ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Τζέιμς Μποντ: ο τελευταίος αποχαιρετισμός – και μικρές εκπλήξεις από Ισραήλ και Γερμανία
Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη
** No Time to Die
Βρετανία/ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Κάρι Τζόσι Φουκουνάγκα. Σενάριο: Νιλ Πέρβις, Ρόμπερτ Γουέιντ Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ και Kάρι Τζόσι Φουκουνάγκα. Ηθοποιοί: Ντάνιελ Κρεγκ, Ράμι Μάλεκ, Λεά Σεϊντού, Τζέφρι Ράιτ, Κρίστοφ Βάλτς, Ναόμι χάρις, Ρέιφ Φάινς, Λασάνα Λιντς. 163΄
Η επιστροφή του συνταξιοδοτημένου Τζέιμς Μποντ στη νέα και αποχαιρετιστήρια για τον ερμηνευτή του, Ντάνιελ Κρεγκ, περιπέτεια είναι και εντυπωσιακή (ωραία φυσικά ντεκόρ, έξοχα ειδικά εφέ) και γεμάτη, συνεχή, μεγάλης διάρκειας, δράση (είναι και η πιο μεγάλη σε διάρκεια ταινία μέχρι σήμερα του Μποντ, με τις 2 ώρες και 43 λεπτά της!). Το ενδιαφέρον της όμως, λυπάμαι να πω, σταματά εδώ.
Ας αρχίσουμε όμως από την αρχή. Ύστερα από μια εισαγωγή με ένα μικρό κοριτσάκι που παρακολουθεί τη δολοφονία της μητέρα της, με τον δολοφόνο να της χαρίζει τη ζωή όταν αυτή, προσπαθώντας να ξεφύγει πέφτει στα νερά μιας παγωμένης λίμνης, μεταφερόμαστε μερικά χρόνια μετά, όταν το ώριμo πια κορίτσι, η Μαντλέν Σουάν (Λεά Σεϊντού) έχει καταφέρει να παντρευτεί τον συνταξιοδοτημένο Τζέιμς Μποντ, ζώντας μαζί του μια (φαινομενικά) ειδυλλιακή ζωή στην Τζαμάικα. Βέβαια, μια και πρόκειται για ταινία του Μποντ, η φαινομενική ηρεμία δεν κρατάει και πολύ.
Μόλις ο Μποντ φτάνει σ΄ ένα νεκροταφείο για να αφήσει λουλούδια στο τάφο της παλιάς του φίλης Βέσπερ Λιντ, σ’ ένα τάφο με μια ξαφνική έκρηξη που τον πετάει μερικά μέτρα μακριά, αρχίζει η ατέλειωτη, με εντυπωσιακά εφέ, δράση για να του αποκαλύψει πως η προδοσία είναι πολύ πιο κοντά του από όσο θα το περίμενε και πως προς το παρόν, τουλάχιστο, δεν έφτασε η ώρα για να πεθάνει (No Time to Die, όπως λέει και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας).
Με κυνηγητά, με μοτοσυκλέτες, αυτοκίνητα και αεροπλάνα, βοηθώντας τον παλιό του φίλο Φέλιξ Λάιτερ (Τζέφρι Ράιτ) για να συλλάβει ένα Ρώσο επιστήμονα που συνεργάζεται με τον Λούτσιφερ Σάφιν (Ράμι Μάλεκ), τον εγκέφαλο ενός εγχειρήματος που, με βάση ένα βιο-όπλο με nanobots και χρησιμοποιώντας το DNA των ανθρώπων, σχεδιάζει μια παγκόσμιας κλίμακας εξόντωση, ο Μποντ επιστρέφει στην ενεργή δράση για να μετατραπεί ξαφνικά σε σούπερ ήρωα, που θα ζήλευαν και τα comics της Marvel, πηδώντας με τη μηχανή του πάνω από δρόμους και γεφύρια, ή με σχοινιά σε σκηνές που θυμίζουν ακόμη και ταινίες με τον Ταρζάν.
Κι αυτά, τη στιγμή που πιο πριν, και στα ενδιάμεσα από τη δράση «διαλείμματα», ο Μποντ μας παρουσιάζεται – και πολύ σωστά – σαν ένας γερασμένος, κουρασμένος, ρυτιδιασμένος δολοφόνος, που προτιμά να βρίσκεται κοντά στην αγαπημένη του, παρά να κυνηγά ξένους εκτελεστές και πράκτορες για ένα ειδικό σώμα πρακτόρων που ο σύγχρονος εχθρός δεν είναι πια κάτι το χειροπιαστό αλλά κάτι που πλανάται, όπως αναφέρει ο Εμ του Ρέι Φάινς, στον αέρα.
