ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ 

Σύγκρουση τέχνης και πραγματικότητας στο σπίτι που έχτισε ο Τρίερ 

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη 

**** 1/2 – Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ

The House That Jack Built. Δανία/Γαλλία/Γερμανία/Σουηδία, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λαρς φον Τρίερ. Ηθοποιοί: Ματ Ντίλον, Μπρούνο Γκανζ, Ούμα Θέρμαν, Σόφι Γκράμπολ, Σιόμπαν φάλον Χόγκαν. 155΄

Σε μια άλλη μορφή του Αντίχριστου επιστρέφει ο Δανός σκηνοθέτης Λαρς φον Τρίερ στην ταινία του «Το σπίτι που έκτισε ο Τζακ», με το φεστιβάλ των Κανών, που πριν από μερικά χρόνια τον είχε χαρακτηρίσει «ανεπιθύμητο» (persona non grata), να δέχεται να συμπεριλάβει την ταινία, εκτός συναγωνισμού, στο φετινό πρόγραμμά του. Πρόκειται για την ιστορία του Τζακ (με τον Ματ Ντίλον να δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία), ένα κατά συρροήν δολοφόνο, που τον βλέπουμε να αφηγείται έξι επεισόδια/φόνους από την αιματοβαμμένη «καριέρα» του ως σίριαλ κίλερ.

Παράλληλα με τον τίτλο της ταινίας, που αναφέρεται στο γνωστό αγγλικό παιδικό τραγούδι που ξεκινάει από μια γάτα που σκότωσε ένα ποντίκι κι ύστερα ένα σκύλο που σκότωσε τη γάτα και πάει λέγοντας…  (με τον κάθε στίχο να τελειώνει με τη φράση «αυτό είναι το σπίτι που έκτισε ο Τζακ»), ο δολοφόνος του Τρίερ γίνεται δολοφόνος αρχικά τυχαία, εξαιτίας μιας επίμονης, εκνευριστικής γυναίκας, που όταν το αυτοκίνητο που οδηγεί της χαλάει στο δρόμο του ζητάει να τη μεταφέρει με το δικό του στο πιο κοντινό γκαράζ.

Ο Τζακ αφηγείται τους έξι, από τους 60 περίπου φόνους του, σε έξι κεφάλαια της ταινίας, σ’ ένα αρχικά αόρατο, μυστηριώδες πρόσωπο (ψυχολόγου; Μεφιστοφελή; Θεού; ή απλά η συνείδησή του Τζακ;) με τη φωνή του ηθοποιού Μπρούνο Γκανζ (ο οποίος εμφανίζεται μόνο πιο το τέλος της ταινίας), ενώ, οι διάφοροι φόνοι, βασικά γυναικών, παρουσιάζονται ολοένα και πιο άγριοι, σε μια ατμόσφαιρα που σταδιακά γίνεται και πιο εφιαλτική, με τον Τζακ, παράλληλα, να συζητά για την τέχνη (ο ίδιος είναι μηχανικός αν και ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας) και το σπίτι που άρχισε να χτίζει και που κάθε φορά, ανικανοποίητος από τα υλικά, τον βλέπουμε να το διαλύει.

Για να φτάσουμε στο τελευταίο επεισόδιο, «επίλογο-κατάδυση», όπως το αποκαλεί ο Τρίερ, όπου ο Γκανζ εμφανίζεται με το όνομα Βερτζ (δηλαδή Βέρτζιλ, με άλλα λόγια Βιργίλιος), και συγγραφέας της «Αινειάδας», που οδηγεί τον Τζακ μέσα από υπονόμους και σπηλιές, απ’ όπου κυλάει καυτή λάβα, σκηνές που μοιάζουν να βγήκαν από την Αποκάλυψη, με εικόνες γενικά που φέρνουν στο νου την κόλαση ζωγραφισμένη από τον Ιερώνυμο Μπος.

 

Πίσω από την ιστορία του Τζακ, ο Τρίερ θέλησε να κάνει ένα σχόλιο πάνω στο βασανιστικό κόσμο του καλλιτέχνη (μαζί και του ίδιου ως σκηνοθέτη), τις φριχτές συχνά μορφές που αναπαράγει με τη φαντασία του για να φτάσει στην αναζητούμενη κάθαρση (εξ ου και η «κατάβαση» στο φινάλε). Ταυτόχρονα, φτιάχνει και μια δυνατή, συγκλονιστική αλληγορία πάνω στο σύγχρονο άνθρωπο μιας κατακερματισμένης κοινωνίας που κτίζει το σπίτι του όχι πάνω στην αγάπη και την κατανόηση, αλλά στο μίσος, τη μισαλλοδοξία και το φόνο.

