Ενα  πλήθος αμφορέων  και άγκυρες από συνολικά 58 αρχαία ναυάγια έχουν εντοπιστεί  στο αρχιπέλαγος των Φούρνων.

Κατά την φετινή ερευνητική περίοδο (7-29 Σεπτεμβρίου) εντοπίστηκαν από την  Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και το R.P.M. Nautical Foundation, ίχνη από πέντε ναυάγια ελληνιστικής-ρωμαϊκής περιόδου όπως και νεώτερων χρόνων. Ετσι, ο συνολικός αριθμός των εντοπισμένων και τεκμηριωμένων ναυαγίων μαζί με τα ήδη διερευνημένα κατά την τριετία 2015-2017 ανέρχεται στα 58.

Εκτός των ναυαγίων καταγράφηκαν και μεμονωμένα ευρήματα, κυρίως απορρίψεις κεραμικής και άγκυρες, αψευδείς μάρτυρες της έντασης και έκτασης της ναυσιπλοΐας και εμπορευματικής διακίνησης στο καίριο αυτό ναυτικό σταυροδρόμι του ανατολικού Αιγαίου.

Οι ερευνητές ξεχωρίζουν ως σημαντικότερο ένα ναυάγιο με φορτίο κνιδιακών αμφορέων του 2ουαιώνα π.Χ., ένα ναυάγιο του 4ου αι. π.Χ. με μεικτό φορτίο από αιγιακούς και φοινικικούς αμφορείς και ένα ναυάγιο του 5ου– 6ουαιώνα μ.Χ. με φορτίο Υστερορωμαϊκών 1 αμφορέων.

Σημαντική επίσης θεωρούν την ανακάλυψη ενός εξαιρετικά εκτενούς αγκυροβολίου έμπροσθεν του οικισμού Καμάρι, στην ανατολική πλευρά των Φούρνων.
Αναγνωρίστηκαν περισσότερες από 25 άγκυρες χρονολογούμενες από τη ρωμαϊκή περίοδο έως και τον 18οαιώνα, οι περισσότερες από τις οποίες εγκαταλείφθηκαν στον βυθό από πλοία που θα πρέπει να ήταν αξιομνημόνευτα μεγάλου μεγέθους. Η παρουσία τους φαίνεται να δηλώνει την ύπαρξη μίας ακμάζουσας κοινότητας στο Καμάρι των Φούρνων κατά την ύστερη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, για την οποία οι ιστορικές πηγές της περιόδου φαίνονται να σιωπούν.

Στα πιό ενδιαφέροντα μεμονωμένα ευρήματα του 2018, συγκαταλέγεται μία απόθεση από 18 τουλάχιστον πήλινους λύχνους του 2ουαιώνα μ.Χ. που εντοπίστηκε και ανελκύστηκε στην
βόρεια πλευρά της νήσου Θύμαινας. Οι λύχνοι αυτοί φέρουν ποικίλες ανάγλυφες
παραστάσεις από αγαλματικούς τύπους θεών, σκηνές μονομάχων και γεωμετρικά
κοσμήματα και αποτελούν προϊόντα των εργαστηρίων της Κορίνθου. Στις βάσεις τους
διαβάστηκαν οι επιγραφές των λυχνοποιών Λουκίου και Οκταβίου, πιθανότατα
απελεύθερων δούλων που ίδρυσαν τα δικά τους κεραμικά εργαστήρια.

Όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, καίριας σημασίας για την επιτυχή έκβαση της
έρευνας υπήρξε η ευαισθητοποίηση του τοπικού πληθυσμού και η εκτενής συλλογή
πληροφοριών από την κοινότητα των αλιέων, οι οποίοι παρείχαν αφειδώς
πληροφορίες για την ύπαρξη αρχαιοτήτων στο βυθό και οδήγησαν στον γρήγορο
εντοπισμό τους.

Τη γενική διεύθυνση της έρευνας είχε ο αρχαιολόγος της Εφορείας Εναλίων
Αρχαιοτήτων Δρ Γιώργος Κουτσουφλάκης ενώ επικεφαλής του Ιδρύματος R.P.M.
Nautical Foundation ήταν ο αρχαιολόγος Δρ Peter Campbell.

SONY DSC