Με αναφορές σε παλιότερες περιπέτειες του Μποντ (από το Casino Royale μέχρι το Skyfall και το Spectre), με νέους κακούς αντιπάλους όπως ο Λούτσιφερ και ο Κύκλωπας, αλλά και παλιούς, όπως ο Μπλόφελντ (η σκηνή όταν ο Μποντ επισκέπτεται τον Μπλόφελντ στη φυλακή μου θύμισε αντίστοιχη σκηνή του Άντονι Χόπκινς στη «Σιωπή των αμνών»), χωρίς όμως μερικές από τις θαυμάσιες, συχνά με ποιητική διάθεση αλλά και χιούμορ, σκηνές του στις παλιότερες, και πολύ καλύτερες, ταινίες του.
Εδώ το χιούμορ είναι πολύ περιορισμένο, με τον Κρεγκ, να συνεχίζει τον κάπως πολύπλοκο και σκοτεινό, σε αντίθεση με τις ερμηνείες προηγούμενων ηθοποιών, χαρακτήρα του, που το σενάριο δυστυχώς δεν αφήνει χώρο να το αναπτύξει όπως πρέπει, δημιουργώντας απίθανους, βασισμένους βασικά στα ειδικά εφέ, ηρωισμούς, για να φτιάξουν ένα παραγεμισμένο μπλοκ-μπάστερ, προτείνοντας μάλιστα και μια αντικαταστάτρια του απερχόμενου Κρεγκ, τη θηλυκή 007 (Λασάνα Λιντς), που, με τις περιορισμένες δυστυχώς σκηνές της, δεν έδειξε να κατέχει κανένα ξεχωριστό χάρισμα.
Ευπρόσδεκτη είναι τουλάχιστο η επιστροφή των τακτικών συνεργατών του ήρωα: από τον Εμ (Φάινς) και τον Κιου (Μπεν Γουίσο) μέχρι την Μάνιπένι (Ναόμι Χάρις), καθώς και η μουσική του Χάντς Τσίμερ, ιδιαίτερα το τραγούδι των αρχικών τίτλων της Μπίλι Έλις, «No Time To Die». Η τελευταία αυτή περιπέτεια του Ντάνιελ Κρεγκ, στο ρόλο του Μποντ σίγουρα θα διασκεδάσει, ίσως και να συγκινήσει με το απρόοπτο φινάλε της, τους φαν, δεν προσφέρει όμως τη μαγεία και την αληθινή απόλαυση παλιότερων ταινιών του καλύτερου, μετά τον Σον Κόνερι, ερμηνευτή του φλεγματικού ήρωα του Ίαν Φλέμινγκ.
*** Εγκλωβισμένος
Love Trilogy: Chained. Ισραήλ, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γιάρον Σάνι. Ηθοποιοί: Σταβ Άλμαγκορ, Έραν Ναϊμ, Σταβ Πατάι. 112΄
Σε οικογενειακό δράμα, με φόντο την αστυνομία, στρέφεται στη νέα του αυτή ταινία, που το πρώτο μέρος της, Stripped, είχε προβληθεί πέρσι στους Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας, ο Ισραηλινός σκηνοθέτης Γιάρον Σάρι, βραβευμένος το 2009 με Ειδική μνεία στα βραβεία της Χρυσής Κάμερα των Κανών για την ταινία του «Ajami».
Η ταινία αρχίζει σαν αστυνομικό θρίλερ, με τον πρωταγωνιστή, τον αστυνομικό Ράσι (Έραν Ναϊμ) να μπλέκεται σε διάφορα κυνηγητά παιδόφιλων και τινέιτζερ παιδιών, ύποπτων για χρήση ναρκωτικών. Προβλήματα και καταστάσεις που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του Ράσι, όπως θα ανακαλύψουμε όταν αμέσως μετά ο φακός του Γιάρον Σάνι στρέφεται στο κύριο θέμα του: τις σχέσεις του Ράσι με τη γυναίκα του, Άβιγκεϊλ (Σταβ Άλμαγκορ), και την 13χρονη κόρη της Άβιγκεϊλ, Γιασμίν (Σταβ Πατάι), ένα κάπως ανεξέλεγκτο κορίτσι που θέλει να γυρίσει προκλητικές φωτογραφίες μοντέλου και περνάει τα βράδια της στο πάρκο πίνοντας και διασκεδάζοντας με συμμαθητές και συμμαθήτριές της.
Ο Σάνι καταφέρνει, με μια λιτή αλλά πάντα σίγουρη σκηνο9θεσία, με τρόπο πάντα ρεαλιστικό, σχεδόν θα έλεγα ντοκιμαντεριστικό, με την κάμερα έτοιμη να κινείται, να ψάχνει και να καταγράφει και τις παραμικρές λεπτομέρειες στα πρόσωπα των βασικών πρωταγωνιστών του, ιδιαίτερα σ’ εκείνο του Ράσι, τονίζοντας την απελπιστική μοναξιά και την έλλειψη αληθινής επικοινωνίας αλλά και την υπερβολική περηφάνια του που τον εμποδίζει να δει τις πιθανές τραγικές επιπτώσεις της, χαρακτήρας με τον οποίο ο θεατής συμπάσχει και ο οποίος, κάποια στιγμή, εξαιτίας μιας αυστηρής αντιμετώπισης των ύποπτων για ναρκωτικά νεαρών, κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε μια επικίνδυνα δύσκολη, εξευτελιστική κατάσταση, με τον ερασιτέχνη ηθοποιό του, Έραν Ναϊμ, να ερμηνεύει με δύναμη το ρόλο και με την Σταβ Άλμαγκορ στο ρόλο της παραμερισμένης γυναίκας του, να πείθει με τη συγκρατημένη, ελεγχόμενη σε κάθε λεπτομέρεια, ερμηνεία της.
*** Η ακρόαση
The Audition. Γερμανία/Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία: Ίνα Βάισε. Σενάριο: Δάφνη Χαριζάνη, Ίνα Βάισε. Ηθοποιοί: Νίνα Χος. Σόφι Ρόις, Θόρστεν Μέρτεν. 99΄
Από το φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν μας έρχεται αυτή η ιστορία μιας τελειομανούς δασκάλας βιολιού που προσπαθεί να βοηθήσει ένα νεαρό, αμφιταλαντευόμενο για τον εαυτό του και την κλίση του, να τελειοποιήσει τις σπουδές του και να αποδείξει το ταλέντο του στο βιολί.
Παρά τις συμβουλές των συναδέλφων της, η Άννα Μπρόνσκι (Νίνα Χος), δασκάλα με τραυματικό παρελθόν, πιστεύει πως ο νεαρός Αλεξάντερ (Ίλια Μόντι) έχει τις δυνατότητες για να γίνει ένας πολύ καλός βιολονίστας. Παραμερίζοντας τον άντρα της και το 10χρονο γιο της, η Άννα αφοσιώνεται στη διδασκαλία του Αλεξάντερ, για να μετατραπεί ορισμένες φορές σε υπερβολικά απαιτητική και καταπιεστική δασκάλα, με μια εμμονή που έμμεσα παραπέμπει στη δική της τραυματική στο χώρο της μουσικής, εμπειρία.
Με την αφοσίωσή της αυτή να απομακρύνει τον δικό της γιο, που αρχίζει να ζηλεύει, σχεδόν να μισεί, τον Αλεξάντερ. Στοιχεία που η Νίνα Χος χρησιμοποιεί για να φτιάξει μια με πάθος, εσωτερικότητα και δύναμη, ερμηνεία, παρά τις όποιες σεναριακά αδυναμίες της ταινίας, που σκηνοθέτησε με επιμονή στη λεπτομέρεια αλλά και τη δημιουργία της σωστής, χαμηλών τόνων, ατμόσφαιρας, μαζί και ωραίες, πειστικές ερμηνείες, η Ίνα Βάισε, η οποία έγραψε και το σενάριο, μαζί με την Ελληνογερμανίδα Δάφνη Χαριζάνη.
** Δεν ακούμε τα τραγούδια
Ελλάδα, 2021. Σκηνοθεσία: Τάκης Παπαναστασίου. Σενάριο: Πάνος Παπαδόπουλος, Τάκης Παπαναστασίου. Ηθοποιοί: Πάνος Παπαδόπουλος, Νάνσυ Σιδέρη, Μιχαήλ Ταμπακάκης.
Δράμα (θρίλερ;) δωματίου, που συνδυάζει το στιλιζάρισμα με το νατουραλισμό, είναι η πρώτη αυτή ταινία του Τάκη Παπαναστασίου, γύρω από τρία πρόσωπα, ένα νεαρό ζευγάρι και το «συνοδό» που προσλαμβάνουν, που συναντιούνται στο διαμέρισμα του ζευγαριού και που αρχίζουν ένα παράξενο ερωτικό/κωμικό παιχνίδι, με μεταμφιέσεις, τρικ, απρόοπτες αλλαγές, θεατρικούς στιλιζαρισμένους, «πιντερικούς» διαλόγους.´Ολα σ’ ένα χώρο με το μαυρόασπρο φιλμ να τονίζει ακόμη περισσότερο το γκροτέσκο και το αλλόκοτο, και μια ατμόσφαιρα που μου θύμισε κάπως τα «Παράξενα παιχνίδια» του Μίκαελ Χάνεκε.
Ο σκηνοθέτης Τάκης Παπαναστασόπουλος, και ο συν-σεναριογράφος του, Πάνος Παπαδόπουλος, ανακατεύουν τα προσωπικά αδιέξοδα των προσώπων τους, με την έλλειψη αληθινής ανθρώπινης επαφής, μαζί με μια εσωστρέφεια που συχνά ενοχλεί, σε μια ταινία που, πρέπει να παραδεχτώ, δεν σε αφήνει αδιάφορο, με σκηνές συχνά εξαιρετικές, όπως εκείνη με τη γυναίκα να αυνανίζεται ενώ αφηγείται μια συγκεκριμένη σκηνή με την Μάρλεν Ντίτριχ και τον Εμίλ Γιάνινγκς στον «Γαλάζιο Άγγελο», ή τη σκηνή με το εξαιρετικό. τραγούδι, που δίνει μια υπερεαλιστική νότα στην όλη ατμόσφαιρα της ταινίας.