ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Παρέα με τις όμορφες ιστορίες της Ανιές Βαρντά

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Πρόσωπα και ιστορίες

Visages Villages/Faces Places. Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: JR, Ανιές Βαρντά. 89 λεπτά.

Σκηνοθέτρια και φωτογράφος συνδυάζουν την τέχνη τους για ένα όμορφο, γεμάτο ανέλπιστες πληροφορίες αλλά και ελκυστικές ιστορίες, ταξίδι στη γαλλική ύπαιθρο στην εξαιρετική αυτή ταινία που γύρισε η αγέραστη, 90χρονη, ελληνικής καταγωγής Γαλλίδα σκηνοθέτρια Ανιές Βαρντά, σε συνεργασία με τον φωτογράφο και street artist, JR.

Ταξίδι με το φορτηγάκι/σκοτεινό θάλαμο του JR, που τυπώνει σε γιγαντιαίες διαστάσεις φωτογραφίες/πορτρέτα των ανθρώπων που συναντούν: εργατών, ανθρακωρύχων, αγροτών, υπαλλήλων, και γενικά απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Φωτογραφίες που κολλάνε, σαν graffiti, σε διάφορα κτίρια, τοίχους, αποθήκες, ακόμη και τρένα, και που συνδέονται με τις ωραίες ιστορίες που οι φωτογραφούμενοι αφηγούνται στην ακούραστη, πρωτοπόρο της νουβέλ βαγκ, Ανιές.

 

Πρόσωπα που αφηγούνται τις ιστορίες τους (για ένα έρημο οικισμό, ένα χωριό ανθρακωρύχων, μια ερωτική απαγωγή από προπάππους, ένα καμπανοκρούστη που απολαμβάνει τη δουλειά του, ένα εργοστάσιο χημικών), ιστορίες που δίνουν μια σφαιρική εικόνα της Ιστορίας και της παράδοσης μιας χώρας, αν όχι του ίδιου του πλανήτη, όλα δοσμένα με τη φρεσκάδα, την πρωτοτυπία, τον ενθουσιασμό, την αίσθηση της έκπληξης και της ξεχωριστής ομορφιάς που αναδίνουν όλες οι ταινίες της Βαρντά, ξεκινώντας από τις πρώτες της («La pointe courte», «Η Κλεό, από τις 5 ως τις 7», «Η ευτυχία») και φτάνοντας ως πιο πρόσφατες («Les glaneurs et la glaneuse», «Les plages d’ Agnes»).

 

*** ½ – Τυφλή αγάπη

Radiance/Hikari. Ιαπωνία/Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ναόμι Καβάζε. Ηθοποιοί: Μασατόσι Ναγκάζε, Αγιάμε Μισάκι, Τατσούγια Φούτζι. 101 λεπτά.

Η δύναμη του κινηματογράφου αλλά και γενικότερα της τέχνης να βοηθά το άτομο να διευρύνει τη ζωή του και να τους δίνει τη λάμψη που πιθανό τους λείπει είναι το θέμα της ιαπωνικής ταινίας «Λάμψη» (Radiance) της Γιαπωνέζας σκηνοθέτριας Ναόμι Καβάζε, δημιουργός των ταινιών «Γλυκό φασόλι» και «Ένα βράδυ με πανσέληνο» και που το 2007 είχε κερδίσει το Μέγα Βραβείο του φεστιβάλ των Κανών για την ταινία της «Το δάσος Μοντάρι».

Η ηρωίδα, η Μισάκο, καταπιάνεται με το γράψιμο ηχητικών περιγραφών για μια εταιρία που προσφέρει κινηματογραφικές προβολές σε άτομα με προβλήματα ακοής, για να μπορούν με τις περιγραφές της να παρακολουθήσουν όσο το δυνατό καλύτερα τις ταινίες. Με αφορμή τη δουλειά της, θα γνωρίσει, σε μια ειδική προβολή, τον Νακαμόρι, ένα αρκετά μεγαλύτερό της σε ηλικία φωτογράφο που τώρα έχει αρχίσει να χάνει την όρασή του και που περιφέρεται κουβαλώντας μαζί του τη φωτογραφική μηχανή που γι’ αυτόν είναι, όπως λέει σε μια στιγμή, «η καρδιά του». Η συνάντησή τους θα τους φέρει κοντά και θα τους βοηθήσει να ανακαλύψουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την ομορφιά και τη λάμψη της ζωής που μέχρι τότε τους έλειπε.