*** ½ – Οι άντρες δεν κλαίνε

Men Don’t Cry. Βοσνία-Χερζεγκοβίνα, Σλοβενία/Γερμανία/Κροατία, 2017. Σκηνοθεσία: Άλεν Ντριλίεβιτς. Σενάριο: Άλεν Ντριλίεβτις, Ζόραν Σολομούν. Ηθοποιοί: Μπόρις Ισάκοβιτς, Λέον Λούσεβ, Εμίρ Χατζιχαβιζμπέκοβιτς, Σεμπάστιαν Καβάτσα. 96 λεπτά.

Στη βραβευμένη στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι (Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής και Label Europa) ταινία «Οι άντρες δεν κλαίνε» του πρωτοεμφανιζόμενου Βόσνιου σκηνοθέτη Άλεν Ντρίλιεβιτς, είκοσι χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, μια ομάδα βετεράνων του πολέμου από τις διάφορες χώρες (Σερβία, Βοσνία/Χερσεγκοβίνα, Κόσοβο, Κροατία, Μοντενέγκρο, ΦΥΡΟΜ, Σλοβενία) μαζεύονται σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο στο βουνό, έχοντας δεχτεί να πάρουν μέρος σε ενός είδους ψυχοθεραπείας, που ανέλαβε μια Ομάδα Ειρήνης, και που θα τους οδηγήσει να αντιμετωπίσουν τα τραύματά τους, να παραμερίσουν τα μίση τους και, αφού τους συγχωρέσουν, να συμφιλιωθούν με τους πρώην εχθρούς τους.

Η θεραπεία αποδεικνύεται δύσκολη, συχνά ανυπόφορη για ορισμένους που εξακολουθούν να αισθάνονται το ίδιο μίσος για τον άλλο. Σταδιακά, όμως, μέσα από μια σειρά καίρια ερωτήματα (για την πίστη στην πατρίδα, τις βιαιότητες από όλες τις πλευρές, και άλλα) που τους θέτει ο υπεύθυνος της θεραπείας, αλλά και τα συγκεκριμένα προσωπικά βιώματά τους από τον πόλεμο, που τους ζητά να αναπαραστήσουν (συχνά με πίεση, με τη βία και την ωμότητα του παρελθόντος να εξακολουθεί να βγαίνει στην επιφάνεια), ο πόνος και η έχθρα αρχίζουν να υποχωρούν.

Στις πολύ καλές σκηνές αναφέρω εκείνη όπου ένας από αυτούς αγοράζει αυτοσχέδιο κονιάκ με το οποίο σταδιακά μεθάνε όλοι και ξεσπάνε σε ένα κλασικό τραγούδι της πρώην Γιουγκοσλαβίας, κάνοντας γυαλιά-καρφιά το εστιατόριο και ξεπερνώντας για λίγο τις διαφορές τους, καθώς κι εκείνη, λίγο πριν το φινάλε, με τον ανάπηρο βετεράνο που φεύγει για να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του και που, στη συνέχεια, ένας-ένας οι υπόλοιποι αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν. Μια δυνατή, με ωραίο, σφιχτοδεμένο, σενάριο ταινία, με τον Ντριλίεβιτς να εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο τους κλειστούς, περιορισμένους χώρους και να αποσπά  εξαιρετικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς (όλοι γνωστοί στο χώρο τους, πρέπει να πω που ο σκηνοθέτης επέλεξε από τα διάφορα μέρη της πρώην Γιουγκοσλαβίας).

