59ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Σασπένς και χιούμορ από Ελλάδα και Κύπρο

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με 92 ελληνικές από τις 253 συνολικά ταινίες του φετινού προγράμματος ξεκίνησε το 59ο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Με δυο από αυτές να περιλαμβάνονται στο διεθνές διαγωνιστικό πρόγραμμα της εκδήλωσης: το The Waiter (“Ο σερβιτόρος”) του Στιβ Κρικρή και “Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ” του Κύπριου Μάριου Πιπερίδη. Δυο πολύ καλές ταινίες, μικρές εκπλήξεις θα έλεγα, που δείχνουν πως τόσο η ελλαδική όσο και η κυπριακή παραγωγή βρίσκονται σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο.

Στο φιλμ νουάρ στρέφεται ο Στιβ Κρικρής για να αφηγηθεί την ιστορία του σερβιτόρου που τυχαία βρίσκεται μπροστά σε ένα έγκλημα (ανακαλύπτει το κομμένο χέρι του θύματος στον κάδο των σκουπιδιών) και που, προσπαθώντας να το ξεχάσει, μπλέκεται σε ένα αλλόκοτο παιχνίδι με τον, φαινομενικά ευγενικό, δολοφόνο γείτονά του. Ο Κρικρής δημιουργεί την όλη απειλητική ατμόσφαιρα σταδιακά, απλά, χωρίς κανένα αρχικά σασπένς, για να μας οδηγήσει αναπόφευκτα σ’ ένα χιτσκοκικού τύπου, χωρίς όμως εξάρσεις, σασπένς που φέρνει στο νου τόσο τη “Σκιά της αμφιβολίας” όσο και τη “Θηλειά” του μετρ της αγωνίας.

Το σασπένς και το χιούμορ κυριαρχούν στην απολαυστική κυπριακή ταινία “Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ” του Μάριου Πιπερίδη, που κέρδισε το βραβείο καλύτερης αφηγηματικής ταινίας στο πρόσφατο ανεξάρτητο φεστιβάλ του Σάντανς. Ο Χέντριξ (“Τζίμι” στην πραγματικότητα) είναι το σκυλί του τριαντάρη, αποτυχημένου ζωγράφου ήρωα, που, κάποια στιγμή, του ξεφεύγει και περνάει τη νεκρή ζώνη, για να βρεθεί στην υπό τουρκική κατοχή περιοχή του νησιού. Για να φέρει όμως το σκυλί πίσω στην ελεύθερη ελληνοκυπριακή πλευρά, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα.

Τόσο η ελληνοκυπριακή όσο και η τουρκοκυπριακή αστυνομία δημιουργούν διάφορα απίθανα γραφειοκρατικά προβλήματα (το ζώο δεν μπορεί να επιστρέψει από την τουρκική πλευρά γιατί μπορεί να μεταφέρει…αρρώστιες, σύμφωνα με κάποια απόφαση της Ε.Ε., κλπ., ) και ο ήρωας αναγκάζεται τελικά να χρησιμοποιήσει απρόθυμα τη βοήθεια τόσο ενός Τούρκου έποικου (τον οποίο δεν θέλουν ούτε οι τουρκοκύπριοι, ούτε οι ελληνοκύπριοι) όσο και ενός φουκαρά τουρκοκυπρίου διακινητή ναρκωτικών) για να μπορέσει να ξαναπάρει το πολύ συμπαθητικό σκυλί του.

Με ωραίο ρυθμό, ευρηματικές καταστάσεις που σχολιάζουν την όλη πολιτική κατάσταση στο νησί (όπου, με το εύρημα του Πιπερίδη, Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι από Τουρκία, αναγκάζονται να συνεργαστούν), όλα διανθισμένα με μπόλικο χιούμορ, ο Πιπερίδης έφτιαξε μια πέρα για πέρα απολαυστική κωμωδία που της αξίζει μια ευρύτερη διανομή.

Φέτος, η έναρξη έγινε με την ιαπωνική, βραβευμένη με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών, ταινία, “Κλέφτες καταστημάτων” του Χιροκάζου Κόρε-Έντα έκανε φέτος έναρξη το 59ο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

Ύστερα από την πολύ πρόσφατη ταινία του, “Το τρίτο έγκλημα”, ο Χιροκάζου Κόρε-Έντα στρέφεται και πάλι στην οικογένεια για να μας δώσει μια συγκλονιστική εικόνα της διάλυσης στην οποία οδηγεί μια κατακερματισμένη κοινωνία. Με ένα στιλ που θυμίζει εκείνο του συμπατριώτη του Κόρε-΄Εντα, Γιασουτζίρο Όζου, ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται, τη φορά αυτή, σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, παρίες που ζουν στις παρυφές της πόλης, με τον πατέρα να κλέβει, με τη βοήθεια του νεαρού γιου του, τα αναγκαία για τη διατροφή της οικογένειας, στην οποία, κάποια στιγμή θα προστεθεί κι ένα ολομόναχο μικρό κοριτσάκι που το δίδυμο των κλεφτών ανακαλύπτει κακοποιημένο από τους γονείς του και εγκαταλειμμένο σ’ ένα χαμόσπιτο, και αναλαμβάνουν τη φροντίδα του.

Με χιούμορ, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, χωρίς μελοδραματισμούς, ο Κόρε-Έντα έφτιαξε μια δυνατή, οργισμένη τελικά, ταινία, από τις καλύτερες που μας έδωσε ο σημαντικός αυτός Ιάπωνας δημιουργός.