Η Καβάζε εκμεταλλεύεται το φως αλλά και τους ήχους για να τονίσει πράγματα και καταστάσεις που συνήθως ο απλός άνθρωπος δεν προσέχει και που η Μισάκο, με τη βοήθεια του Νακαμόρι, αρχίζει να «βλέπει» και να ακούει, ώστε να μπορέσει να τα εκτιμήσει όσο πρέπει. Έμμεση αναφορά στην ίδια την Καβάζε που ως σκηνοθέτρια προσπαθεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην αφήγηση μιας ιστορίας και της κινηματογραφικής της ανάπτυξης με χρήση συμβόλων αλλά και εικαστικά συναρπαστικών πλάνων, που χρησιμοποιεί για να τη ζωντανέψει την αφήγησή της. Πλάνων που αναπλάθει με αγάπη, με ένα, δοσμένο με άνεση, ρυθμό και με μια κάμερα που ψάχνει διαρκώς τα πρόσωπα για να καταγράψει τις εκφράσεις και τη συμπεριφορά τους σε μια προσπάθεια διείσδυσης στο χαρακτήρα τους. Συνολικά μια όμορφη, ποιητική ταινία πάνω στον έρωτα και το θάνατο.

 

*** ½ – Τα μυστήρια της Σικελίας

Sicilian Ghost Story. Ιταλία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Φάμπιο Γκρασαντόνια και Αντόνιο Πιάτσα. Ηθοποιοί: Τζούλια Τζεντλίκοβσκα. Γκαετάνο Φερνάντεζ, Κορίν Μουσαλάρι, Αντρέα Φαλτσόνι. 122 λεπτά.

Στον κόσμο της μαφίας στρέφονται οι δυο σκηνοθέτες/σεναριογράφοι Φάμπιο Γκρασαντόνια και Αντόνιο Πιάτσα της ταινίας «Τα μυστήρια της Σικελίας», με την οποία έκανε έναρξη η Εβδομάδα της Κριτικής στο περσινό φεστιβάλ των Κανών. για να αφηγηθούν τον έρωτα ανάμεσα σε δυο 13χρονους έφηβους, τη Λούνα και τον συμμαθητή της Τζιουζέπε, που, στη δεκαετία του ’90, η μαφία της Σικελίας κρατούσε όμηρο για 779 μέρες πριν τελικά θανατώσει, στην προσπάθειά της να αναγκάσει τον πρώην μαφιόζο πατέρα του να διακόψει τη συνεργασία του με την αστυνομία.

Ταινία βουτηγμένη σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα που συνδυάζει το ρεαλιστικό με το φανταστικό/γοτθικό για να μας δώσει μια άλλη, εικόνα της μαφίας, εικόνα ακόμη πιο εφιαλτική, ιδωμένη μέσα από τα μάτια των δυο νεαρών πρωταγωνιστών, που συνδυάζει τον συχνά κλειστοφοβικό κόσμο των παραμυθιών των αδερφών Γκριμ με τον εφιαλτικό, τρομακτικό κόσμο της σιωπής, του εκφοβισμού και των αντιποίνων στους χώρους όπου κυριαρχεί η μαφία.