 

*** Με διαβατήριο τη γοητεία 

The Charmer. Δανία/Σουηδία, 2017. Σκηνοθεσία: Μίλαντ Αλάμι. Σενάριο: Ίνγκεμποργκ Τόπσοε, Μίλαντ Αλάμι. Ηθοποιοί: Αρνταλάν Ισμαϊλι, Σόχο Ρεζανεγιάντ, Λαρς Μπρίγκμαν. 100´

Τον αγωνιώδη αγώνα του ενός περιθωριοποιημένου Ιρανού να ενταχθεί στην κοινωνία της Δανίας, όπου βρίσκεται τα τελευταία δυο χρόνια, παρουσιάζει στο κοινωνικό δραματικό, βραβευμένο σε διάφορα φεστιβάλ, θρίλερ του, ο ιρανικής καταγωγής, μεγαλωμένος στη Σουηδία, γνωστός από τις μικρού μήκους ταινίες του (το «Void» είχε προβληθεί στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, στις Κάνες), σκηνοθέτης Μίλαντ Αλάμι. Για να το πετύχει, και να γλιτώσει από απέλαση, ο Ιρανός Ισμαήλ του, εργάτης στη διάρκεια της ημέρας σε εταιρία μεταφορών, χρησιμοποιεί τα βράδια την ωραία του εμφάνιση και τη γοητεία του, για να βρει διάφορες γυναίκες, ελπίζοντας να πείσει κάποια να τον παντρευτεί για να μπορέσει να πραγματοποιήσει το όνειρο κάθε μετανάστη που φτάνει στην Ευρώπη σε αναζητηση καλύτερης ζωής. 

Τα πράγματα όμως θα πάρουν διαφορετική μορφή όταν ο Ισμαήλ συναντά τη Σάρα (πολύ καλή στο ρόλο η γνωστή τραγουδίστρια Σόχο Ρεζανεγιάντ) κόρη Ιρανών μεταναστών, η οποία όμως αντιλαμβάνεται, πολύ γρήγορα, το σχέδιό του και αρχίζει να τον πειράζει. Όταν όμως ο Ισμαήλ την ερωτεύεται, τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο εξαιτίας ενός μυστικού που μέχρι τότε έκρυβε ο Ισμαήλ. 

Με μια κάμερα που ακολουθεί τα πρόσωπα από κοντά, ιδιαίτερα εκείνο του Ισμαήλ (και που ο Αρνταλάν Ισμαΐλι ζωντανεύει με ξεχωριστή δύναμη), για να καταγράψει τα αισθήματα και τις εκφράσεις τους (η εξαιρετική φωτογραφία είναι της Σοφίας Όλσον), κάνοντάς μας συμμέτοχους με τις αγωνίες και τους πόθους τους, χωρίς να αποφεύγει την καταγραφή του κοινωνικού χώρου και του ρόλου που παίζει στη ζωή και την πορεία των προσώπων του, με ωραίο ρυθμό και εξαιρετικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς του, ο Μίλαντ Αλάμι, στην πρώτη του αυτή μεγάλου μήκους ταινία, έφτιαξε ένα έργο που τονίζει, για μια ακόμα φορά, και με τον καλύτερο τρόπο, τα βασανιστικά προβλήματα,  αλλά και την ανθρώπινη πλευρά, των μεταναστών που φτάνουν σε μια, όπως πιστεύουν, Ευρώπη χωρίς σύνορα, για να ανακαλύψουν άλλες πικρές, συχνά απάνθρωπες,  αλήθειες. 

 

 

*** Η μεγάλη νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις 

La larga noche de Francisco Sanctis. Αργεντινή, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Φρανσίσκο Σάντσεζ, Αντρέα Τέστα. Ηθοποιοί: Ντιέγκο Βελάσκεθ, Λάουρα Παρέδες, Βαλέρια Λόις. 78´

Στην Αργεντινή του 1977, περίοδο μιας αμείλικτης δικτατορίας, ένας μεσήλικας άντρας ψάχνει απελπισμένα να βρει τη διεύθυνση δυο προσώπων για να τους προειδοποιήσει να διαφύγουν πριν το καθεστώς που τους διώκει τους «εξαφανίσει». Ενα είδος κατάδυσης στο σκοτάδι, αλλά και αφύπνισης μπροστά στην ωμότητα μιας αδίστακτης δικτατορίας, φτιάχνουν με την πρώτη τους αυτή ταινία οι σκηνοθέτες Φρανσίσκο Σάντσεζ και Αντρέα Τέστα. Ο πρωταγωνιστής, ένας συνηθισμένος, βαρυεστημενος από μια ανιαρή δουλειά, μεσήλικας οικογενειάρχης μικροαστός, αντιμετωπίζει ξαφνικά μια παλιά φιλενάδα του, από τα νεανικά, πιο τολμηρά του χρόνια, που του ζητά να προειδοποιήσει, μέσα στη νύχτα, δυο άτομα που η αστυνομία σχεδιάει το επόμενο πρωί να «εξαφανίσει». 