Για τη σύγχρονη τάση του κινηματογράφου που τείνει να εκπέσει στο επίπεδο μιας απλής υποκατηγορίας της επονομαζόμενης “τεχνολογίας πληροφοριών”, κινδυνεύοντας να χάσει τη ξεχωριστή θέση που κατάφερε να επιβάλει στο χώρο της τέχνης αλλά και να πέσει στον πλήρη έλεγχο των άσχετων από καλλιτεχνικής πλευράς παραγωγών και να μετατραπεί τελικά σε ένα νέου είδους video game, αναφέρθηκε ο βραβευμένος για την ταινία του “Ο γιος του Σαούλ”, Ούγγρος σκηνοθέτης, Λάζλο Νέμες, που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη με αφορμή, στο φετινό 59ο φεστιβάλ, την προβολή της νέας του ταινίας “Sunset” (“Ηλιοβασίλεμα”), που πρωτοείδαμε στο πρόσφατο φεστιβάλ της Βενετίας, όπου και κέρδισε το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών (FIPRESCI).

“Πλέον βασιζόμαστε σε υπέρμετρο βαθμό στους υπολογιστές, με αποτέλεσμα να αποκηρύσσουμε το δικαίωμα του σινεμά να αυτοπροσδιορίζεται ως αυτόνομη τέχνη, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά”, ανάφερε ο Ούγγρος σκηνοθέτης. “Ο δε τρόπος με τον οποίο είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε ανεπιστρεπτί το παραδοσιακό φιλμ είναι καταδικαστικός για το κοινό, στο οποίο σταδιακά προσφέρουμε μια ολοένα και πιο συρρικνωμένη αισθητική εμπειρία. Πολύ σύντομα ο κινηματογράφος θα αποτελεί υπόθεση και επάγγελμα αυστηρά των παραγωγών, με τους σκηνοθέτες να παραμερίζονται στον άχαρο ρόλο της συλλογής δεδομένων, τα οποία θα επεξεργαστεί αργότερα μια μηχανή. Αν το σινεμά δεν υπερασπιστεί τον ίδιο του τον εαυτό, πολύ σύντομα θα καταλήξει να υποβαθμιστεί σε μια ανούσια παρέλαση εικόνων, με συνοδεία ποπκόρν, μια ακόμη εναλλακτική πηγή εύκολης διασκέδασης, εφάμιλλης με τα video games.”

Από το φεστιβάλ Βενετίας και η ταινία “Ρόμα”, του βραβευμένου με Όσκαρ (“Gravity”), Μεξικανού σκηνοθέτη Αλφόνσο Κουαρόν. Ταινία εμπνευσμένη από το μακελειό που προκάλεσε, στη δεκαετία του ’70, ο στρατός όταν σκότωσε περισσότερα από 120 άτομα στη διάρκεια μιας ειρηνικής φοιτητικής διαδήλωσης. Την υπό στρατιωτικό καθεστώς κατάσταση που είχε επιβληθεί στην πόλη του Μεξικού παρακολουθούμε μέσα από την ιστορία μιας υπηρέτριας που εργάζεται στο σπίτι μιας μεγαλοαστικής οικογένειας στην πλούσια συνοικία Ρόμα της πόλης.

Μια διανθισμένη με άφθονο χιούμορ, εικόνα της περίπλοκης, συχνά παράλογης, ζωής στη σύγχρονη Κύπρο δίνει στην ταινία του “Κιμέρια”, ο Σάιμον Φαρμακάς. Ο ήρωας, ένας νεαρός αγρότης σε χωριό, βρίσκεται ξαφνικά κάτοχος ενός παράξενου, διαστημικού αντικειμένου (UFO όπως πιστεύουν οι συγχωριανοί του), που πέφτει ξαφνικά στο κτήμα του.

Μόνο που το σημείο αυτό έχει καταχωρηθεί ως “νεκρή ζώνη” (buffer line) και που την ανάκτησή του απαιτούν όχι μόνο οι εκπρόσωποι των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και οι ελληνοκυπριακές αρχές, οι τουρκοκυπριακές αρχές και οι Αμερικανοί, που στέλνουν τους δικούς τους πληρωμένους “εκπροσώπους” για να το παραλάβουν. Παράλληλα με το κυνηγητό του μυστηριώδους UFO παρακολουθούμε τόσο την προσπάθεια του ήρωα να ανακαλύψει το μυστικό γύρω από την υποτιθέμενη νεκρή μητέρα του όσο και τη σχέση του με μια νεαρή συγχωριανή του και με τον τοκογλύφο του χωριού, ο οποίος, για να αποκτήσει το παράξενο αυτό αντικείμενο, είναι έτοιμος να παραγράψει το μισό χρέος του ήρωα.

Μια σειρά παράλληλες ιστορίες που δίνουν την ευκαιρία στον Φαρμακά να σατιρίσει την τρέλα και τα απίθανα χιουμοριστικά, γραφειοκρατικά απρόοπτα που δημιουργούνται γύρω από το γεγονός, με την κάθε πλευρά (ιδιαίτερα εκείνη των Αμερικανών και εκείνη της τοπικής αστυνομίας) να προσπαθεί να βάλει χέρι στο αντικείμενο. Με τον σκηνοθέτη να φτιάχνει μια κινηματογραφικά εντυπωσιακή παραγωγή (ο χειρισμός των παράλληλων ιστοριών, η προσεγμένη φωτογραφία, η χρήση των χώρων, η διεύθυνση των ηθοποιών και γενικά η κίνηση του πλήθους), που ξεκινά ως απλή κωμωδία για να μετατραπεί σε μια ιδιαίτερα διασκεδαστική σάτιρα, από την οποία όμως δεν λείπουν και τα δραματικά στοιχεία, όπως στη σκηνή με τους Αμερικανούς να πυροβολούν, στις γελοίες προσπάθειές τους να αποκτήσουν το αντικείμενοι, έναν από τους χωρικούς, που βρίσκεται τυχαία στην περιοχή.