Η ιστορία αρχίζει περιγράφοντας τη σχέση ανάμεσα στους δυο νέους, την αρχικά ντροπαλή στάση της Λούνα, που μετά από μια συνάντησή της στο δάσος με τον Τζιουζέπε, αποφασίζει να δώσει το εξομολογητικό για τον έρωτά της γράμμα στον Τζιουζέπε – γράμμα που τα λόγια του ακούμε σποραδικά στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όταν ο φυλακισμένος από τη μαφία Τζιουζέπε προσπαθεί να βρει θάρρος και ελπίδα μέσα από αυτό. Όταν η Λούνα τελικά αντιληφθεί πως η εξαφάνιση του Τζιουζέπε οφείλεται στη μαφία, θ’ αρχίσει, στην προσπάθειά της να σπάσει τη γενική σιωπή που κυριαρχεί στο μικρό χωριό όπου ζούνε, και παρά τις αντιρρήσεις της αντιπαθητικής μητέρας της, να διανέμει, μαζί με μια φίλη της, φυλλάδια με τη φωτογραφία του Τζιουζέπε και το ερώτημα, «ο Τζιουζέπε εξαφανίστηκε, εσείς τι θα κάνετε;»

 

Μπροστά στη γενική σιωπή και την αδιαφορία της τοπικής αστυνομίας, η παθιασμένη από τον έρωτά της Λούνα θα συνεχίσει την αναζήτηση του Τζιουζέπε, διεισδύοντας στο σκοτεινό δάσος σαν μια νέα Κοκκινοσκουφίτσα (όπως τονίζει και το ντύσιμό της) όπου αρχικά τον συναντούσε και, στη συνέχεια, μέσα από βουτιές στο ποτάμι και όνειρα/εφιάλτες που την οδηγούν στο κρησφύγετο όπου η μαφία κρατάει τον Τζιουζέπε, με τους Κρασαντόνια και Πιάτσα (τους σκηνοθέτες που κέρδισαν το βραβείο καλύτερης ταινίας στην Εβδομάδα της Κριτικής των Κανών με την πρώτη τους ταινία «Salvo») να χρησιμοποιούν ποιητικές συχνά εικόνες και σύμβολα (το άλογο, τον σκύλο, μια κουκουβάγια, το νερό, το ποτάμι, ακόμη και αρχαία ελληνικά ερείπια κοντά στη θάλασσα), φωτογραφημένα με ξεχωριστή φροντίδα από τον Λούκα Μπιγκάτσι (φέρνοντας συχνά στο νου τις ταινίες του Τιμ Μπέρτον), για να τονίσουν και να σχολιάσουν τη φανταστική πλευρά της ιστορίας χωρίς όμως να παραμερίζουν τη φρικτή πραγματικότητα της ιστορίας τους.

*** Sideway

Yol kenari. Τουρκία/Ελλάδα, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ταϊφούν Πιρσελίμογλου. Ηθοποιοί: Τανσού Μπισέρ, Νάλαν Κουρούτσιμ, Τάνερ Μπιρσέλ. 119 λεπτά.

 

Στροφή στη φιλοσοφική αλληγορία κάνει ο Τούρκος σκηνοθέτης Ταϊφούν Πιρσελίμογλου (γνωστός μας από τις ταινίες «Η περούκα» και «Δεν είμαι εγώ») με τη μαυρόασπρη αυτή, εικαστικά λαμπρή, ταινία του, «Sideway». Μια στυλιζαρισμένη αλληγορία πάνω στη ζωή και τον κόσμο μας, μέσα από μια ιστορία, που έχει να κάνει με το τέλος του κόσμου, σ’ ένα απόμερο, παραθαλάσσιο χωριό, με τους κατοίκους να κάθονται, να συνομιλούν ή να περιφέρονται σε μισοσκότεινους, μισοάδειους, καταθλιπτικούς χώρους, αντιμετωπίζοντας τη ζωή τους με απλανή μάτια και περιμένοντας τον Μεσσία με το παράξενο σημάδι στην πλάτη.

