας για το γάμο θα μάθουμε πως ο Πάκο (Χαβιέ Μπαρντέμ), ένας καλλιεργητής κρασιών, ήταν παιδικός φίλος και στη συνέχεια εραστής της Λάουρα.

Και όταν ξαφνικά, στη διάρκεια της γαμήλιας γιορτής, τα φώτα σβήνουν και γρήγορα μαθαίνουμε για την απαγωγή της νεαρής Ιρένε, με τους απαγωγείς να εκβιάζουν πως οποιαδήποτε αναφορά στην αστυνομία θα οδηγήσει στη δολοφονία της μικρής (που με το άσθμα της χρειάζεται έγκαιρη φαρμακευτική αντιμετώπιση), το δράμα μετατρέπεται σε θρίλερ με τις διάφορες ανατροπές και τα «μαγκάφιν» του (ίχνη ψεύτικα, που τόνιζε ιδιαίτερα ο Χίτσκοκ στις ταινίες του), για να μας αποκαλύψει στη συνέχεια τα βασικά θέματα της ταινίας: τις κάθε άλλο παρά ήρεμες οικογενειακές σχέσεις, την πατρότητα, την ιδιοκτησία, το χρήμα, την εκδίκηση και διάφορα μυστικά που κατατρέχουν τα μέλη και τους συγγενείς της οικογένειας.

«Το στοιχείο του θρίλερ μου έδωσε την ευκαιρία να καταπιαστώ με σημαντικά θέματα», είχε αναφέρει ο Φαρχάντι, στη συνέντευξη Τύπου στις Κάνες, «και να θέσω το δίλημμα, τι θα έκανα εγώ, σε σχέση με θέματα όπως αυτά της ιδιοκτησίας, του πατέρα, της πατρότητας που θέτει η ταινία». Για να προσθέσει πως «φαινομενικά το σενάριό μου φαίνεται πολύ παραδοσιακό, η σχέση πατέρα-κόρης είναι ένα θέμα που συναντάμε και στον Βασιλιά Λιρ του Σέξπιρ… εκείνο όμως που μου αρέσει, και που είναι σε όλες τις ταινίες μου είναι να αφήνω το φινάλε ανοιχτό και να πετυχαίνω ώστε οι θεατές να εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για τους χαρακτήρες μου και μετά το τέλος της ταινίας».

Στο χαρτί το σενάριο φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον αν και το αποτέλεσμα, πρέπει να πω, δεν είναι αυτό που περιμέναμε από τον σκηνοθέτη του «Ένας χωρισμός». Τα θέματά του δεν έχουν πάντα την ομαλότητα που χρειάζεται, ενώ άλλα, εμφανίζονται πολύ απότομα και δεν αναπτύσσονται όσο θα περίμενε κανείς – σ’ αυτό ίσως μα φταίει και το γύρισμα της ταινίας σε μια άλλη χώρα, που ο Φαρχάντι δεν γνωρίσει καλά τη γλώσσα της ή τον τρόπο ζωής της.

Εκείνο που ανεβάζει το ενδιαφέρον και κρατά το θεατή σε εγρήγορση είναι τελικά οι πολύ καλές ερμηνείες, ιδιαίτερα της Κρουζ, του Μπαρντέμ και του Ντάριν, που καταφέρνουν να δώσουν, στους τρεις πολύ ανθρώπινους χαρακτήρες τους, τη ζωντάνια, τη δύναμη αλλά και τις αποχρώσεις που χρειάζονται, και να σε παρασύρουν στη βασανιστική, αγχώδη, σπαρμένη με συνεχώς καινούρια προβλήματα, πορεία τους προς την τελική λύση. Αποδεικνύοντας, όπως ανάφερε και ο Φαρχάντι στη συνέντευξή Τύπου, πως η ταινία μπορεί να είναι ισπανική αλλά «έχει την ιρανική ψυχή»!.

*** Ο ένοχος

Den skyldige/The Guilty. Δανία, 2018. Σκηνοθεσία: Γκούσταβ Μέλερ. Σενάριο: Γκούσταβ Μέλερ, Εμίλ Νίγκαρντ Άλμπερτσεν. Ηθοποιοί: Γιάκομπ Σέντεργκρεν, Τζέσικα Ντίνατζ. 85´

Κλειστοφοβικό θρίλερ, γυρισμένο σε αληθινό χρόνο, βασικά μέσα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο, γύρω από ένα διεφθαρμένο αστυνομικό, ο οποίος προσπαθεί να σώσει μια γυναίκα που την έχει απαγάγει ο πρώην σύζυγός της.