Η ταινία, που διαρκεί μόλις 78 λεπτά, καταγράφει, με βάση το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Κωνσταντίνι, το νυχτερινό ταξίδι του Φρανσίσκο, που περιφέρεται στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης (με ένα εξαιρετικό κομμάτι στην αρχή, σε ένα ατέλειωτο τράβελινγκ, μέσα στο αυτοκίνητο της φίλης του που σταδιακά του εξηγεί τον αληθινό λόγο της συνάντησής τους), αναποφάσιστος αρχικά για την αποστολή του, ενώ στη συνέχεια προσπαθεί να μεταθέσει σε άλλον την επικίνδυνη αυτή αποστολή, για να καταλήξει σε ένα από τα πιο ωραία φινάλε, που έχω δει πρόσφατα.  

Ένα νυχτερινό ταξίδι, μέσα από μισκοσκότεινους δρόμους, όπου σε καθε γωνιά φαίνεται να καραδοκεί ο κίνδυνος, που οι δυο σκηνοθέτες μετατρέπουν σε ένα είδος ατέλειωτου, που θυμίζει το γερμανικό εξπρεσιονισμό, εφιάλτη: ταξίδι εξωτερικό, από τη μια, σε μια Αργεντινή βουτηγμένη στο φόβο και τον τρόμο που είχε εξαπολύσει η πιο σκληρή στρατιωτική χούντα που το 1975 ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, ταξίδι εσωτερικό, από την άλλη, ενός απολιτικού, φοβισμένου αρχικά ατόμου που σταδιακά συνειδητοποιεί την όλη κατάσταση και αποφασίζει να κάνει το πρώτο ενεργό βήμα. Μια τελικά δυνατή πολιτική  ταινία, που χωρίς να δείχνει βασανιστήρια και άγριες δολοφονίες, καταφέρνει να μεταδώσει, με την ίδια δύναμη, τη φρικιαστική, συγκλονιστική, απάνθρωπη εικόνα των δικτατορικών καθεστώτων. 

** 1/2 – Ευρώπη, το όνειρο 

Ελλάδα, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αννέτα Παπαθανασίου, Άγγελος Κοβότσος. Φωτογραφία: Δημήτρης Κορδελάς. Μοντάζ: Χρόνης Θεοχάρης. 80´

Σαν ένα είδος συμπλήρωμα στην ταινία «Με διαβατήριο τη γοητεία» έρχεται το ντοκιμαντέρ αυτό των να μας δώσει μια εικόνα των ανθρώπων εκείνων, μεταναστών και Ελλήνων, που πίστεψαν και αγωνίστηκαν για μια θέση στην Ευρώπη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

 

Τις σκέψεις και τα όνειρα τριών ανθρώπων, ενός Έλληνα, ενός Σύρου και ενός Αφγανού, που προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους σε μια Ενωμένη Ευρώπη, αλλά και την επαφή και τις απογοήτευσεις τους με τη σκληρή πραγματικότητα, καταγράφουν στην ταινία τους αυτή οι δυο σκηνοθέτες. 

Η ταινία, μέσα από συνεντεύξεις και αποκαλυπτικό, σπαραχτικό συχνά, υλικό, καταγράφει με τον πιο άμεσο τροπο, τα προβλήματα και τα όνειρα τριών βασικών προσώπων: τα όνειρα ενός 16χρονου νέου από την Πάτρα που σκοντάφτουν στα οικονομικά προβλήματα της οικογένειάς του, εκείνα ενός 16χρονου Σύρου που ζει σε άθλιες συνθήκες σε ένα ξενώνα για άστεγους ανήλικους, και εκείνα ενός 17χρονου Αφγανού, που κρύβεται σε ένα το ίδιο άθλιο, εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, προσπαθώντας καθημερινά να περάσει το λιμάνι για να κρυφτεί σε κάποιο πλοίο που θα τον μεταφέρει στην ποθητή «γη της επαγγελίας», είτε αυτή λέγεται Βιέννη είτε Στοκχόλμη.

Η όλη αντιμετώπιση, η ειλικρίνεια, το καλό μοντάζ, η ωραία φωτογραφία  και ο σωστά ελεγχόμενος ρυθμός, συμβάλλουν στη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ που του αξίζει μια όσο το δυνατό πλατύτερη προβολή.