Μια φυσική, φτιαγμένη από πέτρες, αποβάθρα όπου στέκονται μερικά τα βασικά πρόσωπα της ταινίας, ένα απόμερο σπίτι κοντά στη θάλασσα, ένα τυπογραφείο, ένα κοριτσάκι ξαπλωμένο στο κρεβάτι ενός ξενοδοχείου, μια νοσοκόμα που της αρέσει να κοιμάται κάτω από ένα δέντρο σ’ ένα δάσος, ένας θεραπευτής που το άγγιγμά του σκοτώνει αντί να γιατρέψει, ένας νεκρός άντρας που ανασταίνεται, μετατρέπονται, από την κάμερα του Πιρσελίμογλου, άλλοτε σε εικόνες αλλόκοτες και άλλοτε σε εικόνες ονειρικές, μέσα από στατικά, μεγάλης διάρκειας, πλάνα, με μινιμαλιστική μουσική και με κινήσεις της κάμερας που θυμίζουν τόσο τις ταινίες του Αγγελόπουλου όσο και εκείνες του Μπέλα Ταρ και του Ταρκόβσκι.

 

*** Μετά το χωρισμό

Custody/Jusq’ a la garde. Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ξαβιέ Λεγκράν. Ηθοποιοί: Λέα Ντρούκερ, Ντενί Μενοσέ, Τομάς Τζιοριά. 93 λεπτά.

Οι συγκρούσεις και ο πικρόχολος αγώνας για επικράτηση σε μια σύγχρονη, κατακερματισμένη οικογένεια, με αφορμή την κηδεμονία του 12χρονου γιου, είναι στο επίκεντρο της βραβευμένης με το Αργυρό Λιοντάρι σκηνοθεσίας του φεστιβάλ Βενετίας ταινίας «Μετά το χωρισμό» του νέου Γάλλου σκηνοθέτη Ξαβιέ Λεγκράν.

Εκείνο που ο Λεγκράν πέτυχε πάνω απ’ όλα στην πρώτη του αυτή μεγάλου μήκους ταινία είναι να δημιουργήσει τη σωστή, πειστική ατμόσφαιρα της οικογενειακής αυτής σύγκρουσης, ατμόσφαιρα που σταδιακά σχεδόν οδηγείται σε ατμόσφαιρα τρόμου, με ένα βίαιο πατέρα και μια υπερπροστατευτική, δεσποτική μητέρα να χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να κερδίσουν την αποκλειστική κηδεμονία του γιου τους. Ατμόσφαιρα που κερδίζει χάρη τόσο στο καλοδουλεμένο σενάριο και τη λιτότητα με την οποία αναπτύσσει τις επιμέρους καταστάσεις όσο και στις εξαιρετικές ερμηνείες και των τριών βασικών ερμηνευτών.

** ½ – Μούσα

Muse. Ισπανία/Ιρλανδία/Βέλγιο/Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία: Χάουμε Μπαλαγκουέρο. Σενάριο: Χάουμε Μπαλαγκουέρο, Φερνάντο Ναβάρο. Ηθοποιοί: Φράνκα Ποτέντε, Έλιοτ Κόουαν, Άνα Ουλάρου. 107 λεπτά.

Από τους ανανεωτές των ισπανικών ταινιών τρόμου, ο Χάουμε Μπαλαγκούερο («Rec») επιστρέφει με την αγγλόφωνη αυτή ταινία, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα «Η γυναίκα με τον αριθμό 13» του Χοσέ Κάρλος Σομόζα γύρω από ένα καθηγητή λογοτεχνίας που ανακαλύπτει πως οι μούσες δεν ενέπνεαν απλώς τους ποιητές αλλά και είχαν άλλους πιο σκοτεινούς και επικίνδυνους στόχους…

Τη φορά αυτή ο Μπαλαγκουέρο αποφεύγει το gore των προηγούμενων ταινιών του για να στραφεί σε ένα πιο μετρημένο, βασισμένο στη δημιουργία της σωστής απειλητικής ατμόσφαιρας, στιλ και, παρά τις κάποιες αδυναμίες στο σενάριο, καταφέρνει να φτιάξει ένα αρκετά διασκεδαστικό θρίλερ, αποσπώντας και μια καλή ερμηνεία από τη Φράνκα Ποτέντε.