Με ένα εξαιρετικό σενάριο, με ωραίο ντεκουπάζ και σωστά ελεγμένο ρυθμό, ο Γκούσταβ Μέλερ, στην πρώτη του αυτή ταινία, εκμεταλλεύεται έξυπνα και με φαντασία το χώρο και τους ήχους για να προβάλει με τον καλύτερο τρόπο, και με συνεχές σασπένς, τα προβλήματα του «τιμωρημένου», κλεισμένου στον τηλεφωνικό θάλαμο, αστυνομικού (με τον Γιάκομπ Σέντεργκρεν να δίνει μιαν εξαιρετική ερμηνεία), τον απελπισμένο, αγωνιώδη αγώνα του να σώσει, μόνος, την τρομοκρατημένη γυναίκα, προσπαθώντας να την κρατήσει όσο περισσότερο μπορεί στο τηλέφωνο, κάνοντας παράλληλα ότι μπορεί για να πείσει τον παλιό του συνεργάτη, που μάλλον είναι μεθυσμένος, να παρέμβει στη σωτηρία της γυναίκας, θέτοντας: ταυτόχρονα θέματα όπως της ενοχής (ενοχή για την οποία ο ήρωας βρίσκεται ήδη υπό έρευνα), του καλού και του κακού.

** 1/2 – Vice: δεύτερος στην ιεραρχία

Vice. ΗΠΑ, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άνταμ ΜακΚέι. Ηθοποιοί: Κρίστιαν Μπέιλ, Έμι Άντζμς, Στίβ Καρέλ, Σάμ Ρόκγουελ. 132´

Το πορτρέτο ενός αληθινού τέρατος, του Ντικ Τσέινι, του πανίσχυρου αντιπροέδρου του Τζορτζ Μπους, που προλείανε το έδαφος για το πιο πρόσφατο ξεστράτισμα της αμερικανικής πολιτικής και την εμφάνιση του πιο πρόσφατου τέρατος που λέγεται Τραμπ, παρουσιάζει στη σαρκαστική κωμωδία του ο Άνταμ ΜακΚέι (δημιουργός της ανατρεπτικής, βραβευμένης με Όσκαρ σεναρίου, σάτιρας «Το μεγάλο σορτάρισμα»).

Με χιούμορ, σουρεαλιστικές και άλλες πινελιές – το παιχνίδι με τη λέξη Vice – από το Vice President, που ταυτόχρονα σημαίνει και φαυλότητα, ελάττωμα, βίτσιο – που τα συνδυάζει με αναφορές στον Σέξπιρ και τον Μακμπέθ (αν και, για μένα, το απόλυτο κακό που εκπροσωπεί ο Τσέινι ειναι πιο κοντα στους κακούς των αμερικανικών μπλοκ-μπάστερ επιστημονικής φαντασίας), ο ΜακΚέι καταγράφει την πολιτική διαφθορά σε όλα τα επίπεδα, παρακολουθώντας τον Τσέινι στους τρόπους με τους οποίους μανιπουλάρει τον Μπους για να αναλάβει την πραγματική διεύθυνση του Λευκού Οίκου και της Αμερικής και να την οδηγήσει στην εκδικητική, καουμπόικη επίθεση στο Ιράκ που θα καταλήξει στην τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου.

Σίγουρα η δίψα για εξουσία και ο ρόλος των δυναστειών Μπους ήταν σημαντικά στην όλη πολιτική της τότε περιόδου (από τη Γουόλ Στριτ και τη άρνηση του ελέγχου της οπλοφορίας, μέχρι τους πολέμους του Αφγανιστάν και του Ιράκ), εκείνο όμως που χάνεται πίσω από το κάπως τηλεοπτικό σόου του ΜακΚέι, που εδώ δείχνει να αντιγράφει αυτά που είπε πολύ καλύτερα και με πρωτοτυπία στο «Μεγάλο σορτάρισμα», είναι η εμβάθυνση και μια πρωτότυπη ματιά στο  όλο θέμα. Κι είναι μάλλον αυτή η εύκολη sitcom αντιμετώπιση που άρεσε τόσο στους εκπροσώπους του ξένου τύπου που την ξεχώρισαν για πέντε υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες….