ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Το αιχμηρό, αντι-μάτσο γουέστερν από την Τζέιν Κάμπιον και η λεσβία καλόγρια του 17ου αιώνα από τον Πολ Φερχόφεν

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Η εξουσία του σκύλου

The Power of the Dog. Αυστραλία/Βρετανία/ΗΠΑ/Νέα Ζηλανδία/Καναδάς, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζέιν Κάμπιον. ηθοποιοί: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Κρίστεν Ντανστ, Τζέσι Πλέμονς, Κόντι Σμιτ-ΜακΦι. 126´

Τις συγκρούσεις, τα κρυμμένα μυστικά και τα καταπιεσμένα πάθη μιας μικρής ομάδας ανθρώπων που ζουν σ ένα τεράστιο, απομονωμένο ράντσο στη μέση του πουθενά, στη Μοντάνα του 1925, αναπλάθει με ομορφιά και δύναμη η Νεοζηλανδή σκηνοθέτρια Τζέιν Κάμπιον στο δραματικό γουέστερν «Η εξουσία του σκύλου» (Αργυρό Λιοντάρι καλύτερης σκηνοθεσίας στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας), που γύρισε 12 χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία της, Bright Star (2009).

Ο αγροίκος, σκληρός και αυταρχικός, αν και ιδιαίτερα, όπως ανακαλύπτουμε, μορφωμένος, Φιλ (εκπληκτικός στο ρόλο ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, που τονίζει με τις κινήσεις του και την όλη μάτσο συμπεριφορά του, μαζί και τη ζήλια του, και με στόχο να ελέγχει τους πάντες), υπεύθυνος για την εκτροφή αγελάδων και την εξημέρωση αλόγων στο ράντσο που μοιράζεται με τον ευγενικό και υποχωρητικό αδερφό του, Τζορτζ (μια πολύ καλή, συγκρατημένη ερμηνεία από τον Τζέσι Πλέμονς), τον οποίο συνέχεια ειρωνεύεται, αντιμετωπίζοντας τον με κυνισμό και αποκαλώντας τον fatso (χοντρούλη).

Με την ίδια ειρωνεία (και με κάποια απέχθεια, μαζί και ζήλια) αρχίζει στη συνέχεια να αντιμετωπίζει και την ελκυστική χήρα Ρόουζ (με την Κίρστεν Ντανστ να δίνει τον καλύτερο εαυτό της), ιδιοκτήτρια του μοναδικού μπαρ και χώρου ενοικιαζόμενων δωματίων της περιοχής,  που ξαφνικά ο Τζορτζ αποφασίζει να παντρευτεί.

Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν στο τεράστιο, πολυτελές, ασυνήθιστο για την περιοχή, σπίτι όπου ζουν το νιόπαντρο ζευγάρι και ο Φιλ, φτάνει και ο ευαίσθητος έφηβος, θηλυπρεπής γιος της Ρόουζ, ο Πίτερ (με τον Κόντι Σμιτ-ΜακΦι να τονίζει τις λεπτές αποχρώσεις του χαρακτήρα του και την επίμονη άρνηση του να παίξει το ρόλο του θύματος), που ο Φιλ είχε ήδη αρχίσει να κοροϊδεύει με την καουμπόικη παρέα του κάθε φορά που πήγαιναν στο μπαρ για φαγητό.

Η κάπως αδιάφορη στάση του Τζορτζ και η συνεχής εκνευριστική, εχθρική στάση του Φιλ απέναντι της (με αποκορύφωμα την «παρέμβαση» του με το πάντζο του όταν εκείνη προσπαθεί να εξασκηθεί στο πιάνο για να παίξει μουσική για τους επίσημους καλεσμένους του συζύγου), οδηγούν σταδιακά τη Ρόουζ σε μια απόσυρση στον εαυτό της και στο πιοτό. Τα πράγματα όμως παίρνουν ξαφνικά άλλη στροφή όταν ο Φιλ αρχίζει να αλλάζει συμπεριφορά και να προσπαθεί να κερδίσει τη συμπάθεια του νεαρού Πίτερ. Αλλαγή που αποκαλύπτει κρυμμένα μυστικά και καταπιεσμένα πάθη, δίνοντας μια άλλη, πιο σύγχρονη, εικόνα στην όλη πορεία της ταινίας.

