Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Σε μια σχετικά αδιάφορη βδομάδα, κυριαρχούν τρεις θαυμάσιες ταινίες: «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Δον Κιχώτη», η προσωπική ματιά πάνω στον ρομαντικό ήρωα του Θερβάντες από τον Τέρι Γκίλιαμ, και δυο αριστουργηματικές επαναλήψεις: «2001: η Οδύσσεια του διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και «Μακμπέθ» του Όρσον Γουέλς.

***** 2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος

2001: A Space Odyssey. ΗΠΑ, 1968. Σκηνοθεσία: Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Σενάριο: Άρθουρ Κλαρκ, Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ηθοποιοί: Κιρ Ντουλία, Γκάρι Λόκγουντ, Γουίλιαμ Σιλβέστερ, Ντάνιελ Ρίχτερ. 149΄

Μπορεί να πέρασαν 50 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση της κλασικής πια σήμερα ταινίας επιστημονικής φαντασίας, και όχι μόνο, του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, μπορεί, ακόμη τα ειδικά εφέ να έχουν σήμερα γίνει καλύτερα (αν και η NASA, απ’ ότι λέγεται, έχει εμπνευστεί από πολλές ιδέες από την ταινία), το έργο όμως του μεγάλου αυτού σκηνοθέτη δεν έχει χάσει τίποτα από τη φρεσκάδα, τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά του.

Από τις πρώτες σκηνές, με το διαστημόπλοιο να κινείται στο διάστημα, με τους αστροναύτες να κινούνται αργά μέσα στο χωρίς βαρύτητα χώρο του, με υπόκρουση τη μουσική του Γιόχαν Στράους ως τις τελευταίες, με τα ειδικά εφέ (που θα εμπνεύσουν στη συνέχεια τόσα και τόσα video clips), η ταινία παραμένει ένα απολαυστικό, αξέχαστο γαλαξιακό ταξίδι, που, ταυτόχρονα, βάζει το θεατή σε σκέψη και προβληματισμό, πάνω στο μέλλον της ανθρωπότητας αλλά και την αποξένωση του ατόμου σ’ αυτήν, από τη στιγμή της εμφάνισης του μυστηριώδη μονόλιθου, πριν ακόμη ο άνθρωπος πάρει τη σημερινή μορφή του.

Η ταινία δεν παρουσιάζει απλά τη μαγεία αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στο διάστημα αλλά και εκείνα που μπορεί να δημιουργήσει μια «έξυπνη» μηχανή, όπως ο υπολογιστής «Χαλ», μαγεία και προβλήματα που από τότε, τα πραγματικά διαστημικά ταξίδια αντιμετωπίζουν καθημερινά, χωρίς πια να προκαλούν την περιέργεια ή το θαυμασμό μας. Αυτή όμως η «Οδύσσεια του διαστήματος» εξακολουθεί, χάρη στη μαγεία του ίδιου του κινηματογράφου, τα ωραία ειδικά εφέ του, την έξοχη φωτογραφία του μοναδικού Τζέφρεϊ Άνσγουερθ, το έξοχο σενάριο του Άρθουρ Κλαρκ, και, πάνω απ’ όλα, την έμπνευση του Κιούμπρικ, εξακολουθεί να μας προσφέρει ένα μοναδικό, συναρπαστικό ταξίδι στο σύμπαν, στο σύμπαν όχι μόνο όπως το γνωρίζουμε αλλά και στο προσωπικό σύμπαν του μεγάλου αυτού σκηνοθέτη.

Θα είδα την ταινία μέχρι σήμερα περισσότερες από έξι φορές και κάθε φορά μου προκαλεί τον ίδιο θαυμασμό και δέος. Η τελευταία φορά που την είδα ήταν στο φετινό φεστιβάλ των Κανών, όπου με αφορμή τα 50 χρόνια από την πρώτη προβολή της, ο σκηνοθέτης Κρίστοφερ Νόλαν και η κόρη του Κιούμπρικ Καταρίνα, μας πρόβαλαν μια όμορφη κόπια της ταινίας σε φιλμ των 70 mm, όπως όταν πρωτοπροβλήθηκε το 1968 – δυστυχώς σήμερα οι αίθουσες δεν έχουν τα κατάλληλα μηχανήματα για μια τέτοια προβολή. Η ακόμη καλύτερη προβολή ήταν εκείνη του Cinerama, που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τότε σε κεντρική αίθουσα του Λονδίνου, όπου, παρακολουθώντας την ταινία, στην τεράστια σχεδόν ημικυκλική οθόνη, αισθανόσουν πως ταξίδευες μαζί με τους δυο αστροναύτες (που ερμήνευαν οι Κιρ Ντουλία και Γκάρι Λόκγουντ) και μοιραζόσουν μαζί τους τις φανταστικές τους περιπέτειες. Ακόμη όμως και χωρίς το Cinerama και το φιλμ των 70 mm, η ταινία παρακολουθείται (και βλέπεται και ξαναβλέπεται) με την ίδια πάντα απόλαυση.

**** Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Δον Κιχώτη

The Man Who Killed Don Quixote. Βρετανία/Ισπανία/Βέλγιο/Γαλλία/Πορτογαλία, 2018. Σκηνοθεσία: Τέρι Γκίλιαμ. Σενάριο: Τέρι Γκίλιαμ, Τόνι Γκριζόνι. Ηθοποιοί: Άνταμ Ντράιβερ, Τζόναθαν Πράις, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Όλγα Κουριλένκο, Σέρτζι Λόπεζ. 132΄

Παρά τα 28 χρόνια που χρειάστηκε για να τελειώσει την ταινία του για τον Δον Κιχώτη, όπως ανάφερε στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τη δημοσιογραφική προβολή της στις Κάνες (με διάφορα προβλήματα τεχνικά, οικονομικά, καθώς την αρρώστια του τότε Γάλλου πρωταγωνιστή του, Ζαν Ροσφόρ, ο οποίος στη συνέχεια αποσύρθηκε), ο Τέρι Γκίλιαμ δεν το έβαλε κάτω, αλλά συνέχισε με επιμονή για να φτιάξει τελικά την ανορθόδοξη, ασυμβίβαστη, συναρπαστική στο κάθε λεπτό της, ταινία που ίσως αγανακτήσει μερικούς αλλά άλλους θα ενθουσιάσει.

Από τον σκηνοθέτη, βέβαια, και μέλος της ομάδας των Μόντι Πάιθον δεν μπορούσες παρά να περιμένεις μια ταινία όπου κυριαρχούν το παράλογο και το σουρεαλιστικό. Ο Δον Κιχώτης του μπορεί να ξεκινά με τον ρομαντικό ήρωα του Θερβάντες να κηρύσσει την πίστη του στον ιπποτισμό, στα πλάνα όμως που ακολουθούν, ο Γκίλιαμ διαλύει κάθε σχέση με την κινηματογραφική παράδοση («οι ταινίες μου είναι εντελώς ρεαλιστικές», ανάφερε χιουμοριστικά ο ίδιος στη συνέντευξη Τύπου, «δεν έχουν σχέση με τις ταινίες, αυτές που βλέπουμε στον κινηματογράφο») για να μας δώσει την « τρελή», ανατρεπτική εικόνα που μας συνήθισε σε ταινίες όπως το «Μπραζίλ», «Οι δώδεκα πίθηκοι», «Οι Μόντι Πάιθον και το νόημα της ζωής»).

Ο Δον Κιχώτης του, όπως τον ερμηνεύει ο ηθοποιός του, Τζόναθαν Πράις (και βασικό μέλος των Μόντι Πάιθον) είναι ένας απλός άνθρωπος που κάποτε έπαιξε σε μια σπουδαστική, ερασιτεχνική ταινία του καθιερωμένου πια σκηνοθέτη (Άνταμ Ντράιβερ), που φτάνει στην Ισπανία για να γυρίσει μια πλούσια παραγωγή του Δον Κιχώτη, και του οποίου, όπως θα ανακαλύψει ο σκηνοθέτης, η ζωή έχει ανατραπεί γιατί έχει από τότε πιστέψει πως είναι ο πραγματικός Δον Κιχώτης. Όπως έχει ανατραπεί και η ζωή της νεαρής κόρης του ταβερνιάρη του χωριού, η οποία είχε στην παλιά ταινία ερμηνεύσει τη Δουλσινέα, και η οποία έχει καταντήσει πόρνη στη Μαδρίτη, όπου κατέληξε, αναζητώντας την πραγματοποίηση του ονείρου που της υποσχέθηκε η σχεδιαζόμενη ταινία.

Καταλαβαίνει κανείς πως θέμα του Γκίλιαμ είναι η επίδραση της τέχνης στη ζωή (μαζί και η ανατροπή που φέρνει), μόνο που από τον Γκίλιαμ ξέρεις πως αυτό που θα ακολουθήσει έχει την τρέλα, την έκπληξη και την ομορφιά που συναντάμε στις καλύτερες ταινίες του.
Ο Δον Κιχώτης του δεν αντιμετωπίζει μόνο τους ανεμόμυλους αλλά και διάφορα πρόσωπα που συναντά στο δρόμο του, διακωμωδεί τον πρόεδρο Τραμπ και την πολιτική του και όλους όσους θεωρεί εκπροσώπους του κακού, πιστεύει πως ο σκηνοθέτης είναι ο Σάντσο και τον αναγκάζει να τον ακολουθεί, καβάλα πάνω σε γαϊδούρι, για να συμμετάσχει μαζί του στις συγκρούσεις του με φανταστικούς ιππότες.
Ο Γκίλιαμ ακολουθεί τον ιππότη του (κατά κάποιο τρόπο το alter ego του, που αντιμετωπίζει τους δικούς του «ανεμόμυλους), χωρίς καμιά γραμμική αφήγηση, και, παρόλο που κάπου-κάπου μπερδεύει την ιστορία, η απεριόριστη φαντασία του δεν σταματά πουθενά (στρέφεται ακόμη και στον κωμικό της δεκαετίας του ’30 Έντι Κάντορ και το πασίγνωστο τραγούδι του «If You Knew Susie») για να μας ψυχαγωγήσει με τα τόσο απολαυστικά και πάντα ευπρόσδεκτα «μοντιπαϊθονικά» γκαγκ του.

**** Μακμπέθ

Macbeth. ΗΠΑ, 1948. Σκηνοθεσία: Όρσον Γουέλς. Ηθοποιοί: Όρσον Γουέλς, Ζανέτ Νόλαν, Μάικλ ΜακΛίαμορ, Νταν Ο’Χέρλιχι, Ρόντι ΜακΝτάουαλ, Έντγκαρ Μπάριερ. 92΄

Οι περισσότεροι διασκευαστές της σεξπιρικής αυτής τραγωδίας ακολουθούν την πεπατημένη, μια δηλαδή πιστή μεταφορά του σεξπιρικού έργου, εστιάζοντας το βάρος στις καλές ερμηνείες, που τυλίγουν σε μια όσο το δυνατό πιο κινηματογραφική, και προσωπική (σε περίπτωση καλού σκηνοθέτη), ματιά. Εκείνο που πέτυχε ο μεγάλος Όρσον Γουέλς είναι να μπει κατευθείαν στο πνεύμα του έργου, όπως έκανε αργότερα και με τη «Δίκη» του Κάφκα, για να φτιάξει ένα καθαρά κινηματογραφικό, βουτηγμένο σε μια εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα, αριστούργημα, τονίζοντας ταυτόχρονα το κύριο θέμα του έργου που είναι η φιλοδοξία.

Με εξαιρετικούς φωτισμούς (η μαυρόασπρη φωτογραφία είναι του Τζον Ράσελ), με στιλιζαρισμένα πλάνα, συχνά με παραμορφωμένους φακούς, ο Γουέλς δημιούργησε ένα χώρο από τον οποίο ο Μακμπέθ του, έχοντας προδιαγράψει τη μοίρα του, δεν μπορεί πια να δραπετεύσει. Έφτασε μάλιστα στο σημείο, ακόμη και τον οικονομικό περιορισμό (η ταινία γυρίστηκε με πολύ λίγα λεφτά, από τo ανεξάρτητο στούντιο της Republic), να τον εκμεταλλευτεί για να φτιάξει αξέχαστες σκηνές, όπως εκείνη στο χαμάμ του Μαρόκου, όπου γύρισε μερικές από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας του.

Δυστυχώς, ο «Μακμπέθ», όπως και άλλες ταινίες του Γουέλς (ιδιαίτερα «Οι υπέροχοι Άμπερσον»), υπέφερε στα χέρια των παραγωγών με αποτέλεσμα να μειωθεί η διάρκειά της από τα αρχικά 107 λεπτά της. Πλάι στην έξοχη ερμηνεία του Γουέλς, αξίζει να αναφέρω εκείνη του Νταν Ο’Χέρλιχι, που τονίζει, με τον καλύτερο τρόπο, τη ζηλόφθονη, ταυτόχρονα σατανική, πλευρά του Ιάγο.