Πρόκειται για ένα γουέστερν χαρακτήρων, με την ιστορία να επικεντρώνεται στις σχέσεις ανάμεσα σε δυο αδέρφια, με ένα καλογραμμένο σενάριο (βασισμένο στο γραμμένο το 1967 μυθιστόρημα του Τόμας Σάβεϊτζ), με ωραία μουσική του Τζόνι Γκρίνγουντ, με εικαστικά λαμπρές εικόνες, με σιγουριά και μεθοδικότητα στη διεύθυνση των ηθοποιών, με την Κάμπιον να εκμεταλλεύεται τόσο τις εντυπωσιακές, απέραντες πεδιάδες της Μοντάνα, όπου κινούνται τα πρόσωπα (αν και η ταινία γυρίστηκε στην πραγματικότητα στη Νέα Ζηλανδία, χωρίς να χάσει τίποτα από την ατμόσφαιρα της, κι αυτό χάρη στην εξαιρετική φωτογραφία του Άρι Γουέκνερ), όσο και τα κλειστοφοβικά εσωτερικά του τεράστιου σπιτιού, για να δημιουργήσει τη σωστή ατμόσφαιρα και να αναπτύξει με άνεση, και την αναγκαία ισορροπία, τις συγκρουόμενες, πολύπλοκες σχέσεις τους (από τις οποίες δεν λείπει και η αίσθηση του καταπιεσμένου σεξουαλικού πόθου), προσφέροντάς μας ένα δυνατό, αιχμηρό, αντι-μάτσο γουέστερν, της καλύτερης, αξίζει ν’ αναφέρω, ταινίας της μετά τα αξέχαστα εκείνα «Μαθήματα πιάνου».

 

 

*** ½ – Μπενεντέτα

Benedetta. Γαλλία/Βέλγιο, Ολλανδία, 2021. Σκηνοθεσία: Πολ Φερχόφεν. Σενάριο: Ντέιβιντ Μπερκ, Πολ Φερχόφεν. Ηθοποιοί: Βιρζινί Εφιρά, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Δάφνη Πατάκια, Λαμπέρ Ουιλσόν. 131΄

Μια ταινία που καταπιάνεται με τη θρησκεία, τα ερωτικά οράματα και την πολιτική δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει ένα αναμενόμενο – έστω και περιορισμένο – σκάνδαλο. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η ταινία αυτή έχει για σκηνοθέτη τον Ολλανδό Πολ Φερχόφεν, ειδικευμένο στα ερωτικά θρίλερ, που το 1992 είχε ήδη προκαλέσει το πρώτο σκάνδαλο με την ταινία «Βασικό ένστικτο», στην οποία η Σάρον Στόουν άνοιγε τα πόδια της αποκαλύπτοντας στον Μάικλ Ντάγκλας πως ήταν ολόγυμνη κάτω από το φόρεμα.

Πρόκειται βέβαια για την ταινία «Μπενεντέτα», που έκανε πρεμιέρα στο φετινό διαγωνιστικό πρόγραμμα του 74ου Φεστιβάλ των Κανών, γύρω από την αληθινή ιστορία της καλόγριας Μπενεντέτα Καρλίνι, στην Ιταλία του 17ου αιώνα, που κατατρύχεται από θρησκευτικά και ερωτικά οράματα και την ερωτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτήν και μια μαθητευόμενη καλόγρια. Ταινία που αρχικά επρόκειτο να προβληθεί στο φεστιβάλ των Κανών του 2019 και που τελικά αναβλήθηκε εξαιτίας ενός ατυχήματος του σκηνοθέτη στη διάρκεια των γυρισμάτων.

Από πολύ μικρή, τοποθετημένη από τους αριστοκράτες γονείς της στο μοναστήρι της περιοχής, με ηγουμένη τη Φελισιτά (μια εξαιρετική Σάρλοτ Ράμπλινγκ), η Μπενεντέτα (μια όχι πάντα πειστική Βιρζινί Εφιρά) ακολουθεί μια πορεία με βάση τα θρησκευτικά της οράματα, όπου ο Ιησούς της παρουσιάζεται είτε οδηγώντας κοπάδι, είτε στο Σταυρό, αργότερα, μάλιστα, σε μια από τις τολμηρές σκηνές της ταινίας, θα της ζητήσει να βγάλει τα ρούχα της και να τον αγκαλιάσει ολόγυμνη. Η εμφάνιση της μαθητευόμενης καλόγριας, Μπαρτολομαία (που ερμηνεύει η Ελληνίδα Δάφνη Πατάκια, γνωστή μας από την ταινία «Djam του Τόνι Γκάτλιφ) θα προσθέσει και ερωτικά οράματα στη φαντασία της Μπενεντέτα, που θα οδηγήσουν σύντομα σε μια παθιασμένη ομοφυλοφιλική σχέση.

Τα γλαφυρά θρησκευτικά οράματα θα μετατρέψουν τη Μπενεντέτα, τουλάχιστο για τους απλούς ανθρώπους της περιοχής, σε Αγία, με τον υπεύθυνο της Εκκλησίας της περιοχής να τοποθετεί στη θέση της Ηγουμένης την Μπενεντέτα, αντίθετα με την Φελισιτά και την επίσης καλόγρια κόρη της, που εξακολουθούν να την υποψιάζονται. Ενώ, τόσο το ξέσπασμα της πανώλης, στην κοντινή Φλωρεντία, όσο και η καταγγελία για ομοφυλοφιλικές πράξεις προς στον Nuncio της Φλωρεντίας από την Φελισιτά, θα οδηγήσουν σε δίκη της «Αγίας» με απρόσμενα όμως αποτελέσματα.

O Φερχόφεν και το συνεργείο του πέτυχαν μια πειστική, εντυπωσιακή αναπαράσταση της εποχής, με ορισμένες σκηνές να θυμίζουν πίνακες της Αναγέννησης (η εξαιρετική φωτογραφία είναι της Ζαν Λαπουαρί), εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στον αγώνα μιας γυναίκας που χρησιμοποιεί το σεξ για την απόκτηση εξουσίας, με τις ερωτικές σκηνές ανάμεσα στις δυο γυναίκες να είναι όσο πιο τολμηρές επιτρέπει σήμερα μια νεοφιλελεύθερη οθόνη, με την πολιτική (την οποία ο Φερχόφεν αγγίζει πολύ επιφανειακά στις σκηνές με τον Nuncio στη Φλωρεντία) και την όποια κοινωνική κριτική να παραμερίζονται για χάρη των ερωτικών αυτών σκηνών, προσφέροντας μας τελικά μια χωρίς αναπτυγμένους χαρακτήρες ή κάποιο συγκεκριμένο στόχο, ταινία.

Αξίζει να αναφέρω πως το σενάριο, τουλάχιστο στην πρώτη του μορφή, όπως το έγραψε αρχικά ο Τζέραλντ Σέτεμαν (ο οποίος δεν αναφέρεται στους τίτλους της ταινίας), παραμερίστηκε από μια δεύτερη γραφή, από τον Ντέιβιντ Μπερκ, με τον Σέτεμαν να καταγγέλλει τον Φερχόφεν πως έδωσε έμφαση στο σεξουαλικό περιεχόμενο, παραμερίζοντας τα φεμινιστικά στοιχεία του σεναρίου, προτιμώντας τη «ψηλάφηση των γεννητικών οργάνων».

** ½ – Βαβέλ – από τη Σιωπή στην Έκρηξη

Ελλάδα, 2021. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-σενάριο Μελέτης Μίρας. Φωτογραφία: Κώστας Καπερνάρος, Χρήστος Τόλης, Εύη Τσάδαρη, Γιάννης Καπερνάρος. Μοντάζ και Colour Grading: Μιχάλης Καλλίγερης, Μουσική: Βασίλης Μαντζούκης / Cello: Νίκος Παπαϊωάννου / Mix: Χρήστος Παραπαγίδης. 73´

Την ιστορία του θρυλικού περιοδικού κόμικς, από την έναρξη του το 1981 ως το κλείσιμο του, 27 χρόνια αργότερα, ή το «σβήσιμό» του, όπως προτιμούν να το χαρακτηρίζουν οι δημιουργοί του, μέσα από τα αξέχαστα 246 τεύχη του και τα 14 πετυχημένα διεθνή φεστιβάλ του στην Τεχνόπολη της Αθήνας, παρουσιάζει στο πολύ ενδιαφέρον αυτό ντοκιμαντέρ του, ο Μελέτης Μίρας.

Είκοσι εφτά χρόνια όπου το μοναδικό αυτό περιοδικό (μαζί, για ένα διάστημα με το αντίστοιχο «9» της «Ελευθεροτυπίας», όπως σωστά αναφέρει ένας από τους συνεργάτες του), κατέδειξε και επέβαλε την ανάγκη ενός περιοδικού κόμικς όχι για μικρά παιδιά αλλά για ενήλικες, που όμως δεν έχασαν την παιδική τους αφέλεια, ενήλικες που αναγνώριζαν και εξακολουθούν να αναγνωρίζουν τη μοναδική αξία μιας άλλης, το ίδιο σημαντικής και συναρπαστικής, κουλτούρας.

Για την πορεία του περιοδικού, την εξαιρετική δουλειά του, τη μεταφορά στο ελληνικό κοινό των καλύτερων ευρωπαϊκών κόμικς του είδους (ιδιαίτερα των ιταλικών και των γαλλικών), μαζί και τη γνωριμία του με τους καλύτερους διεθνούς φήμης κομίστες, όπως ο Μανάρα, ο Τζιαρντίνο και άλλοι, που έφερναν στην Ελλάδα ένα καινούριο αέρα, και που παρακολουθούμε μέσα από φωτογραφικό και άλλο εντυπωσιακό υλικό (μαζί και υλικό από τα 14 φεστιβάλ του), μιλάει η ομάδα του περιοδικού αλλά και συνεργάτες και «φαν», ανάμεσα τους και οι: Νίκη Τζούδα (η εκδότρια), Σταύρος Κουλάς, Χρίστος Ξανθάκης, Αντώνης Νικολόπουλος, Έλενα Ναβροζίνου, Γιάννης Νένες, Άλεξ Καλοφιλιάς, Νίκος Ξυδάκης, Θοδωρής Κούτσης, Άγγελος Φραντζής, Παύλος Πετρίδης, κ.ά. Ένα περιοδικό που σίγουρα χρειαζόμαστε και σήμερα, στις λιγότερο ηρωικές μέρες μας…